Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το άρθρο αυτό σας το προσφέρει ο συνδρομητής Adam Markakis.

Γίνετε συνδρομητής για να μπορείτε να τα μοιραστείτε και εσείς.

Χρόνος ανάγνωσης:
10'
Κατηγορία:
Κείμενο:
[Cottonbro Studio/Pexels]
[Cottonbro Studio/Pexels]

«Πώς θα βάλεις έναν ξένο μέσα στο σπίτι σου;»

Η συγκατοίκηση, ακόμα και μεταξύ αγνώστων, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα, αν και στο εξωτερικό είναι πολύ διαδεδομένη εδώ και δεκαετίες. Γιατί όμως δεν την αποδέχεται εύκολα η κοινωνία μας;
[Cottonbro Studio/Pexels]

Όταν η Ανθή, 27 ετών, τελειώνει το 8ωρό της στη δουλειά, επιστρέφει στο πατρικό της, όπου μένει με τους γονείς της – μια καθόλου περίεργη συνθήκη για παιδιά που μεγαλώσανε στην κρίση και ενηλικιώθηκαν στην εποχή του AirBnB. «Θα ήθελα να μένω μόνη μου, αλλά δεν έχω την οικονομική δυνατότητα», μου λέει, «παίρνω τον βασικό μισθό και με 400-500 ευρώ που είναι τα ενοίκια σήμερα, δεν θα μου έμενε τίποτα στην άκρη αν νοίκιαζα ένα σπίτι μόνη μου. Έχω βολευτεί με το να μένω με τους γονείς μου, γιατί εκτός των άλλων θέλω να έχω παρέα στο σπίτι, δεν θέλω να γυρνάω και να είμαι τελείως μόνη». 

Θα έλεγε κανείς ότι η συγκατοίκηση θα ήταν ιδανική λύση για την περίσταση, όμως φαίνεται ότι δεν είναι τόσο εύκολο να αποφασίσει κανείς να κάνει αυτό το βήμα στη χώρα μας. Είναι ίσως πιο αποδεκτό να γίνει αυτό το βήμα με έναν/μια σύντροφο ή κάποιον φίλο. Για όσους έχουν ζήσει στο εξωτερικό, η συγκατοίκηση μεταξύ αγνώστων είναι σχεδόν μονόδρομος για τους νέους φοιτητές και εργαζόμενους και κάτι αρκετά φυσικό. Γιατί όμως εδώ δυσκολευόμαστε τόσο να αποδεχτούμε ακόμα και σαν ιδέα το μοίρασμα του σπιτιού μας με αγνώστους;

«Οι γονείς μου βλέπουν ως κάτι περίεργο τη συγκατοίκηση»

«Αν είχα σχέση πολλών ετών, θα συγκατοικούσα με τον σύντροφό μου» λέει η Ανθή, «δεν είμαι κατά της συγκατοίκησης σαν ιδέα, αλλά νιώθω ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ εύκολα κάποιον άγνωστο, με όλα αυτά που γίνονται εκεί έξω. Δεν ξέρεις τι θα σου τύχει. Πρέπει να διαλέξεις προσεκτικά τον άλλον, υπάρχει μεγάλη δέσμευση και οι δύο πρέπει να κάνουν υποχωρήσεις, όπως σε μια σχέση. Τι θα κάνεις αν προκύψουν προβλήματα με αυτόν που θα μπλέξεις, ή αν θέλει να φύγει μετά από λίγο;».

Η φοβική εικόνα που έχουμε για τη συγκατοίκηση στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν βασίζεται μόνο στην εύλογη ανασφάλεια που έχει κανείς πριν κάνει μια νέα αρχή ή προτού μπει σε μια άγνωστη και απρόβλεπτη κατάσταση, αλλά μοιάζει να προέρχεται από κάτι πιο βαθύ στην κοινωνία μας – ή ίσως από μια εικόνα που μας μεταφέρουν οι γονείς μας γι' αυτήν. 

Image
Roommates.

Η Ίρις Παπαναστασάτου είναι 20 ετών και φοιτήτρια στα Γιάννενα. Όπως μου εξηγεί, τα ενοίκια στη φοιτητούπολη είναι το ίδιο παράλογα με της Αθήνας· για παράδειγμα μια γκαρσονιέρα 25τμ με παλιά κουφώματα, χωρίς ανακαίνιση και σε απόκεντρο σημείο, μπορεί να κοστίζει 400 ευρώ, στο κέντρο δε ακόμη και 500 ευρώ. Το υψηλό κόστος σε συνδυασμό με την αίσθηση μοναξιάς την οδήγησαν να εξερευνήσει την προοπτική συγκατοίκησης στο δεύτερο έτος. «Ξεκίνησα να ρωτάω γνωστούς και φίλους και πήρα τα πρώτα μου “όχι”. Οι περισσότεροι δεν ήθελαν επειδή είναι η πρώτη φορά που μένουν μόνοι τους, θέλουν να κάνουν ό,τι θέλουν, να γυρνάνε ό,τι ώρα θέλουν και να μην έχουν κάποιο άλλο άτομο στο σπίτι για να ανησυχούν». Λογικό, θα σκεφτεί κανείς, ότι στην φοιτητική τους ζωή κάποιοι θέλουν τον ολοδικό τους χώρο για να ξεφύγουν από την καταπίεση του παιδικού δωματίου.

Συνεχίζοντας την εξιστόρηση όμως, η Ίρις μου εξηγεί ότι από κάποιους άκουσε ότι ενώ οι ίδιοι ήθελαν να συγκατοικήσουν, «οι γονείς τους δεν ήθελαν γιατί το έβλεπαν ως κάτι περίεργο. Ανησυχούσαν ότι το παιδί τους θα μείνει με κάποιον ξένο, σε μια ξένη πόλη και δεν θα ξέρουν ποιος είναι. Κάποιοι γονείς προτιμούν να πληρώσουν παραπάνω χρήματα για το παιδί τους, για να ζει μόνο του και να ξέρουν ότι είναι ασφαλές. Μου φάνηκε πολύ περίεργο γιατί είμαστε πλέον ενήλικες, είμαστε μόνοι μας σε μια πόλη και προφανώς οι γονείς μας υποτίθεται μάς έχουν εμπιστοσύνη». Τελικά εξακολουθεί να μένει μόνη της και σκέφτεται να ξαναπροσπαθήσει να συγκατοικήσει στα τελευταία χρόνια των σπουδών της, όταν θα έχουν ήδη ζήσει οι υπόλοιποι τη φοιτητική ζωή που επιθυμούν.

Η εύρεση συγκατοίκου

«Με όσους Έλληνες έχω συγκατοικήσει ήταν ζόρικα» μου λέει η Μαρία, 30 ετών, τονίζοντας ότι για εκείνην είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει κουλτούρα συγκατοίκησης. «Έχω συγκατοικήσει πάρα πολλές φορές, δουλεύοντας σεζόν, με ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και φύλων. Η δική μου άποψη είναι ότι όταν τα παιδιά φεύγουν από το πατρικό τους αργά, όπως στην Ελλάδα, έχουν μάθει να τους τα κάνει όλα κάποιος άλλος και έτσι δεν παίρνουν πρωτοβουλίες. Στην συγκατοίκηση δεν υπάρχει η μαμά ή ο μπαμπάς που θα μαζέψει τα ρούχα, θα τα απλώσει, θα σκουπίσει κ.λπ. Από τις εμπειρίες μου έβλεπα ότι υπήρχε σοβαρή παραβίαση προσωπικού χώρου και καθαριότητας. Σε μια περίπτωση έτυχα ανθρώπους που μου έτρωγαν το φαγητό που μαγείρευα χωρίς να ρωτήσουν ή μια άλλη φορά η συγκάτοικός μου είχε ένα σκυλί που έτρωγε αντικείμενα στο σπίτι και η λύση της ήταν να βγάλει τα δικά μου προσωπικά αντικείμενα έξω από το σπίτι».

Image
Roomies.

Η Μαρία πέρυσι δούλεψε για ένα χρόνο στην Ιρλανδία και συγκατοίκησε με οκτώ άτομα από διαφορετικές εθνικότητες. «Με έναν μαγικό τρόπο, αυτό κύλισε πάρα πολύ καλά», μου λέει, «δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε ποτέ για όρια και καθαριότητα. Ποτέ δεν κάναμε καμία κουβέντα για το ποιος θα καθαρίσει το μπάνιο, ποιος θα καθαρίσει την κουζίνα… μαγείρευες, έτρωγες έπλενες, όλα ήταν κοινόχρηστα, οπότε έπρεπε να είναι και άμεσα διαθέσιμα για τον επόμενο. Όλα δούλευαν ρολόι» λέει. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να συγκατοικήσει, καθώς δεν μπορούσε να καλύψει ένα ενοίκιο μόνη της. Εδώ και δύο μήνες ψάχνει συγκάτοικο μέσα από τις σχετικές ομάδες που υπάρχουν στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά η εμπειρία της δεν είναι καλή, άλλωστε όπως μου λέει, ακόμα και από τις αγγελίες που κυκλοφορούν δίνεται η εντύπωση ότι οι περισσότεροι δεν ξέρουν πώς να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ή το τι ψάχνουν σε μια συγκατοίκηση. «Ανώνυμες ή κακογραμμένες αγγελίες που δεν δίνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται κάποιος για να καταλάβει αν μπορείτε να ταιριάξετε ή έστω να αφιερώσει χρόνο για να γνωριστείτε, μεσήλικες άνδρες που προσφέρουν δωρεάν διαμονή με αντάλλαγμα κάποια κοπέλα να τους καθαρίζει το σπίτι, άτομα που ψάχνουν για βραχυχρόνια συγκατοίκηση» και πολλά ακόμη, όπως λέει, είναι ο κανόνας.

Ψάχνοντας τον ιδανικό συγκάτοικο

Τη δυσκολία του να βρεις συγκατοίκους εντόπισε και ο Δομίνικος Πρίτης. Για κάποια χρόνια ζούσε μεταξύ Πολωνίας και Ελλάδας και όταν πέρυσι γύρισε για να μείνει μόνιμα στην χώρα μας, είδε ότι με τα υψηλά ενοίκια που υπήρχαν, μια καλή επιλογή –που είχε δοκιμάσει και στην Πολωνία– ήταν η συγκατοίκηση. «Οι αγγελίες ήταν κακά διατυπωμένες και δεν έβαζαν όλη την πληροφορία. Η συγκατοίκηση είναι σαν γάμος και αν καταλάβεις αργά ότι δεν ταιριάζετε, έχεις χάσει χρόνο και χρήμα. Οπότε γιατί να μην έχεις δώσει όλη την πληροφορία από την αρχή; Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έφτιαξα το myroomie.gr», μου λέει. Η εφαρμογή εύρεσης συγκατοίκου που ίδρυσε ο Πρίτης αριθμεί περίπου 1.500 αγγελίες από τότε που βγήκε στον αέρα. Ο ίδιος υπολογίζει ότι έχουν γίνει περίπου 150 συγκατοικήσεις μέσα από την πλατφόρμα. Οι αριθμοί αυτοί, όπως μου λέει, τους έχουν εκπλήξει. «Η Ελλάδα για εμάς είναι μια δοκιμαστική αγορά, αλλά ο πραγματικός μας στόχος είναι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είναι πάρα πολύ εξελιγμένες σε αυτόν τον τομέα και δεν υπάρχει λύση στην αγορά. Για την Ελλάδα, τα νούμερα αυτά είναι κάτι παραπάνω από καλά, με την υπάρχουσα πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι στις μεσογειακές χώρες, λόγω κυρίως των οικογενειακών δυναμικών, είναι πιο δύσκολο να ψάξεις εκτός του κύκλου σου. Όμως αυτό τώρα αρχίζει να ανοίγει. Δεν θα αλλάξει η κουλτούρα που έχουμε σύντομα, αλλά νομίζω ότι οι νεότερες γενιές θα μας πάρουν από το χεράκι και θα μας κάνουν λίγο πιο Ευρωπαίους σε αυτό το κομμάτι».

Γιατί δεν υπάρχει κουλτούρα συγκατοίκησης στην Ελλάδα;

Μπορεί όλα τα παραπάνω να μοιάζουν σαν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά το τελευταίο διάστημα μιλώντας με πολλά άτομα που προσπαθούν να βρουν συγκάτοικο ή ήδη συγκατοικούν στην Ελλάδα, είναι λίγες οι φορές που άκουσα ιστορίες όπου τα πράγματα κυλούν ομαλά. Αδιαμφισβήτητα έχει να κάνει με τον άνθρωπο στον οποίον θα τύχεις, όμως η γενικότερη αίσθηση είναι ότι δεν είμαστε τόσο εξοικειωμένοι όσο στο εξωτερικό. Αυτό δεν σημαίνει πως εκεί όλες οι συγκατοικήσεις είναι επιτυχημένες ή ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά είναι κάτι πιο συνηθισμένο και άρα υπάρχουν περισσότερες επιλογές, για να βρεις κάποιον που σου ταιριάζει.

Εξακολουθώ να θέλω να καταλάβω γιατί υπάρχει αυτή η έλλειψη κουλτούρας και πώς μπορεί να εξηγηθεί ότι δεν την αναπτύξαμε νωρίτερα, παρά τις δεδομένες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες νέοι εργαζόμενοι. Απευθύνομαι στον Παναγή Παναγιωτόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ για να βρω απάντηση. Αν και στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία μελέτη προς το παρόν για το φαινόμενο, καθώς πρόκειται για κάτι πολύ καινούριο, για καλή μου τύχη ο Παναγιωτόπουλος διδάσκει σε μεταπτυχιακό επίπεδο το μάθημα «Ελληνική Πόλη και Κατοικία» μαζί με τον Στάθη Καλύβα και μοιράζεται μαζί μου κάποιες πρώτες εντυπώσεις του για το φαινόμενο, με βάση παλαιότερη γνώση.

Η ιστορία της συγκατοίκησης στην Ελλάδα

Όπως μου εξηγεί ο Παναγιωτόπουλος, στην Ελλάδα πρωτογνωρίσαμε τη συγκατοίκηση τις δεκαετίες του 30’, 40’, 50’ στα εργατικά στρώματα, όταν άνδρες, εργάτες, φτωχοί αλλά και φοιτητές συγκατοικούσαν από ανάγκη, συνήθως ανά δυάδες. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι το 2000 τα εισοδήματα ήταν πλέον τέτοια που δεν υπήρχε λόγος για συγκατοίκηση. Επιπλέον, είχαμε μια πολύ στενή οικογενειακή επιτήρηση των νέων και η συγκατοίκηση δεν ήταν προτιμητέα από τις οικογένειες, που τότε είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν ενοίκιο ώστε να μένουν μόνα τα παιδιά. Η ελληνική οικογένεια του '80, του '90 και του 2000 δεν επέτρεπε στα παιδιά να φεύγουν ανύπαντρα από το πατρικό –εκτός και αν πήγαιναν κάπου για σπουδές– καθώς έφεραν κοινωνικό στίγμα. «Το να φύγεις ανύπαντρος και να πιάσεις δικό σου σπίτι, ειδικά για ένα κορίτσι, σε μια παραδοσιακή περιγραφή, σήμαινε ότι έχεις ελευθεριότητα στα ήθη σου. Κάτι που ίσχυε και για τα αγόρια, αλλά λιγότερο» μου λέει ο Παναγιωτόπουλος.

Η συγκατοίκηση προέκυψε ως αίτημα τα τελευταία 5-6 χρόνια, λόγω της στεγαστικής κρίσης. Παράλληλα, έχουν σπάσει τα ταμπού που προαναφέραμε: «Υπάρχουν γονείς που το αποδέχονται και νέοι που δεν ενδιαφέρονται να μείνουν στο οικογενειακό σπίτι και θέλουν να φύγουν χωρίς να έχουν παντρευτεί. Εδώ έρχεται και συνεργάζεται με όλο το σχήμα και η μεγάλη ηλικία γάμου, που στην Ελλάδα πλέον είναι από τις μεγαλύτερες σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Οπότε, όλο αυτό φτιάχνει ένα καινούριο φαινόμενο. Και ένα καινούριο αίτημα».

«Συμβολικά στην Ελλάδα, το να συγκατοικήσεις σημαίνει να φτιάξεις μια άλλη οικογένεια, να προδώσεις τη δική σου. Και αυτό δεν είναι εύκολα αποδεκτό στην ελληνική οικονομία των συναισθημάτων. Ακόμη και αν δεν θέλεις οικογένεια είτε δεν είναι πρόθεσή σου να φτιάξεις μία, η κοινωνία, εν μέρει, το βλέπει ως οικογένεια» εξηγεί ο Παναγιωτόπουλος. Στην Ελλάδα πάνω από όλα είναι η οικογένεια, ενώ στην Ευρώπη το πιο σημαντικό –από πολύ παλιά– είναι η ενηλικίωση που έρχεται με την αποχώρηση από το πατρικό σπίτι και την είσοδο στις σπουδές και στην αγορά εργασίας. «Παλαιότερα στη χώρα μας το ολικό πέρασμα και η ολική αποκοπή από την καταγωγική οικογένεια γινόταν με τη δημιουργία νέας ζωής, ενώ τώρα υπάρχουν μεταβάσεις και ενδιάμεσα στάδια όπως η μοναχική ζωή, η συγκατοίκηση κ.ά.» λέει ο ίδιος.

Χαρακτηριστικά όμως που βλέπουμε στην ελληνική κοινωνία μπορεί να δημιουργούν επιπλοκές, για παράδειγμα: «Είμαστε μια κοινωνία που έχει χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και υψηλό βαθμό οικειότητας και αυτό φτιάχνει περίεργα μπερδέματα όταν δύο ή τρεις άνθρωποι πρέπει να ζήσουν στον ίδιο χώρο. Είμαστε μια κοινωνία όπου η αίσθηση εμπιστοσύνης είναι χαμηλή. Ακούμε συχνά “δεν θα τον βάλω και σπίτι μου. Δεν θέλω να μάθει τα οικογενειακά μας”. Και από την άλλη έχουμε την οικειότητα με την πολύ ζεστή επικοινωνία και τη γρήγορη εξομολόγηση. Εύκολα θα πούμε κάτι, θα έρθουμε πολύ κοντά και θα περάσουμε πολλές ώρες μαζί, χωρίς να γνωριζόμαστε πολύ με κάποιον. Υπάρχουν διάφορα θέματα, τα οποία δεν έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλά ξέρουμε ότι ίσως είναι λίγο διαφορετικά από ό,τι αλλού», εξηγεί ο Παναγιωτόπουλος.

Οι πρακτικές δυσκολίες

Ένα ακόμα πρόβλημα στη χώρα μας είναι να βρεθεί το κατάλληλο σπίτι για συγκατοίκηση – μια δύσκολη άσκηση.

Όπως σημειώνει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδας, Δημήτρης Μπινιάρης, «οι συγκατοικήσεις γίνονται συνήθως σε επιπλωμένα διαμερίσματα, που όμως δεν είναι πάνω από 1% της αγοράς». Αλλά ακόμα και αν δύο ή παραπάνω συγκάτοικοι αποφασίσουν να μοιραστούν τα έξοδα επίπλωσης και συσκευών για ένα σπίτι, φαίνεται ότι οι ιδιοκτήτες δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την ιδέα. Όπως αναφέρει ο Σταύρος Τερζάκης, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδος, η εμπειρία που έχει από το μεσιτικό του γραφείο είναι ότι υπάρχει πληθώρα ζήτησης συγκατοίκησης κυρίως από φοιτητές, από άτομα κάνουν Erasmus ή και επαγγελματίες ειδικών κατηγοριών (π.χ. αναπληρωτές εκπαιδευτικοί), αλλά δεν υπάρχει καθόλου προσφορά. «Είναι κάτι άγνωστο για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών, που δεν το κάνουν γιατί δεν το έχουν δει να γίνεται δίπλα τους δηλαδή από γνωστούς, στη γειτονιά κ.λπ. Αφενός δεν ξέρουν ότι είναι νόμιμη και εφικτή η μίσθωση διαιρετών χώρων (δηλαδή δωματίων) εντός μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας διαμερίσματος/οικίας σε διαφορετικούς μισθωτές και αφετέρου δεν γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν το θέμα των κοινόχρηστων εξόδων του ακινήτου αλλά και της ευθύνης του κάθε μισθωτή έναντι των υπολοίπων και έναντι της ιδιοκτησίας (π.χ σε περιπτώσεις φθορών, έξωσης κ.λπ.). Τα συνήθη έτοιμα μισθωτήρια κατοικίας που κυκλοφορούν δεν είναι καταλλήλως προσαρμοσμένα αλλά ούτε και οι δικηγόροι είναι οικείοι με αυτού του τύπου τις (συν)-μισθώσεις».

Το νομικό πλαίσιο 

Η συνήθης οδός είναι να υπάρχει ένα μισθωτήριο και απλώς να αναγράφονται περισσότερα του ενός ονόματα συμμισθωτών σε αυτό – όντας συνοφειλέτες, εγγυάται ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για ό,τι συμβεί. Οπότε η οφειλή μισθωμάτων αντιμετωπίζεται ενιαία και όχι ατομικά, εκτός και αν έχει υπάρξει διαφορετική συμφωνία. Αν κάποιος έχει ενοικιάσει για αρχή μόνος του ένα διαμέρισμα και θέλει να φέρει κάποιον συγκάτοικο, με μια απλή τροποποίηση του συμβολαίου μπορεί να το κάνει. Αν υπάρχουν μισθώματα σε καθυστέρηση, ο εκμισθωτής δικαιούται να τους αποβάλλει, άσχετα του ποιος φταίει. Σε κάθε περίπτωση ενδείκνυται οι συγκάτοικοι να υπογράφουν ιδιωτικά συμφωνητικά με τον ιδιοκτήτη, για να αναφέρονται οι λεπτομέρειες της συγκατοίκησης (π.χ. τι συμβαίνει με τις φθορές, τη μη καταβολή ενοικίου κ.λπ.) και να μπορούν να είναι όλοι καλυμμένοι για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους.

Όπως εξηγεί ο Τερζάκης, δεν χρειάζεται κάποιο ειδικό νομικό πλαίσιο για τις συγκατοικήσεις, γιατί το επιτρέπουν οι διατάξεις περί μίσθωσης του Αστικού Κώδικα (άρθρα 574 έως 618), δηλαδή «είναι επιτρεπτή η μίσθωση διαιρετού –κατά χρήση– χώρου, οπότε το μισθωτήριο διαιρετού χώρου (π.χ. ενός δωματίου) εντός της ιδιοκτησίας είναι απολύτως έγκυρο και δεν είναι απαραίτητο η μίσθωση να εκτείνεται στο σύνολο της επιφάνειας της ιδιοκτησίας. Επίσης είναι και εφικτή η υποβολή δήλωσης στοιχείων μίσθωσης ακινήτου περιουσίας (στην πλατφόρμα taxisnet), με επισημείωση ότι το ακίνητο έχει “μερική μίσθωση”». Αν είναι ξεχωριστά τα συμφωνητικά με τους ενοικιαστές, γίνονται ξεχωριστά οι καταγγελίες για μια πιθανή έξωση, έτσι και από την πλευρά του ιδιοκτήτη είναι καλυμμένες οι ενέργειές του. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν και υπηρεσίες ασφάλισης για τη νομική προστασία του ιδιοκτήτη που καλύπτουν –μεταξύ άλλων– τις μισθωτικές διαφορές, για κάθε ενδεχόμενο.

«Είναι μια τομή αυτό που συντελείται αυτή τη στιγμή», μου λέει ο Παναγιωτόπουλος κλείνοντας την κουβέντα μας, «είναι μία αλλαγή, ένας εκσυγχρονισμός των κοινωνικών σχέσεων, το ότι οι άνθρωποι αποδέχονται να συζήσουν με κάποιον που δεν είναι συγγενής τους ή δεν είναι μελλοντικός/δυνητικός συγγενής τους. Οι άνθρωποι μπαίνουν σε μια σχέση μεγαλύτερης υπευθυνότητας και μεγαλύτερης αυτονομίας. Δεν είναι δουλειά μου να πω αν είναι καλό ή κακό, αλλά μάλλον θετικό το θεωρώ. Πάντως, σίγουρα είναι πιο σύγχρονο».

Profile picture for user tsaliki
Είναι απόφοιτη του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ όπου εισήχθη με την ελπίδα να μάθει τι εστί δημοσιογραφία. Τελικά, το μεγαλύτερο σχολείο για εκείνη είναι το inside story από όπου ξεκίνησε με πρακτική. Έχει δουλέψει και στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές».

Newsletter
Σάββατο 11.05.2024