Γιαν Μαρσάλεκ: Ο Ευρωπαίος υπερκατάσκοπος των Ρώσων
29 Μαρτίου 2024, Μεγάλη Παρασκευή: Στην Καρινθία της Αυστρίας συλλαμβάνεται ο Εγκίστο Οτ, πρώην υπάλληλος των Αυστριακών Μυστικών Υπηρεσιών (BVT), με την κατηγορία ότι επί χρόνια πρόδιδε απόρρητα κρατικά μυστικά στη ρωσική FSB. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Οτ βρισκόταν στο στόχαστρο του εισαγγελέα. Στις αρχές του 2021 είχε κρατηθεί για περίπου 25 ημέρες, επειδή υπήρχαν πληροφορίες για ύποπτες κινήσεις του, αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Αυτή τη φορά, νεότερα, περισσότερα και ακλόνητα στοιχεία εναντίον του δόθηκαν στην Αυστρία από τη βρετανική MI5.
Αλλά πώς έφτασε ένας αποσυρμένος 62χρονος να θεωρείται σήμερα από τους πιο επικίνδυνους κατασκόπους στην ιστορία της Αυστρίας;
Η σύλληψη του Οτ είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια κατασκοπική σάγκα, που ακόμη δεν γνωρίζουμε σε όλη την έκταση και το βάθος της. Είναι μια σάγκα που τα έχει όλα και μάλιστα σε υπερβολή: μυστικούς πράκτορες, δημοσιογράφους, χάκερς, μισθοφόρους, μια ηθοποιό ερωτικών ταινιών, ακριβά σκάφη στη Μεσόγειο, ιδιωτικά τζετ, ταξίδια σε εμπόλεμες ζώνες, φάρμες bitcoins, εξαφανισμένα δισεκατομμύρια δολάρια, μπίζνες με δικτάτορες και ιδιωτικούς στρατούς, ακόμη και παπάδες. Με πρωταγωνιστή έναν τύπο ο οποίος δεν έχει καν τελειώσει το σχολείο. Εάν όλα αυτά ήταν γέννημα της φαντασίας κάποιου σεναριογράφου, θα έμοιαζαν τόσο υπερβολικά που δεν θα έπειθε ούτε τους πιο φανατικούς φίλους των ταινιών κατασκοπείας.
Φαίνεται ότι ο Εγκίστο Οτ υπέκλεπτε απόρρητες πληροφορίες και δεδομένα ήδη από το 2017, για λογαριασμό του συμπατριώτη του Γιαν Μαρσάλεκ, του εγκεφάλου πίσω από το μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, ο οποίος φέρεται να είναι πράκτορας του Κρεμλίνου. Ο Μαρσάλεκ, ένας από τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους στον κόσμο, ζει στη Μόσχα. Από εκεί εξακολουθούσε έως πρόσφατα (ή και ακόμη;) να κινεί τα νήματα ενός δικτύου κατασκοπείας που άρχισε να αποκαλύπτεται πριν από τέσσερα χρόνια. Όλα ξεκίνησαν με μια τεράστια απάτη.
Όταν έσκασε η βόμβα της Wirecard
Στο τέλος Ιουνίου του 2020, η είδηση είναι στην πρώτη σελίδα όλων των οικονομικών εφημερίδων της Ευρώπης: Η μεγαλύτερη εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας στην Ευρώπη, η γερμανική Wirecard –η οποία είχε εγκαταστάσεις και στην Αθήνα, όπου απασχολούσε 65 εργαζόμενους– παραδέχεται την ύπαρξη μαύρης τρύπας 1,2 δισ. δολαρίων και κάνει αίτηση για πτώχευση. Έχει προηγηθεί ένα θρίλερ πέντε ετών, στη διάρκεια των οποίων μια μικρή ομάδα από επίμονους ρεπόρτερ των Financial Times έφερναν στο φως το ένα μετά το άλλο τα τεκμήρια πως η εταιρεία –που είχε ξεκινήσει το 1999 ως ένα πολλά υποσχόμενο startup για να εξελιχθεί μέσα σε λίγα χρόνια σε γίγαντα με 6.000 εργαζόμενους σε διάφορες χώρες του κόσμου, να μπει στον τραπεζικό τομέα και να αναδειχθεί στο καμάρι της Γερμανίας– ήταν μια τεράστια απάτη. Ο Αυστριακός διευθύνων σύμβουλος της Wirecard, Μάρκους Μπράουν, συλλαμβάνεται από τις γερμανικές αρχές.
Ο Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων (COO) της Wirecard –και το πρόσωπο που έκλεινε τις συμφωνίες με τους επιχειρηματικούς εταίρους προκειμένου να «κατασκευαστούν» οι πωλήσεις και τα κέρδη της εταιρείας, αυτός δηλαδή που έστησε τη φούσκα– είναι ο Αυστριακός Γιαν Μαρσάλεκ. Είναι επίσης αυτός που προσέλαβε χάκερς και ενορχήστρωσε μια επιχείρηση τρομοκράτησης του δημοσιογράφου των Financial Times Νταν ΜακΚραμ.
Εκείνες τις ημέρες ο Γιαν Μαρσάλεκ αφήνει να διαδοθεί ότι φεύγει για τις Φιλιππίνες, προκειμένου να συγκεντρώσει τις αποδείξεις της αθωότητάς του. Αλλά την ημέρα που εκδίδεται το ένταλμα για τη σύλληψή του, ο Μαρσάλεκ είναι ήδη καθ' οδόν για το Μινσκ της Λευκορωσίας, από όπου θα μεταβεί στη συνέχεια στη Μόσχα – με τη βοήθεια της GRU, της μυστικής υπηρεσίας του Ρωσικού Στρατού. Έκτοτε, χάνονται τα ίχνη του. Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Όπως και η αρχή της δεν είναι αυτή που νομίζαμε.
Όπως ξέρουμε σήμερα, ο Γιαν Μαρσάλεκ είχε επισήμως στρατολογηθεί από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ήδη από το 2014. Και συνέχισε τη δράση του από τη Μόσχα, αυτή τη φορά ως «χειριστής» ενός δικτύου από πράκτορες με έδρα στην Ευρώπη. Αυτά αποκαλύπτει ένα μεγάλο ρεπορτάζ που έκαναν από κοινού το γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι ZDF, το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, η αυστριακή εφημερίδα Der Standard και το ανεξάρτητο ρωσικό σάιτ The Insider. Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στις αρχές του περασμένου Μαρτίου και βασίζεται σε απόρρητα έγγραφα, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ανταλλαγές γραπτών μηνυμάτων στο Telegram, αποδείξεις μετακινήσεων και δεκάδες συνεντεύξεις. Το γεγονός ότι η σύλληψη του Εγκίστο Οτ έγινε μερικές ημέρες μετά τη δημοσίευση δεν είναι τυχαίο.
Ποιος είναι ο Γιαν Μαρσάλεκ
Ο Γιαν Μαρσάλεκ γεννιέται στις 15 Μαρτίου 1982 στη Βιέννη, αλλά θα μεγαλώσει στο κοντινό προάστιο του Κλόστερνοϊμπουργκ. Η μητέρα του είναι γιατρός και ο πατέρας του, ο οποίος είναι Τσέχος, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο. Ο Μαρσάλεκ είναι στην εφηβεία όταν οι γονείς του χωρίζουν και ο πατέρας του φεύγει για την Τσεχία, για να αναλάβει εκεί τη διεύθυνση μιας εταιρείας και σιγά σιγά να χάσει την επαφή με τον γιο του. Ο ίδιος έχει πει ότι πήγαινε στο Γαλλικό Λύκειο και γι’ αυτό μιλάει τέλεια γαλλικά – δεν μιλάει μόνο καλά γαλλικά, ο Μαρσάλεκ είναι πολύγλωσσος, αλλά φαίνεται ότι έχει πει ψέματα για το σχολείο στο οποίο πήγαινε.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πήρε ποτέ απολυτήριο, παρόλο που οι δάσκαλοί του είπαν στους δημοσιογράφους του Spiegel ότι ήταν πολύ καλός μαθητής, με ταλέντο στον προγραμματισμό. Η μητέρα του, η οποία είχε μιλήσει το 2020 σε Γερμανούς δημοσιογράφους –από τους οποίους ζήτησε να μην αποκαλύψουν το επίθετό της– είπε ότι ο γιος της εγκατέλειψε το σπίτι μετά από έναν τσακωμό το 1999 κι έκτοτε δεν επικοινωνούσε μαζί της.
Την ίδια χρονιά ο Γιαν αξιοποίησε το ταλέντο του στον προγραμματισμό, ιδρύοντας μια εταιρεία πληροφορικής. Όσοι τον γνώριζαν εκείνα τα χρόνια, τον θυμούνται σαν έναν εξαιρετικά χαρισματικό νεαρό, με μεγάλες φιλοδοξίες και πολύ ακριβά γούστα, ο οποίος ήταν ικανός να σου πουλήσει οτιδήποτε. Ο Μαρσάλεκ πλασάρεται σαν παιδί-θαύμα και ως τέτοιο τον προσλαμβάνει, στα 20 του μόλις χρόνια, ο Μάρκους Μπράουν για να γίνει το δεξί χέρι του στην Wirecard. Οι δυο τους φαίνεται ότι έχουν κάτι κοινό – πιστεύουν στο μότο «fake it ‘til you make it», με τον Μάρκους Μπράουν να υιοθετεί το μαύρο ζιβάγκο του Στίβεν Τζομπς και τον Μαρσάλεκ να ζει περίπου σαν εκατομμυριούχος.
Η Ρωσίδα ερωμένη
Τον Ιούλιο του 2010 ο Μπράουν στέλνει τον Μαρσάλεκ στη Ρωσία για να αναζητήσει πελάτες για την Wirecard. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, ο νεαρός Αυστριακός θα κάνει πάνω από 60 ταξίδια στην χώρα. Κι αυτό, παρόλο που κανένα από τα επιχειρηματικά σχέδια της Wirecard εκεί δεν στέφθηκε ποτέ με επιτυχία. Φαίνεται, όμως, πως το ενδιαφέρον του δεν αφορούσε μόνο τη δουλειά – σε μία από τις επισκέψεις του, κάποιος του σύστησε μια ψηλή ξανθιά νεαρή γυναίκα από την Τασκένδη, με το όνομα Νατάσα Ζλομπίνα.
Η Ζλομπίνα του συστήθηκε ως στέλεχος διαφημιστικής. Είχε, όμως, κάνει τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα ως ηθοποιός σε b-movies με τίτλους όπως «Red Lips 2 – Blood Lust». Οι ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες εικάζουν σήμερα ότι η συνάντηση των δύο μετέπειτα εραστών δεν ήταν τυχαία και ότι η Ζλομπίνα εργαζόταν ήδη ως κατάσκοπος κι ήταν αυτό που λέμε honeytrap, ώστε να φέρει τον Μαρσάλεκ κοντά στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Την εκδοχή αυτή ενισχύει το γεγονός πως, όταν οι δημοσιογράφοι αναζήτησαν στοιχεία για τη γυναίκα, διαπίστωσαν ότι αυτά αντιστοιχούσαν σε μια άλλη, άσχετη Ρωσίδα. Και ότι το διαβατήριο της Ζλομπίνα ήταν απόρρητο, όπως και όλα τα στοιχεία για τις μετακινήσεις της.
Το νεαρό ζευγάρι έχει από τον πρώτο καιρό ένα λάιφσταϊλ που παραπέμπει σε τζετ-σέτερς: ταξίδια με το ιδιωτικό τζετ του Μαρσάλεκ στη Βαρκελώνη και στη Σαντορίνη, ιστιοπλοΐα στη Μεσόγειο, πάρτι με άφθονη σαμπάνια, δωμάτια ξενοδοχείων στα οποία η διανυκτέρευση κοστίζει πολλές εκατοντάδες ευρώ, ακριβά δώρα. Αλλά κάνουν μαζί κι επιχειρηματικά σχέδια. Ανάμεσα σε άλλα, φτιάχνουν μια φάρμα bitcoin στη Γιακουτία της βορειοανατολικής Ρωσίας, το Atlas Mine, το οποίο αποδείχτηκε πυραμίδα.
Τον Σεπτέμβριο του 2013, μάλλον μετά από παρότρυνση της Ζλομπίνα, οι δυο τους θα ταξιδέψουν στο Γκρόζνι της Τσετσενίας, για να συναντηθούν με συγγενικό πρόσωπο του ηγέτη της χώρας, Ραμζάν Καντίροφ. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, η οικογένεια του Καντίροφ αναζητούσε τρόπο να μεταφέρει από το Χονγκ Κονγκ στην Ευρώπη μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια – και η Wirecard θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Μαρσάλεκ έκανε το αμέσως επόμενο διάστημα άλλες δύο συναντήσεις με ανθρώπους του Καντίροφ, μία στην Ασία και μία στη Βιέννη, όπου ένας από τους συνομιλητές του ήταν ο στρατηγός της FSB Αχμέντ Πακάεφ.
Ο στρατηγός της GRU που στρατολογεί τον Μαρσάλεκ
Η ημέρα που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του Γιαν Μαρσάλεκ είναι η 6η Ιουλίου 2014. Εκείνη την ημέρα η Ζλομπίνα έκλεινε τα 30 της χρόνια. Η Ρωσίδα είχε νοικιάσει για την περίσταση ένα υπό ελληνική σημαία γιοτ, τον «Ποσειδώνα ΙΙΙ», στη Νίκαια της Γαλλίας, για να κάνει εκεί το πάρτι γενεθλίων της. Η κάμερα ασφαλείας της μαρίνας απαθανάτισε την άφιξη του Μαρσάλεκ, μαζί με άλλον έναν άντρα ο οποίος του κουβαλούσε τη βαλίτσα. Το ίδιο βράδυ, η Ζλομπίνα θα γνωρίσει στον Μαρσάλεκ έναν άντρα με το όνομα Στανισλάς Πετλίνσκι –για τους φίλους «Στας»– ο οποίος εκείνη την εποχή έβγαινε με την καλύτερή της φίλη. Ο Στας, θα πει η Ζλομπίνα στον αγαπημένο της, «είναι στρατηγός της GRU» και θα μπορούσε να είναι μια πολύ χρήσιμη επαφή για τις δουλειές τους.
Οι δυο άντρες θα τα πάνε από την πρώτη στιγμή περίφημα. Οι ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες εκτιμούν ότι πολύ σύντομα μετά τη γνωριμία τους, ο Ρώσος στρατολόγησε τον Γιαν Μαρσάλεκ για λογαριασμό των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.
Εκτός από «χειριστής» του Αυστριακού πλέον πράκτορα, ο Στας ήταν άλλωστε πολύ συχνός επισκέπτης στην κατοικία του Μαρσάλεκ, στο κέντρο του Μονάχου. Ο Μαρσάλεκ είχε επιλέξει μια εντυπωσιακή νεομπαρόκ βίλα του 19ου αιώνα, στην Πρίντσρεγκεντενστρασε 61, πολύ κοντά στο Ρωσικό Προξενείο. Εκεί ψυχαγωγούσε ως COO της Wirecard τους υψηλούς καλεσμένους του –μεταξύ των οποίων και κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς– όταν δεν τους έκανε το τραπέζι σε κάποια από τα πολυτελέστερα εστιατόρια της βαυαρικής πρωτεύουσας.
Οι δημοσιογράφοι του Spiegel θα συναντούσαν, τον Φεβρουάριο του 2024, τον Στας Πετλίνσκι στο Ντουμπάι. Ήταν η μέρα που τα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου μετέδιδαν την είδηση του θανάτου του Αλεξέι Ναβάλνι σε μια ρωσική σωφρονιστική αποικία. Ο Πετλίνσκι βρισκόταν σε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων, παρέα με τον Ρώσο ολιγάρχη και πρώην αξιωματικό της KGB Αλεξάντερ Λέμπεντεφ και την σύζυγό του Ελένα Περμινόβα, πρώην μοντέλο και σήμερα ινφλουένσερ στο Instagram. Ο 60χρονος Πετλίνσκι θα πει στους Γερμανούς δημοσιογράφους ότι ο Μαρσάλεκ «έχει ένα τόσο υπέροχο μυαλό», ότι κάνει πάντα μεγάλα σχέδια, ότι είναι φιλόδοξος, αλλά «λίγο αυτιστικός». «Του λείπει η ενσυναίσθηση», παρατηρεί. Και απορρίπτει τα περί κατασκοπείας του Αυστριακού, λέγοντας ότι αυτά είναι θέατρο, αν και παραδέχεται ότι τον είχε συστήσει σε διάφορους ενδιαφέροντες ανθρώπους στην Ρωσία. Όσο για τον ίδιο, επιμένει ότι είναι απλώς «σύμβουλος ασφαλείας» με μεγάλο πελατολόγιο στην Αφρική, προτού σχολιάσει στους Γερμανούς πόσο «ερασιτεχνική» ήταν η δολοφονία του Γεωργιανού Ζελιμκάν Κανγκοσβίλι, τον Αύγουστο του 2019, στο Βερολίνο – δολοφονία που διέπραξε ο πράκτορας της FSB Βαντίμ Κράσικοφ, τον οποίο ο Ρώσος Πρόεδρος επιθυμεί, διακαώς, να φέρει πίσω στη Μόσχα.
Από το Κίεβο έως την Παλμύρα και τη Λιβύη
Όπως ανακάλυψε η μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο, ο Γιαν Μαρσάλεκ βρισκόταν τον Ιανουάριο του 2014 στο Κίεβο. Πήγε εκεί μαζί με την Ζλομπίνα, με το ιδιωτικό του τζετ. Εκεί συναντήθηκαν πάλι με τον Πακάεφ, τον άνθρωπο του Καντίροφ με τον οποίον είχαν πρωτοσυναντηθεί στη Βιέννη. Μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που είναι στη διάθεση των δημοσιογράφων μαρτυρούν ότι στο Κίεβο, ο Πακάεφ σύστησε τον Μαρσάλεκ στον επικεφαλής μιας ομάδας παρακρατικών που ερευνάται από την Ιντερπόλ.
Ένας από τους «ενδιαφέροντες ανθρώπους» τους οποίους ο Πετλίνσκι σύστησε τον Μαρσάλεκ εκείνα τα χρόνια ήταν και ο Ανατόλι Καραζίι, ο οποίος ήταν επίσης αξιωματικός της Spetsnaz, της ομάδας ειδικών δυνάμεων της GRU, με τον οποίον είχαν υπηρετήσει μαζί στην Τσετσενία. Ο Καραζίι, τον οποίον ο Μαρσάλεκ θα αποκαλούσε στη συνέχεια «Βλαντίμιρ, ο μισθοφόρος μου», είχε στο μεταξύ ενταχθεί στη μισθοφορική ομάδα Βάγκνερ. Όπως μαρτυρούν ταξιδιωτικά έγγραφα που έφτασαν στα χέρια των δημοσιογράφων, στις 5 Μαΐου του 2017 ο Καραζίι ταξίδεψε από τη Μόσχα στο Μόναχο για να συναντηθεί εκεί με τον Πετλίνσκι και τον Μαρσάλεκ. Από εκεί πέταξαν για τη Βηρυτό. Στη συνέχεια ταξίδεψαν με αυτοκίνητο στην εμπόλεμη Συρία και συγκεκριμένα στην Παλμύρα, την οποίαν είχαν καταλάβει οι ρωσικές δυνάμεις με τη βοήθεια της ομάδας Βάγκνερ. Οι τρεις τους παρέμειναν στην πόλη μία εβδομάδα.
Ο Πετλίνσκι έφερε επίσης τον Μαρσάλεκ σε επαφή με τον Αντρέι Τσουπρίγκιν, συνταγματάρχη της GRU, καθηγητή Αφρικανικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και σύμβουλο του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών για την Λιβύη. Ο Τσουπρίγκιν προέτρεψε τον Μαρσάλεκ να αγοράσει στη Λιβύη εργοστάσια τσιμέντου, τα οποία θα ήταν απαραίτητα για την ανοικοδόμηση της χώρας. Όπως έχουν γράψει οι Financial Times, ο Μαρσάλεκ επιχείρησε να στήσει μια επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λιβύη, η οποία θα λειτουργούσε ως βιτρίνα για το πραγματικό σχέδιό του: Να χρησιμοποιήσει τα εργοστάσια σαν βάση μιας ομάδας μισθοφόρων. Τα σχέδια του, όμως, δεν απέδωσαν.
Οι σχέσεις με την αυστριακή ακροδεξιά
Μέσω του Μάρκους Μπράουν, ο Γιαν Μαρσάλεκ είχε γνωρίσει και καλλιεργήσει σχέσεις με τον πρόεδρο της Εταιρείας Αυστρο-Ρωσικής Φιλίας, Φλόριαν Στέρμαν. Η οργάνωση έχει στενές σχέσεις με το Κρεμλίνο, που μέσω αυτής προωθεί τη δικτύωση με μέλη της αυστριακής πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ. Ο Στέρμαν ήταν εκείνος που είχε μεσολαβήσει, χρόνια νωρίτερα, για να κάνει η Wirecard επιχειρηματικές επαφές με εταιρείες κινητής τηλεφωνίας στη Ρωσία. Ο Στέρμαν ήταν, όμως, και πολύ κοντά στο ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ), που εκείνη την περίοδο συμμετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού. Ο σημερινός αρχηγός του κόμματος, Χέρμπερτ Κικλ, ήταν τότε υπουργός Εσωτερικών της χώρας.
Μετά την απόδραση του Μαρσάλεκ από την Ευρώπη, επρόκειτο να αποκαλυφθεί ότι στέλεχος της συγκεκριμένης οργάνωσης είχε αποκτήσει –μέσω του Γιαν Μαρσάλεκ– πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα από τις υπηρεσίες ασφαλείας της Αυστρίας, τα οποία είχε στη συνέχεια προωθήσει στο FPÖ. Όπως πλέον είναι γνωστό, ο Μαρσάλεκ είχε στρατολογήσει αξιωματούχους των αυστριακών μυστικών υπηρεσιών. Ένας από αυτούς ήταν ο Μάρτιν Βάις, επικεφαλής επιχειρήσεων στην BVT. Ο Βάις εκμεταλλεύτηκε το ευρύ δίκτυο από πράκτορες σε ολόκληρη την Ευρώπη, στο οποίο είχε πρόσβαση λόγω της θέσης του, για να συγκεντρώνει πληροφορίες γύρω από πρόσωπα που ενδιέφεραν τον Μαρσάλεκ – δηλαδή τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Ήδη από το 2015 επινοούσε ψεύτικες έρευνες, για να βρίσκει στοιχεία για Ρώσους αντιφρονούντες που κατοικούσαν σε πόλεις της Δύσης και δυσάρεστους για το Κρεμλίνο δημοσιογράφους. Στην πορεία, στο κόλπο μπήκε και ο Εγκίστο Οτ.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2018, μια ομάδα της αυστριακής Αστυνομίας έκανε έφοδο στα γραφεία της BVT, με το πρόσχημα ότι υπήρχαν υποψίες για διαφθορά. Ο Γιαν Μαρσάλεκ είχε καταφέρει να πείσει τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του FPÖ Γιόχαν Γκουντένους ότι στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, σε συνεννόηση με τον τότε Καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς, σχεδίαζαν να υπονομεύσουν το κόμμα της ακροδεξιάς. Όπως αναφέρει αναλυτικό ρεπορτάζ του Politico, ο Μαρσάλεκ είχε κάθε λόγο να πλήξει την αξιοπιστία της BVT, καθώς είχε μόλις τεθεί σε διαθεσιμότητα ο Εγκίστο Οτ, μετά από πληροφορία της CIA για ύποπτες ενέργειές του. Τον Νοέμβριο του 2017 ο Μαρσάλεκ θα παραδώσει στον Γκουντένους έναν φάκελο που, όπως του λέει, αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του και περιέχει στοιχεία για διαφθορά. Το Νο2 στο υπουργείο Εσωτερικών, κάτω από τον Κικλ, δίνει τον φάκελο στον εισαγγελέα, ο οποίος δίνει εντολή για έρευνα.
Τελικά δεν θα αποδειχτεί απολύτως τίποτε, αλλά στο μεταξύ οι υποψίες γύρω από το τι πραγματικά συνέβαινε οδήγησαν στην απαξίωση της αυστριακής μυστικής υπηρεσίας. Το FPÖ σχεδίαζε, μάλιστα, την αναδιάρθρωσή της και ο Μαρσάλεκ προσφέρθηκε να δώσει συμβουλές για τα πρόσωπα που θα τη στελέχωναν. Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί, εάν δεν μεσολαβούσε στην πορεία το Ibiza Gate – όταν ο Γιόχαν Γκουντένους και ο τότε αντικαγκελάριος και αρχηγός του FPÖ, Χανς Κρίστιαν Στράχε, καταγράφηκαν σε κρυφό βίντεο να προσφέρουν σε μια γυναίκα που νόμιζαν ότι είναι ανιψιά Ρώσου ολιγάρχη δημόσια έργα σε αντάλλαγμα για υποστήριξή τους από μέσα ενημέρωσης.
Μετά την κατάρρευση της Wirecard ο Μάρτιν Βάις συνελήφθη και πέρασε από ανάκριση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Λίγο καιρό αργότερα, το 2021, θα το έσκαγε για το Ντουμπάι, με βοήθεια που του παρείχε ο Μαρσάλεκ.
Με ψεύτικο διαβατήριο και ιδιωτικό τζετ για Μινσκ
Στις 19 Ιουνίου 2020 ο Γιαν Μαρσάλεκ επιβιβάζεται σε ένα μικρό ιδιωτικό αεροσκάφος, που βρίσκεται σε ένα μικρό αεροδρόμιο νότια της Βιένης. Χρησιμοποιεί ένα διαβατήριο με το όνομα Νταβίντ Ιακομπασβίλι – πρόκειται για έναν Γεωργιανό δισεκατομμυριούχο, ο οποίος είναι κάτοικος του Μονακό και υπήρξε πολύ κοντά στο Κρεμλίνο. Ο Ιακομπασβίλι είπε στους δημοσιογράφους του ρωσικού σάιτ The Insider ότι δεν είχε ιδέα ότι χρησιμοποιήθηκε με τέτοιο σκοπό αντίγραφο του διαβατηρίου του. Ο πιλότος πληρώνεται 8.000 ευρώ για να μεταφέρει τον Μαρσάλεκ στο Μινσκ της Λευκορωσίας. Την επιχείρηση διαφυγής οργανώνει ο Πετλίνσκι, ο οποίος κανονίζει και το αυτοκίνητο που παραλαμβάνει τον φυγά από το Μινσκ για να τον πάει στην Μόσχα.
Η ομάδα των δημοσιογράφων επιβεβαίωσε ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 2020 μία υπάλληλος της μισθοφορικής εταιρείας, την οποίαν είχε λίγα χρόνια νωρίτερα αγοράσει ο Μαρσάλεκ, τον συνόδευσε σε μια υπηρεσία στη Μόσχα για να παραλάβει το καινούργιο του διαβατήριο. Το όνομα της γυναίκας είναι Γεβγκενία Κουροτσκίνα και έχει εργαστεί στο παρελθόν για την FSB. Το καινούργιο του όνομα στο γνήσιο ρωσικό διαβατήριο είναι Κονσταντίν Μπαγιάζοφ. Ο αληθινός Μπαγιάζοφ είναι ένας κληρικός της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας από το Λιπέτσκ, κάπου 500 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα. Σύμφωνα με ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες, ο Μαρσάλεκ έχει ταξιδέψει τουλάχιστον μια φορά στο Ντουμπάι με το διαβατήριο του Ρώσου κληρικού. Έχει χρησιμοποιήσει, όμως, και άλλα ψεύτικα ονόματα, στις επαφές του με διάφορα πρόσωπα στην Ευρώπη.
Το βουλγαρικό δίκτυο του Λονδίνου
Φεβρουάριος 2023: Αστυνομικοί της βρετανικής MI5 συλλαμβάνουν στο Λονδίνο πέντε Βούλγαρους υπηκόους –τρεις άντρες και δυο γυναίκες– ως υπόπτους συνωμοσίας για τη συγκέντρωση πληροφοριών για λογαριασμό ξένης δύναμης. Ανάμεσά τους είναι μία αισθητικός κι ένας αθλητής πολεμικών τεχνών με το παρατσούκλι «ο Καταστροφέας». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δεκάδες πλαστά ευρωπαϊκά διαβατήρια και συστήματα παρακολούθησης.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2024, συλλαμβάνεται στο Λονδίνο και έκτος Βούλγαρος υπήκοος, μέλος του ίδιου δικτύου.
Στα σπίτια των έξι Βουλγάρων οι αστυνομικοί της βρετανικής MI5 βρίσκουν αδιάσειστα στοιχεία επικοινωνίας τους με τον φυγόδικο Αυστριακό, ο οποίος εμφανιζόταν στα μηνύματα στο Telegram με το όνομα Ρούπερτ Τιτς. Μέσα σε διάστημα τριών ετών, από το 2020 έως το 2023, ο «Ρούπερτ Τιτς» είχε ανταλλάξει περίπου 80.000 γραπτά μηνύματα με τον «Καταστροφέα». Οι Βρετανοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι έξι συλληφθέντες παρακολουθούσαν, με εντολή του Μαρσάλεκ, πρόσωπα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, που ήταν στο στόχαστρο του Κρεμλίνου.
Στα μηνύματα μέσω Telegram, που οι έξι Βούλγαροι αντάλλασσαν με τον Μαρσάλεκ, βρέθηκαν και τα στοιχεία που έναν μήνα αργότερα θα οδηγούσαν στη σύλληψη του Εγκίστο Οτ. Βρέθηκαν, επίσης, συνομιλίες που μαρτυρούν ότι το μακρύ χέρι του Μαρσάλεκ και του δικτύου του είχε φτάσει και στο Βερολίνο, από όπου εκλάπη, για λογαριασμό των Ρώσων, ένα λάπτοπ με κρυπτογραφημένο λογισμικό που χρησιμοποιούν μόνο οι μυστικές υπηρεσίες.
Η δράση του βουλγαρικού δικτύου είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο του 2020 –δύο μόλις μήνες μετά την απόδραση του Μαρσάλεκ– και συνεχιζόταν έως τη στιγμή της σύλληψής τους. Πιστεύεται ότι μέσα στα σχέδιά τους ήταν επιθέσεις και απαγωγές προσώπων ενοχλητικών για το Κρεμλίνο. Ανάμεσα στους στόχους φαίνεται ότι ήταν και ο γνωστός Βούλγαρος δημοσιογράφος Κρίστο Γκρόζεφ, ο οποίος –μεταξύ άλλων– είχε αποκαλύψει και τους Ρώσους πράκτορες που βρίσκονταν πίσω από τη δηλητηρίαση του Ναβάλνι με νόβιτσοκ, τον Αύγουστο του 2020. Μετά την επιχείρηση της MI5, ο Γκρόζεφ εγκατέλειψε τη Βιέννη, όπου ήταν το σπίτι του, για τις ΗΠΑ.