![Δύο νεαρές γυναίκες κάθονται σε ένα πάρκο στο Θανχ Χόα του Βιετνάμ, στις 18 Μαρτίου 2025, συγκεντρωμένες στα smartphones τους. [MICHAEL NGUYEN/NurPhoto μέσω AFP]](/sites/default/files/styles/image_main_xs/public/2025-05/ceafp-20250319-nguyen-notitle250318_npjy6-v1-highres-youngwomenusingsmartphonesin.jpg?itok=2oCjeDI_)
Ο εγκέφαλός μας είναι χακαρισμένος
Έχω σκεφτεί να υπολογίσω πόσο χρόνο επενδύω κατά μέσο όρο την εβδομάδα τσεκάροντας το κινητό μου τηλέφωνο. Φοβάμαι να το κάνω – ξέρω ότι δεν πρόκειται ακριβώς για επένδυση, όπως ξέρω ότι δεν τσεκάρω απλώς το κινητό μου.
Θα ήταν πιο ακριβές κι έντιμο να ομολογήσω ότι χάνω χρόνο πηγαίνοντας από τη μία πλατφόρμα σόσιαλ μίντια στην άλλη, ότι σκρολάρω ανηλεώς με την προσδοκία ότι λίγο παρακάτω θα δω κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, πατώντας λινκ που με οδηγούν σε ένα ακόμη, πέμπτο, έκτο, εικοστό κείμενο ή βίντεο, το οποίο θα παρατήσω στη μέση γιατί ήρθε μια ειδοποίηση για ένα μέιλ –άλλο ένα newsletter που για κάποιον λόγο δεν μπορεί να περιμένει– ή για ένα νέο μήνυμα στο messenger ή γιατί κάποιος έκανε like σε μια ανάρτησή μου ή σχολίασε και πρέπει ανυπερθέτως να δω τι έχει να πει, ίσως και να πιάσω κουβέντα, ακόμη κι αν μου είναι εντελώς άγνωστος.
Κι από εκεί πάω πίσω στο άρθρο που διάβαζα –πριν από πόση ώρα, άραγε– την ανάγνωση του οποίου μπορεί και να μην ολοκληρώσω ποτέ, διότι κάποιος μου έστειλε τώρα λινκ σε ένα κείμενο που ίσως είναι πιο ενδιαφέρον ή σε ένα αστείο meme ή σε ένα βίντεο του πιο πρόσφατου Saturday Night Live. Κι από εκεί, θα πάω σε άλλο βίντεο του SNL. Ίσως και να μην το κάνω τελικά, αν έχω κουραστεί αρκετά και απαυδήσει με τον εαυτό μου. Τότε θα βρω κάτι ανάμεσα σε αυτοπειθαρχία, αυτοσεβασμό κι ένστικτο αυτοσυντήρησης, ώστε να επιστρέψω σε ό,τι έκανα πριν τσεκάρω το κινητό μου, να το βάλω στο αθόρυβο και να γυρίσω ανάποδα τη συσκευή για να μην βλέπω την οθόνη. Στο μεταξύ, μπορεί να έχουν περάσει δυο-τρεις ώρες.

«Αυτά είναι πράγματα που συνήθως μοιράζεται κανείς με ψυχιάτρους», λέω στην Άννα Λέμπκι, η οποία χαμογελάει με κατανόηση όσο με ακούει να περιγράφω ένα βασανιστικό κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Η Δρ Λέμπκι είναι ψυχίατρος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και διευθύντρια της Addiction Medicine Dual Diagnosis Clinic του Στάνφορντ, όπου απευθύνονται ασθενείς που υποφέρουν ταυτόχρονα από κάποια ψυχική διαταραχή και από κάποιον εθισμό.
Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Drug Dealer MD – How doctors were duped, patients got hooked and why it’s so hard to stop (Έμπορος ναρκωτικών, Ιατρός – Πώς οι γιατροί εξαπατήθηκαν, οι ασθενείς εθίστηκαν και γιατί είναι τόσο δύσκολο να σταματήσουν), το οποίο έγινε μπεστ σέλερ και θεωρείται ένα από τα πιο διαφωτιστικά βιβλία γύρω από την κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ, ένα θέμα για το οποίο είχε μιλήσει παλιότερα στο inside story. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2021, εξέδωσε το Dopamine Nation: Finding balance in the age of indulgence (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο Η γενιά της ντοπαμίνης: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των απολαύσεων). Σε αυτό, η Λέμπκι εξηγεί ότι ο εγκέφαλός μας είναι καλωδιωμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να αναζητά συνεχώς τη διέγερση. Κάτι που μας εξασφαλίζει με το παραπάνω η ζωή στις σύγχρονες κοινωνίες της αφθονίας και κυρίως η διαρκής, ακατάπαυστη, απεριόριστη ροή νέου περιεχόμενου στις ψηφιακές πλατφόρμες. Σύμφωνα με την Αμερικανίδα ψυχίατρο, αυτό το κυνήγι στο οποίο επιδίδεται ο εγκέφαλος έχει κόστος.
Το βιβλίο σκαρφάλωσε πολύ γρήγορα στη λίστα με τα ευπώλητα. Η Δρ Λέμπκι είχε χτυπήσει φλέβα – η κατάσταση που περιγράφει είναι πολύ οικεία σε πολλούς από εμάς. «Τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μου;» τη ρωτάω, καθώς με ακούει να γκρινιάζω και να αυτομαστιγώνομαι για τον χρόνο που αφήνω να περνάει και να χάνεται πάνω από μια μικροσκοπική οθόνη.
Προφανώς είναι αδύνατον να διαγνώσει τι συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μου, αλλά εκείνο που μπορεί να μου πει με βεβαιότητα για να μου εξηγήσει με απλά λόγια τι κάνω, είναι πως κάθε συμπεριφορά που προκαλεί ευεξία, που προσφέρει κάποια ανταμοιβή, προκαλεί την απελευθέρωση ντοπαμίνης. Με τον καιρό το ίδιο ερέθισμα προσφέρει όλο και μικρότερη ανταμοιβή. Οπότε για να ξαναβρούμε την ανταμοιβή που θυμόμαστε ότι μας προσφέρθηκε αρχικά, μπαίνουμε σε μια διαδικασία παρορμητικής κατανάλωσης όλο και μεγαλύτερης δόσης.
«Η ουσία είναι πως ο εγκέφαλος έχει ενσωματωμένη μια διαδικασία που εξασφαλίζει ότι δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε. Θέλουμε πάντα κάτι παραπάνω. Είμαστε ένα είδος που διαρκώς αναζητά, δεν παύει ποτέ να αναζητά. Χάρη σε αυτόν τον μηχανισμό της νευροπροσαρμογής, ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει και να προοδεύσει σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν στη διάθεσή μας σε αφθονία. Γιατί εάν παίρνεις μόνο προσωρινή ευχαρίστηση από αυτό που τρως, πίνεις ή κάνεις, τότε θα έχεις το κίνητρο για να συνεχίσεις την αναζήτηση για κάτι που θα σου δώσει ξανά αυτήν την ευχαρίστηση», εξηγεί.
Αυτός είναι ένας θαυμάσιος, σωτήριος βιολογικός μηχανισμός όταν η πρόσβαση στην τροφή απαιτεί κόπο. «Δεν είναι το ίδιο στις σύγχρονες κοινωνίες όπου έχουμε σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση σε όλων των ειδών τις ουσίες και τις συμπεριφορές που προσφέρουν κάποια ανταμοιβή – και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα όσα μπορούμε να βρούμε πια ονλάιν, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν». Με άλλα λόγια η προσφορά ψηφιακών «ναρκωτικών» είναι δεδομένη. Το θέμα είναι πώς μπορεί κανείς να περιορίσει τη ζήτηση.
Τι κάνει η ντοπαμίνη
Μέσω της έκκρισης ντοπαμίνης, ο εγκέφαλoς μάς ειδοποιεί ότι πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σε κάποιο ερέθισμα στο περιβάλλον μας, για να το πλησιάσουμε ή να απομακρυνθούμε. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι ώστε να εκκρίνεται κάθε φορά που κάνουμε κάτι που θα αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης και αναπαραγωγής του είδους μας. Γι’ αυτό απολαμβάνουμε το φαγητό και το σεξ – διότι πρέπει να επιβιώσουμε και να αναπαραχθούμε.
Στο μεταξύ ο εγκέφαλος μαθαίνει: Όταν έχει συνδέσει μια τροφή, μια ουσία ή μια συμπεριφορά με το αίσθημα της απόλαυσης, όταν έχει διδαχτεί πως αν καταναλώσει κάτι ή αν συμπεριφερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο θα πάρει ανταμοιβή, τότε κάθε φορά που προσδοκά ότι θα κάνει χρήση ή θα επιδοθεί σε αυτήν τη συμπεριφορά, απελευθερώνει μια μικρή δόση ντοπαμίνης. Έρχεται δηλαδή σε ένα μικρό high και μόνο με την προσδοκία. Για να έρθει μετά ένα low, καθώς ο οργανισμός προσπαθώντας να επαναφέρει την ντοπαμίνη στα αρχικά, φυσιολογικά της επίπεδα, την ρίχνει λίγο πιο κάτω. Και τότε βρισκόμαστε σε κατάσταση έλλειψης ντοπαμίνης κι επιθυμούμε να επαναλάβουμε τη χρήση ή τη συμπεριφορά που μας «αντάμειψε». Εάν δεν είμαστε εθισμένοι, η αποκατάσταση της ισορροπίας είναι ζήτημα χρόνου.
Τα «ψηφιακά ναρκωτικά» είναι στη διάθεσή μας 24 ώρες το 24ώρο
Πώς εθιζόμαστε; Όταν καταναλώνουμε ξανά και ξανά μια ουσία ή καθώς επιδιδόμαστε ξανά και ξανά σε μια δραστηριότητα που μας προκάλεσε ευχαρίστηση, προσδοκώντας να ανακτήσουμε εκείνη την πρώτη ανταμοιβή, το αρχικό ερέθισμα χάνει με την πάροδο του χρόνου την ισχύ του. Η απόλαυση κρατάει λιγότερο και η δυσφορία που χαρακτηρίζει το στάδιο έλλειψης ντοπαμίνης γίνεται εντονότερη. Και τότε πρέπει να αυξήσουμε τη δόση του ναρκωτικού μας. Σε αυτό το στάδιο έχουμε, κατά κάποιον τρόπο, επαναπρογραμματίσει τον εγκέφαλό μας με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι όλο και πιο δύσκολο να νιώσουμε απόλαυση, όλο και πιο εύκολο να βιώσουμε πόνο.
Όλοι είμαστε ευάλωτοι στον εθισμό, λέει κατηγορηματικά η Δρ Λέμπκι. Ειδικά στην εποχή μας έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί οι συμπεριφορικοί εθισμοί, που μάλιστα συνδέονται με τη δραστηριότητα που μπορεί κανείς να έχει ονλάιν – από τον διαδικτυακό τζόγο έως την κατανάλωση πορνογραφίας και τα διαδικτυακά ψώνια. Πολύ πιο συνηθισμένος –και χωρίς το στίγμα που έχουν άλλοι εθισμοί– είναι ο εθισμός στις διάφορες εφαρμογές και στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια.
![Εικονίδια εφαρμογών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης φαίνονται σε ένα κινητό τηλέφωνο σε αυτή τη φωτογραφική απεικόνιση της 16ης Μαρτίου 2025. [Jonathan Raa/NurPhoto]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2025-05/rafp-20250317-raa-socialme250316_npmyq-v1-highres-socialmediaappiconsphotoillust.jpg?itok=rXRwSVPw)
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για να αναπτύξει κανείς εθισμό είναι η διαθεσιμότητα του ναρκωτικού. Και τα «ψηφιακά ναρκωτικά» είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή, δεν χρειάζεται κανένας απολύτως κόπος για να αποκτήσει κανείς πρόσβαση σε αυτά. Αρκεί ένα smartphone, το οποίο η Δρ Λέμπκι αποκαλεί υποδερμική ένεση της εποχής μας, μια σύριγγα διαθέσιμη 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, πάντα στην άκρη του χεριού μας, να ανασβοσβήνει, να χτυπάει, να δονείται, να εμφανίζει ειδοποιήσεις που μας ενημερώνουν για τα πάντα, από ένα μέιλ μέχρι ένα λάικ, ένα story στο Instagram ή μια εκδήλωση που οργανώνει κάποιος άγνωστος «φίλος».
Οι ψηφιακές εφαρμογές είναι σχεδιασμένες για να μας εθίζουν
Είναι, όμως, κυριολεκτικά εθιστικά τα σόσιαλ μίντια; Η Δρ Λέμπκε είναι κατηγορηματική – ναι, είναι. «Έχουμε πολλά εμπειρικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι οι νέοι αισθάνονται εθισμένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι τα χρησιμοποιούν περισσότερο από όσο θα ήθελαν και ότι αισθάνονται τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι όσο περισσότερο χρόνο περνούν οι άνθρωποι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανίσουν άγχος, κατάθλιψη και δυσκολία συγκέντρωσης. Όταν παρεμβαίνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις καταθλιπτικών και αγχωμένων ατόμων και αφαιρούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή περιορίζουμε τη χρήση τους, αισθάνονται καλύτερα».
Αυτά τα ψηφιακά προϊόντα έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν εθισμό, συνεχίζει. Οι εταιρείες που τα φτιάχνουν κάνουν δοκιμές για να δουν τι κρατάει τους ανθρώπους κολλημένους, τι τους κάνει να πατήσουν ένα λινκ ή να σαρώσουν μια εικόνα και πότε αποχωρούν. Και μετά προσπαθούν να καταλάβουν γιατί αποχωρούν – και αλλάζουν ό,τι κρίνουν πως απέτυχε να τους κρατήσει κολλημένους. «Με αυτόν τον τρόπο χακάρουν το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου μας», λέει.
Η Δρ Λέμπκε εξηγεί ότι με βάση όσα γνωρίζουμε για το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν τα ζώα ή οι άνθρωποι εθίζονται σε ουσίες ή συμπεριφορές και όσα παρατηρούμε ή μας περιγράφουν οι άνθρωποι σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζονται τις ψηφιακές εφαρμογές και τα σόσιαλ μίντια, μπορούμε να συναγάγουμε ότι εδώ έχουμε την ίδια διαδικασία, όπου σε αντίδραση στις ειδοποιήσεις ή το αναβοσβήσιμο ο εγκέφαλος απελευθερώνει ντοπαμίνη με την προσδοκία μιας άμεσης ανταμοιβής.
Είμαστε προγραμματισμένοι για να συνδεόμαστε μεταξύ μας
Για τι είδους ανταμοιβή μιλάμε όταν αναφερόμαστε στα σόσιαλ μίντια; «Μιλάμε για κάποιου τύπου κοινωνική ανταμοιβή. Είμαστε κοινωνικά όντα, προγραμματισμένα να συνδεόμαστε μεταξύ μας, να επικοινωνούμε και να χτίζουμε σχέσεις διότι αυτό βελτιώνει τις πιθανότητες επιβίωσης, της εύρεσης σεξουαλικού συντρόφου, τις πιθανότητες να προστατευθούμε απέναντι σε εχθρούς και να διαχειριστούμε πόρους που κάποτε –αλλά όχι πια– ήταν σπάνιοι. Στα σόσιαλ μίντια αυτό που κυρίως παίρνουμε ως «ανταμοιβή» είναι η κοινωνική επιβεβαίωση, η ενίσχυση της φήμης μας, το αίσθημα του ανήκειν, το αίσθημα ότι μοιραζόμαστε κάτι ταυτόχρονα με άλλους. Όποιος κι αν είναι αυτός ο συγκεκριμένος τύπος κοινωνικής επιβεβαίωσης, ξέρουμε ότι ενεργοποιεί την ίδια οδό ανταμοιβής με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ».
![Νεαρή γυναίκα κοιτάζει το τηλέφωνό της στο σπίτι. [Eugenio Marongiu / Connect Images / Connect Images μέσω AFP]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2025-05/rafp-20240920-isc12342048-v1-highres-isc12342048.jpg?itok=WZjuJNkx)
Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι κάθε ειδοποίηση, κάθε like, κάθε βίντεο περιέχει την υπόσχεση για κάτι νέο. Ο εγκέφαλος απελευθερώνει ντοπαμίνη για να μας σπρώξει να κυνηγήσουμε την είδηση, καθετί καινούργιο στο περιβάλλον. «Προσθέστε τώρα τους αλγόριθμους της Τεχνητής Νοημοσύνης, που διδάσκονται από τις επιλογές μας τι μας ενδιαφέρει, τι τραβάει κάθε φορά την προσοχή μας, ώστε να μας προτείνουν κάτι που υπάρχει πιθανότητα να μας φανεί ελκυστικό», συμπληρώνει η Δρ Λέμπκι.
«Τα σόσιαλ μίντια είναι σαν τα φρουτάκια στο καζίνο», λέει η ψυχίατρος, «υπό την έννοια ότι ποντάρουν πάνω στην διακοπτόμενη θετική ενίσχυση, που είναι τόσο κρίσιμη για το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου μας». Δηλαδή; «Από μελέτες σε ανθρώπους και ζώα γνωρίζουμε ότι και οι δυο θα εργαστούν για να κερδίσουν ανταμοιβή – θα τραβήξουν έναν μοχλό, θα περάσουν μέσα από έναν λαβύρινθο, γενικώς θα κάνουν μια προσπάθεια να αποκτήσουν το ναρκωτικό της επιλογής τους. Αλλά η άλλη μεγάλη, συναρπαστική ανακάλυψη είναι πως εάν αυτή η ανταμοιβή που αναζητούν διακόπτεται κατά διαστήματα, τότε όταν είναι διαθέσιμη βιώνεται ως ακόμη πιο έντονη. Πράγμα που σημαίνει ότι θα εργαστούμε πιο σκληρά για να την κερδίσουμε», απαντά.
«Έχεις, λοιπόν, ένα ερέθισμα –έναν ήχο, μια ειδοποίηση– που σου προσφέρει μια μικρή δόση ντοπαμίνης, ένα μικρό high σε αναμονή της ανταμοιβής που έρχεται. Εάν το ερέθισμα δεν σου προσφέρει αρκετή ανταμοιβή, την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί, θα απελευθερωθεί μεγαλύτερη δόση ντοπαμίνης. Ο τρόπος που διακόπτουμε ό,τι κάνουμε για να ελέγξουμε το email μας μήπως έχουμε μήνυμα ή για να ελέγξουμε το τηλέφωνό μας για να δούμε αν κάποιος μας έκανε λάικ ή μας έστειλε μήνυμα ή εάν ο αλγόριθμος της τεχνητής νοημοσύνης πρότεινε κάτι που μπορεί να μας ενδιαφέρει, παίζει εντελώς με αυτή τη διακοπτόμενη θετική ενίσχυση – είναι σαν να λέμε στον εαυτό μας ότι ίσως αυτή τη φορά, αυτό το ερέθισμα θα με οδηγήσει σε κάτι θετικό που θα με κάνει να αισθανθώ πραγματικά καλά».
Πώς καταλαβαίνει κανείς ότι έχει εθιστεί στα σόσιαλ μίντια;
Είναι πολύ συνηθισμένο να ακούς κάποιον να λέει ότι έχει εθιστεί στα σόσιαλ μίντια, ότι δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το TikTok ή το youtube ή, ακόμη συχνότερα, ότι έχει αναπτύξει σχέση εξάρτησης με το κινητό. «Δεν νομίζω, όμως, ότι όσοι το λένε πιστεύουν ότι έχουν πραγματικά αναπτύξει εθισμό», λέω στην Δρ Λέμπκι. Πώς καταλαβαίνει κανείς ότι πραγματικά έχει πρόβλημα; Πώς εκδηλώνεται, ας πούμε, το στερητικό σύνδρομο;
Δεν μπορείς να διαγνώσεις τον εθισμό με εξετάσεις αίματος ή εγκεφαλογράφημα. Η διάγνωση βασίζεται σε μοτίβα συμπεριφορών που επαναλαμβάνονται ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες κ.λπ. Πρέπει να σκεφτεί κανείς τον εθισμό ως φάσμα – υπάρχει ήπιος, μέτριος και ισχυρός εθισμός. Με τα ψηφιακά μέσα, το στερητικό σύνδρομο εκδηλώνεται συνήθως ως έντονο fomo [fear of missing out], όπου νιώθει κανείς έντονο στρες με τη σκέψη ότι χάνει κάτι πολύ σημαντικό, ότι είναι αποκομμένος.
![Ψηφιακός εθισμός, εννοιολογική εικόνα. [VICTOR de SCHWANBERG/SCIENCE PHO / VSC / Science Photo Library via AFP]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2025-05/rafp-20241211-f0433486-v1-highres-digitaladdictionconceptualimage.jpg?itok=w21ME-Bz)
«Αλλά έχουμε δει και περιπτώσεις ισχυρού εθισμού, όπου οι ασθενείς είχαν ακόμη και σωματικά συμπτώματα, όπως ναυτία, πονοκεφάλους ή πόνους στο στομάχι», σχολιάζει η Δρ Λέμπκι. «Κοιτάξτε, στις βαριές περιπτώσεις τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Στο άλλο άκρο του φάσματος, εκεί που ο εθισμός είναι ήπιος ή λίγο πριν εξελιχθεί σε εθισμό, είναι πολύ πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πότε περνάμε τη γραμμή που χωρίζει την ψυχαγωγική, υγιή κατανάλωση κάποιου ναρκωτικού από την προβληματική σχέση με αυτό», εξηγεί.
Ένας τρόπος να το καταλάβουμε, είναι αν σκεφτούμε τι θυσιάζουμε, τι δεν κάνουμε όλες τις ώρες που ασχολούμαστε με το ψηφιακό ναρκωτικό μας. «Εάν κάποιος παρατηρεί ότι η καθημερινότητά του και τελικά η ζωή του γίνεται φτωχότερη λόγω μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, τότε έχει νόημα να αναρωτηθεί εάν μπορεί να βρίσκεται στο φάσμα του εθισμού ή να κινδυνεύει να αναπτύξει εθισμό», λέει η Λέμπκι. «Εάν παραμελεί τις σημαντικές σχέσεις στη ζωή του, το σώμα του, εάν χάνει μαθήματα στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο».
Γιατί τα παιδιά κι οι έφηβοι κινδυνεύουν περισσότερο από τον εθισμό
Και σε αυτό το σημείο η Δρ Λέμπκι αγγίζει το θέμα που βλέπει ως πιο ανησυχητικό: τη σχέση των παιδιών και των εφήβων με συμπεριφορές που μπορεί να είναι εθιστικές. Ο προμετωπιαίος φλοιός, που είναι σημαντικός στην αναγνώριση κινδύνων και την εκτίμηση μελλοντικών συνεπειών, αργεί να ωριμάσει. «Φανταστείτε τον σαν τα φρένα του αυτοκινήτου. Και φανταστείτε το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου, πλούσιο σε νευρώνες που απελευθερώνουν ντοπαμίνη, ως το γκάζι. Έως τα 25 περίπου, αυτά τα δυο δεν συνδέονται πλήρως, γι’ αυτό οι έφηβοι είναι πιθανότερο να πάρουν ρίσκα ή να αναπτύξουν συμπεριφορές που μπορεί να τους βλάψουν».
Το άλλο που συμβαίνει είναι πως από την ηλικία των τριών ετών περίπου έως τα 25, σιγά-σιγά μειώνονται οι νευρώνες που δεν χρησιμοποιούμε, ενώ καθιστούμε πιο αποτελεσματικούς τους νευρώνες που χρησιμοποιούμε πιο συχνά. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται συναπτικό κλάδεμα και σημαίνει ότι κατασκευάζουμε τη σκαλωσιά των νευρολογικών κυκλωμάτων που σε μεγάλο βαθμό θα μας εξυπηρετήσουν σε όλη την ενήλικη ζωή μας.
«Οπότε οι στρατηγικές αντιμετώπισης που μαθαίνουμε στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια είναι αυτές που εγγράφονται στον εγκέφαλο. Ομοίως, οι ουσίες ή οι συμπεριφορές που είναι προβληματικές, επίσης ενσωματώνονται βαθιά στη νευρολογική σκαλωσιά μας, οπότε είναι πιο δύσκολο να τις αλλάξουμε ως ενήλικες. Γι' αυτό είναι τόσο σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι προστατεύουμε τα παιδιά και να παρεμβαίνουμε εγκαίρως όταν εμφανίζουν συμπτώματα προβληματικής, παρορμητικής κατανάλωσης ψηφιακών προϊόντων».
Μπορείτε να στερηθείτε το ψηφιακό ναρκωτικό σας για 30 ημέρες;
Η ερώτηση που πάντα δέχεται η Δρ Λέμπκι είναι ποια μέθοδος απεξάρτησης από τα ψηφιακά μέσα δείχνει η εμπειρία της ότι είναι πιο αποτελεσματική. «Συστήνω μια νηστεία 30 ημερών από την ντοπαμίνη, έναν μήνα αποχής από την ψηφιακή εφαρμογή στην οποία θεωρεί κανείς ότι έχει αναπτύξει εθισμό. Δεν μιλάω για αποχή από το κινητό τηλέφωνο –αν και είναι κι αυτό μια επιλογή– αλλά συστήνω να σβήσει κανείς την εφαρμογή που του δημιουργεί πρόβλημα», απαντά.
Η ψυχίατρος προειδοποιεί όποιους το επιχειρήσουν ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να βιώσουν συμπτώματα στέρησης, που μπορεί να είναι άγχος, νεύρα, ευερεθιστότητα, κατάθλιψη ή πολύ έντονη επιθυμία για επιστροφή στο ψηφιακό ναρκωτικό. «Όπως σας έλεγα, αυτό μπορεί να είναι πολύ έντονο fomo, να πιστεύει κάποιος ότι θα χάσει φίλους, ότι θα έχει πρόβλημα με τις κοινωνικές σχέσεις του ή ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δουλειά του. Αλλά αυτό που λέω στους ανθρώπους που το επιλέγουν είναι πως μετά τις πρώτες 10-14 μέρες, θα τα βλέπετε όλα αυτά πολύ διαφορετικά. Μπορεί να αρχίσετε να συνειδητοποιείτε πως όχι μόνο δεν χάνετε κάτι, αλλά πως είστε πολύ πιο παρόντες στη ζωή σας».
Αυτή η συνειδητοποίηση, λέει η Δρ Λέμπκι, μπορεί να οδηγήσει μετά τις 30 ημέρες αποχής σε μια πολύ πιο υγιή, ισορροπημένη σχέση με τα εθιστικά ψηφιακά αγαθά που μας προσφέρονται σε υπεραφθονία ασύμβατη με τον ανθρώπινο εγκέφαλο.