Αρθρογραφία
Οι ελληνικές συλλογές τέχνης και το αναποφάσιστο ελληνικό κράτος
Τα τελευταία 40 χρόνια, η ελληνική πολιτεία ήρθε τρεις φορές αντιμέτωπη με τρεις σπουδαίες ελληνικές συλλογές έργων τέχνης: του Αλέξανδρου Ιόλα, του Γιώργου Κωστάκη και των Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Και τρεις φορές δεν στάθηκε αντάξιά τους.
Πίσω από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Σε λίγες εβδομάδες παραδίδεται επίσημα το έργο του Ρέντσο Πιάνο, που θα στεγάσει την Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Λυρική Σκηνή της πρωτεύουσας. Μέσα στο πάρκο, όλα είναι καινούρια και λαμπερά. Έξω, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Η γειτονιά έχει παραμείνει ακριβώς όπως ήταν, καθώς οι επιχειρηματίες διστάζουν να επενδύσουν και η πολιτεία, που θα αναλάβει έτσι κι αλλιώς ένα τιτάνιο έργο, απουσιάζει.
Έχουμε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;
Η Tate Modern του Λονδίνου ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και το Κέντρο Pompidou στο Παρίσι σε μια εξαετία. Όμως το Φιξ στην Αθήνα χρειάστηκε τουλάχιστον 15 χρόνια και μισάνοιξε πριν λίγο καιρό, με μια περιοδική έκθεση στο ισόγειο. Ίσως φταίει το γεγονός ότι στο κουφάρι της παλιάς ζυθοποιίας εκφράστηκαν με τον πιο κραυγαλέο τρόπο οι τεράστιες παθογένειες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη πολιτεία.
H τέχνη στο δημόσιο χώρο
Το έλεγε ο αείμνηστος Γιώργος Λάππας: «Ένα καλό γλυπτό στον δημόσιο χώρο, λειτουργεί σαν ένας αναμμένος προβολέας μέσα στη διάρκεια της ημέρας». Δυστυχώς, στην Ελλάδα πολλές φορές μας «τυφλώνει» ένα έργο σε περίβλεπτη δημόσια θέση όχι από την ομορφιά, αλλά από την ασχήμια του.
Οι παντοδύναμοι φύλακες των αρχαίων
Όταν 26 εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο ταξιδεύουν στη χώρα μας και για να θαυμάσουν τα μνημεία της, αυτοί που έχουν τα κλειδιά μπορούν να σβήσουν τα φώτα του τουρισμού σε μια νύχτα. Το υπουργείο το γνωρίζει, γι’ αυτό εδώ και δεκαετίες δίνει γη και ύδωρ στους αρχαιοφύλακες.