![Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον Μόσχας Κύριλλο και τον τότε Ρώσο πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, στο Κρεμλίνο το 2010. [Dmitry Ashtakov/RIA NOVOSTI/AFP]](https://insidestory.gr/sites/default/files/styles/article-main/public/field/image/cekirillbartholomewmedvedev000_dv719560.jpg?itok=l_WinlgZ)
Η ελληνική κοινή γνώμη αντελήφθη την ένταση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τη Μόσχα το καλοκαίρι του 2016, όταν η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σαμποτάρισε την Ιερά Σύνοδο των Ορθόδοξων Εκκλησιών στην Κρήτη. Οι δολιοφθορές της Μόσχας κατά του Οικουμενικού Θρόνου, ωστόσο, είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Με δυο λόγια
Ο ανταγωνισμός Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως για τα πρωτεία στον ορθόδοξο κόσμο είναι πολύ παλιά ιστορία. Ανάγεται στις προσπάθειες των Παλαιολόγων για την Ένωση των δύο εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής (Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης). Η Μόσχα διέκοψε σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη το 1448, διαμαρτυρόμενη για την Ένωση που αποφασίστηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας το 1439 (αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ λόγω αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη)· η ρωσική εκκλησία μονομερώς συντάχθηκε σε Πατριαρχείο. Παράλληλα, η Ρωσία έγινε η μακράν πολυπληθέστερη χώρα του ορθόδοξου κόσμου. Μετά την Άλωση, απέμεινε η μόνη ελεύθερη ορθόδοξη χώρα και ο Τσάρος ο μόνος ορθόδοξος μονάρχης.
Με την Κωνσταντινούπολη υπό τουρκο-μουσουλμανική κυριαρχία, η Μόσχα αυτοανακηρύχθηκε «Τρίτη Ρώμη» και ο Τσάρος προστάτης και ευεργέτης της παγκόσμιας Ορθοδοξίας. Ο Οικουμενικός Θρόνος αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της ρωσικής εκκλησίας το 1589. Εκείνη παρέμεινε, επί τέσσερις αιώνες, η μόνη εκκλησία του ορθόδοξου κόσμου εκτός τουρκικής κυριαρχίας. Προσπάθησε συχνά να υποσκελίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υφαρπάσσοντας την κατά τόπους δικαιοδοσία του.
Πέραν της πληθυσμιακής υπεροχής του ποιμνίου της και της συμβίωσής της με έναν ορθόδοξο Αυτοκράτορα, η ρωσική εκκλησία ανέκαθεν πρόβαλλε και την ιδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως «αιχμαλώτου» της Πύλης. Η κατάσταση, ωστόσο, δεν ήταν τόσο «απλή». Στο οθωμανικό σύστημα των millet («εθνών» – θρησκευτικών ομολογιών), το Πατριαρχείο απήλαυνε ευρείας αυτονομίας και διέθετε σημαντικές κοσμικές εξουσίες επί των ορθόδοξων υπηκόων της Πύλης. Παράλληλα, το Πατριαρχείο υπήρξε ο κύριος συνεργάτης της Πύλης στην προσπάθεια ελέγχου των ορθόδοξων υπηκόων της. Η εντός του οθωμανικού κράτους ορθοδοξία, όμως, υπήρξε πολύ λιγότερο ιεραρχική από την ρωσική: ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να συμβιώνει με τα «πρεσβυγενή» πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Η ρωσική εκκλησία, πάλι, υπήρξε ανέκαθεν απολύτως ελεγχόμενη από τον θρόνο και ταυτισμένη με το κράτος, που την χρησιμοποιούσε ώστε να ελέγχει καλύτερα τους υπηκόους του. Ανέπτυξε αυστηρή ιεραρχία, ενώ προσαρμόσθηκε στην ρωσική απολυταρχία: δίδασκε την υποτέλεια στον Τσάρο, την αποδοχή του κοινωνικού status quo και τον εθνικισμό. Ο Μέγας Πέτρος, που αποστρεφόταν την ιδέα ένας Πατριάρχης με μεγάλη επιρροή στην ρωσική κοινωνία να ανταγωνίζεται την απολυταρχία του Τσάρου, κατήργησε το Πατριαρχείο της Μόσχας το 1720. Ως το 1917, την ρωσική εκκλησία διοικούσε Ιερά Σύνοδος και όχι Πατριάρχης.
Καίτοι «ακέφαλη», η ρωσική εκκλησία (ορθότερα, το κράτος μέσω αυτής) προσπάθησε να υφαρπάξει περιοχές από την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Από το 1840 ξεκίνησε πραγματικό πόλεμο για τον έλεγχο του Αγίου Όρους και των ορθόδοξων προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους. Η τσαρική Αυτοκρατορία αναβίωσε την παράδοση του προσκυνήματος προς τα δύο αυτά κέντρα της Ορθοδοξίας. Για την στέγαση των χιλιάδων Ρώσων προσκυνητών που περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη, η ρωσική μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους ίδρυσε μετόχια στον Γαλατά, που επιβιώνουν ακόμη σήμερα. Η ρωσική εκκλησία της Μαγδαληνής, στο Όρος των Ελαιών της Ιερουσαλήμ, αποτελεί το εντυπωσιακότερο κατάλοιπο αυτής της προσπάθειας ρωσικής διείσδυσης, που βρήκε άδοξο τέλος με την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Σοβαρότατο πλήγμα, ωστόσο, υπέστη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, έχοντας απολέσει με την Ανταλλαγή το μεγαλύτερο μέρος του ποιμνίου (και άρα της άμεσης δικαιοδοσίας) του και ευρισκόμενο αντιμέτωπο με σοβαρές δυσκολίες από το νέο τουρκικό κράτος. Επικεντρώθηκε στην κατοχύρωση των πρωτείων του στην ορθόδοξη διασπορά της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και στις προσπάθειες για την σύγκληση Ιεράς Συνόδου όλων των ορθόδοξων εκκλησιών.
Μια τέτοια προσπάθησε να συγκαλέσει και η Μόσχα επί Στάλιν, το 1948. Πρωταρχικός στόχος της συνόδου ήταν να προβληθεί το Πατριαρχείο Μόσχας ως ο διεθνής εκπρόσωπος ολόκληρου του ορθόδοξου κόσμου –η αντιποίηση δηλαδή των οικουμενικών πρωτείων. Στις διαβουλεύσεις, ωστόσο, συμμετείχαν μονάχα οι εκκλησίες της υπό σοβιετική κατοχή ανατολικής Ευρώπης.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ξεκίνησε ένας πόλεμος για τον έλεγχο επί των εκκλησιών των μη-ρωσικών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Όπως καθίσταται φανερό από τις επί μέρους περιπτώσεις όπου Μόσχα και Κωνσταντινούπολη βρίσκονται σε αντιπαράθεση δικαιοδοσίας, το πρόβλημα έχει αμιγώς πολιτικές, και όχι θεολογικές ρίζες. Δια του Πατριαρχείου Μόσχας, το ρωσικό (τσαρικό, σοβιετικό και σύγχρονο) κράτος επεδίωκε και εξακολουθεί να επιδιώκει να ασκεί έλεγχο στους oρθόδοξους των πρώην σοβιετικών κοινωνιών, με απώτατο στόχο τον πολιτιστικό τους εκρωσισμό.
Ενδεικτική της πολιτικής φύσης του προβλήματος είναι η ιστορική μεταχείριση της εκκλησίας στην Γεωργία και την υπό ρωσική διοίκηση Μολδαβία. Δέκα χρόνια μετά την κατάληψη (1801) της Γεωργίας, οι ρωσικές αυτοκρατορικές αρχές κατήργησαν το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας, που ανάγεται στον 9ο αι. –αν όχι νωρίτερα. Το Πατριαρχείο της Γεωργίας αντικαταστάθηκε από την «Εξαρχία της Γεωργίας», υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, με Ρώσο Έξαρχο και λειτουργία στην σλαβονική. Αντίστοιχα, μετά την κατάληψη της Βεσσαραβίας, του ανατολικού τμήματος της Μολδαβίας, το 1812, οι ρωσικές αρχές υπέβαλαν την Μητρόπολη του Κισινάου στο Πατριαρχείο Μόσχας και επέβαλαν την σλαβονική λειτουργία.
Η ρωσική εκκλησία επεξέτεινε την δικαιοδοσία της παράλληλα με την επέκταση του κράτους. Η διάλυση της ΕΣΣΔ, όμως, αναζωπύρωσε τις εθνικές επιδιώξεις των μη ρωσικών λαών της. Παρά τις διεθνιστικές μεγαλοστομίες του σοβιετικού συστήματος, ο ρωσικός εθνικισμός ουδέποτε τιθασεύθηκε και οι πολιτικές εκρωσισμού (επιβολή της ρωσικής στην εκπαίδευση, εποικισμοί Ρώσων κ.λπ.) συνεχίσθηκαν και επί ΕΣΣΔ. Μετά την ανεξαρτησία, πολλές κοινωνίες θέλησαν να διακόψουν τους δεσμούς των εκκλησιών τους με την Μόσχα, δημιουργώντας εθνικές εκκλησίες υπαγόμενες απευθείας στον οικουμενικό θρόνο. Ενίοτε η αλλαγή δεν ήταν παρά επαναφορά πρότερου καθεστώτος. Σε πολλές χώρες η εκκλησία διασπάστηκε σε πατριαρχεία (ή αρχιεπισκοπές) υπαγόμενες στο Πατριαρχείο Μόσχας και πατριαρχεία (ή επισκοπές) υπαγόμενα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας, με ρίζες στον 11ο αιώνα, είχε αυτοανακηρυχθεί αυτόνομη το 1917, μετά την ανεξαρτησία της, ταυτόχρονα με την φινλανδική. Αμφότερες αντικατέστησαν την σλαβονική με την εθνική τους γλώσσα. Διέκοψαν σχέσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας και το 1923 υπήχθησαν απευθείας στο Οικουμενικό. Η δημιουργία εθνικών εκκλησιών έκανε την Ορθοδοξία πολύ πιο αποδεκτή –έπαψε να φαντάζει ως πνευματική προέκταση του ρωσισμού και απέσπασε μάλιστα πιστούς από την προτεσταντική πλειονότητα. Οι πιστοί της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ανέρχονταν το 1940 σε περίπου 200.000, το 80% των οποίων ήταν Εσθονοί. Η εκκλησία είχε αποκτήσει εσθονική ταυτότητα.
Το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ του 1939, με το οποίο Σοβιετικοί και Ναζί διαμοίρασαν την ανατολική Ευρώπη, άφηνε την Εσθονία στους πρώτους. Το κομμουνιστικό καθεστώς κατήργησε το αυτόνομο της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπάγοντάς την στην Μόσχα. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραιτήθηκαν περισσότεροι από τους μισούς κληρικούς της και πολλοί ορθόδοξοι Εσθονοί ασπάσθηκαν τον λουθηρανισμό. Η ορθοδοξία ταυτίσθηκε με την συνεχώς αυξανόμενη, λόγω εποικισμών, ρωσική μειονότητα. Μετά την ανεξαρτησία, το 1991, επανιδρύθηκε η εθνική εκκλησία, που το 1996 ανανγωρίσθηκε ως αυτόνομη από το Φανάρι. Η αναγνώριση είχε ως αποτέλεσμα ο (γεννηθείς στην Εσθονία) τότε Πατριάρχης πασών των Ρωσιών Αλέξιος Β΄ να διακόψει σχέσεις, για κάποιο διάστημα, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Ορθοδοξία της Εσθονίας διαιρέθηκε σε εθνικές γραμμές. Τα μέλη της ρωσικής μειονότητας παραμένουν στην «Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Πατριαχείο Μόσχας», που αριθμεί περίπου 170.000 πιστούς και λειτουργεί στην σλαβονική. Οι Εσθονοί ορθόδοξοι προσχώρησαν στην Εσθονική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, που λειτουργεί στην εσθονική και αριθμεί περίπου 25.000 πιστούς. Η επανασύσταση εθνικής εκκλησίας είχε αποτέλεσμα κάποιες χιλιάδες Εσθονοί να ασπασθούν την ορθοδοξία. Η εκκλησία προάγει έναν «βυζαντινισμό», την επιστροφή σε αρχαίες ρίζες, «παρακάμπτοντας» την δια της Ρωσίας άφιξη της ορθοδοξίας στην χώρα.
Πολύ πιο περίπλοκη και πικρή υπήρξε η διαίρεση της εκκλησίας στην Δημοκρατία της Μολδαβίας. Η ρωσική κατοχή του 1812 οδήγησε στην υποβολή της Μητρόπολης Κισινάου στην Μόσχα, την καθιέρωση της σλαβονικής λειτουργίας και την επιβολή Ρώσων αρχιερέων. Το 1918 η βουλή της Βεσσαραβίας ψήφισε την ένωση με την Ρουμανία. Η τοπική εκκλησία οργανώθηκε ως Μητρόπολη Βεσσαραβίας, υπό πατριαρχείο που συστήθηκε στο Βουκουρέστι το 1925. Η σοβιετική κατοχή της Μολδαβίας (1940-1941 και 1944-1991) άλλαξε ξανά το εκκλησιαστικό καθεστώς, υπάγοντας την εκκλησία στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Έναν χρόνο μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1991, ανασυστάθηκε η Μητρόπολη Βεσσαραβίας, υπό το Πατριαρχείο Ρουμανίας. Το κράτος, λόγω της πίεσης της Μόσχας και των προβλημάτων με τους αυτονομιστές της Τρανσνίστριας, αρνήθηκε να την αναγνωρίσει. Το έκανε μόνο ύστερα από καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στην μητρόπολη Βεσσαραβίας έχει προσχωρήσει το 15-20% των πιστών. Η πλειοψηφία παραμένει υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, η τοπική εκκλησία του οποίου λειτουργεί στην σλαβονική, ενώ κατηγορείται για φιλορωσική και έντονα αντιευρωπαϊκή πολιτική. Οι σχέσεις των δύο εκκλησιών είναι τεταμένες.
Το κατεξοχήν πεδίο σύγκρουσης Μόσχας και Φαναρίου, ωστόσο, είναι η Ουκρανία. Μαίνεται η μάχη όσων επιθυμούν την υπαγωγή της ουκρανικής ορθοδοξίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όσων επιθυμούν την συνέχιση της υπαγωγής της στην Μόσχα. Η Ουκρανία παρουσιάζει την πιο περίπλοκη εκκλησιαστική εικόνα σε όλον τον ορθόδοξο κόσμο, με μία εκκλησία τριχοτομημένη σε σφαίρες επιρροής.
Κυρίαρχη στο πολιτικό πεδίο παραμένει η ορθόδοξη εκκλησία υπό το Πατριαρχείο Μόσχας: είναι η μόνη αναγνωρισμένη από τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες και εκείνη που κατέχει την μεγαλύτερη περιουσία. Η Ουκρανία αποτελεί την καρδιά του άλλοτε «Κράτους των Ρως», που είχε πρωτεύουσα το Κίεβο, όπου πραγματοποιήθηκε η βάπτιση των Ρως το 988. Έτσι, η ρωσική εκκλησία την θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της ρωσικής Ορθοδοξίας.
Το 1992 δημιουργήθηκε αυτοκέφαλη ουκρανική εκκλησία και πατριαρχείο στο Κίεβο, ώστε να αποδεσμευθεί από την επιρροή της Μόσχας. Αυτό δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί από τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες, παρότι η ουκρανική κυβέρνηση έχει θέσει ως εθνικό στόχο την συγκρότηση ενιαίας, αυτοκέφαλης ουκρανικής εκκλησίας. Ο Οικουμενικός Θρόνος εξετάζει την αναγνώριση του αυτοκέφαλου της ουκρανικής εκκλησίας, παρά τις συνεχείς απειλές της Μόσχας για «αντίποινα». Σημειωτέον ότι μετά την ρωσική εισβολή στην Κριμαία (2014) και τον πόλεμο της Ουκρανίας με τους αυτονομιστές στις ανατολικές επαρχίες της, η δραματική χειροτέρευση στις σχέσεις των δύο χωρών αντανακλάται και στο εκκλησιαστικό πεδίο. Ο Πατριάρχης πασών των Ρωσιών Κύριλλος διακήρυξε πως ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι «ιερός πόλεμος» κατά των Σχισματικών –αναφερόμενος στους πιστούς του Πατριαρχείου του Κιέβου.
Την εικόνα περιπλέκει ακόμη περισσότερο η ύπαρξη «Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας», που διατείνεται πως μόνη αυτή εκφράζει την «εθνική οδό» της ορθοδοξίας. Πρόσφατοι υπολογισμοί δείχνουν την δημογραφία των πιστών ως εξής: 17,5% ανήκει στο Πατριαρχείο Κιέβου, 10,5% στο Πατριαρχείο Μόσχας και 1,2% στην «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία». Η πλειονότητα είτε δηλώνουν απλώς «Χριστιανοί Ορθόδοξοι» χωρίς άλλο προσδιορισμό είτε δεν θεωρούν την θρησκεία σημαντική στην ταυτότητά τους.
Η Ρωσία επέδειξε πολύ προσεκτικότερη στάση στην περιοχή του Καυκάσου. Η εκκλησία της Γεωργίας επέστρεψε στο ιστορικό, αυτοκέφαλο καθεστώς της το 1990, έναν χρόνο πριν την ανεξαρτησία της και την διάλυση της ΕΣΣΔ, γεγονός που αμέσως αναγνώρισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρότι η Ρωσία ενθάρρυνε και ενίσχυσε στρατιωτικά τα αυτονομιστικά κινήματα στην Αμπχαζία και την Νότια Οσετία, δεν επεδίωξε την ενσωμάτωση των εκεί εκκλησιών στην ρωσική. Αν και η Ρωσία εξακολουθεί να τις θεωρεί ως υπαγόμενες στο Πατριαρχείο της Γεωργίας, οι εκκλησίες της Αμπχαζίας και Νότιας Οσετίας έχουν διακόψει, στην πράξη, κάθε δεσμό με αυτό...
Ο ανταγωνισμός για την δικαιοδοσία είναι, παρότι ο κύριος, ένας μονάχα από τους λόγους της διάστασης ανάμεσα στο Οικουμενικό και το Πατριαρχείο Μόσχας. Υφίστανται μεταξύ τους αβυσσαλέες διαφορές νοοτροπίας. Καταρχάς, η ρωσική εκκλησία ανέκαθεν χρησιμοποιείται από το κράτος ως όργανο για την επίτευξη γεωστρατηγικών στόχων.
Ο Νικολάι Μιτρόχιν, ερευνητής στο Κέντρο Ανατολικοευρωπαϊκών Μελετών του Πανεπιστημίου της Βρέμης και ειδήμων στα θέματα της ρωσικής εκκλησίας, τονίζει πως η εκκλησία ελέγχεται πλήρως από το κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες. «Έτσι, απηχεί την ψυχολογία του ίδιου του κράτους», εξηγεί στο inside story. Η ψυχολογία αυτή είναι εκείνη «του συνδρόμου πολιορκίας. Εδώ και δεκαετίες η ρωσική ελίτ εμφορείται από μία ιδεολογία εθνικισμού και απομονωτισμού, που υπενθυμίζει τον μακαρθισμό στις ΗΠΑ: κυριαρχεί η αίσθηση της έξωθεν απειλής», σημειώνει.
Για τον Μιτρόχιν, στόχος της ρωσικής εκκλησίας είναι να αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρου του ορθόδοξου κόσμου. Ως παράδειγμα της πολιτικής της αναφέρει το γεγονός ότι η Μόσχα χρηματοδοτεί τα πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ κάθε χρόνο. Παράλληλα, προσπαθεί να αυξήσει τον αριθμό των Ρώσων μοναχών στον Άθω, διοχετεύοντας σημαντικά ποσά στην όλη επιχείρηση. «Φυσικά, κέντρο επιχειρήσεων στο Όρος είναι η ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, όπου έχουν επενδυθεί τεράστια ποσά τα τελευταία χρόνια» λέει ο Μιτρόχιν. Τα σχέδια της Ρωσίας καθιστά δύσκολα η παρουσία πολλών Ουκρανών μοναχών στην μονή, αλλά και οι παρεμβάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, σημειώνει.
«Στην Αγία Πετρούπολη έχει ιδρυθεί Σύλλογος Φίλων του Άθωνος. Μέλη του είναι όλοι οι φίλοι του Πούτιν από την πρώην KGB, σήμερα ολιγάρχες ή ανώτεροι γραφειοκράτες. Η επίσκεψη στον Άθω αποτελεί ζήτημα κύρους για κάθε επιφανή Ρώσο. Ο ίδιος ο Πούτιν έχει επισκεφθεί το Όρος από κοινού με τον Πατριάρχη Κύριλλο και η σημειολογία της επίσκεψης ήταν χαρακτηριστική», σημειώνει. Κατά τον Μιτρόχιν, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες επιδιώκουν με γενναιόδωρες επιδοτήσεις να στρέψουν μονές όπως το Βατοπέδι, που έχουν «προβληματική» σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή το ελληνικό κράτος, στην αγκαλιά της Μόσχας.
Αν την σοβιετική περίοδο η ρωσική εκκλησία ελεγχόταν από την ΚGB, την μετα-σοβιετική περιήλθε στον έλεγχο ομάδων ακραίων, που προωθούν έναν βάναυσο εθνικισμό αλλά και τις πιο φανατικά αντιδραστικές ιδέες. Έτσι, απορρίπτει με φανατισμό κάθε ιδέα οικουμενισμού, προσέγγισης δηλαδή με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Θεωρεί τον καθολικισμό αίρεση και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου «αιρετική». Στα κοινωνικά ζητήματα, οι απόψεις της είναι τουλάχιστον μεσαιωνικές. Ο Πατριάρχης Κύριλλος έχει δηλώσει πως ο φεμινισμός κινδυνεύει να καταστρέψει την ρωσική κοινωνία, ενώ παρομοίωσε την αναγνώριση του γάμου ομοφυλοφίλων με τους νόμους των φασιστών και του Απάρτχαϊντ.
Λίγα χρόνια πριν, o διαβόητος (τότε) γραμματέας του Πατριαρχείου Μόσχας Βσέβολοντ Τσιάπλιν δήλωσε πως οι ορθόδοξοι δεν πρέπει να προσεύχονται μαζί με μέλη άλλων χριστιανικών εκκλησιών. Διατράνωνε με κάθε ευκαιρία την πεποίθησή του πως η πίστη δεν είναι κάτι προσωπικό και πως η εκκλησία πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της δημόσιας ζωής. Η φιλελεύθερη δημοκρατία με την «ασυδοσία» που καλλιεργεί η έμφαση στις ατομικές ελευθερίες και την πολυφωνία είναι ξένη προς την ρωσική παράδοση και τον σκοπό της Ορθοδοξίας, έλεγε ο Τσιάπλιν. Δήλωσε πως έτσι όπως ντύνονται οι νεαρές Ρωσίδες, δεν πρέπει να το θεωρούν παράδοξο αν βιασθούν, και κάλεσε για έναν εθνικό κώδικα ενδυμασίας. Χαρακτήρισε όσους φεύγουν στην δύση «προδότες» και δήλωσε πως οι προδότες πρέπει να εκτελούνται.Προτού απολυθεί, ο Τσιάπλιν είχε φθάσει στο σημείο να εκφράσει την στήριξή του στην κλειτοριδεκτομή, στηρίζοντας την δήλωση ενός ιμάμη από το Νταγκεστάν του Καυκάσου πως αποτελεί «υγιές έθιμο» που περιορίζει την γυναικεία σεξουαλικότητα. «Ο σκοπός της γυναίκας είναι η τεκνοποιΐα και η ανατροφή των παιδιών, και δεν πρέπει να εργάζεται εκτός σπιτιού», είπε. Ο Τσιάπλιν συμφώνησε απολύτως, αποκαλώντας μάλιστα τις φεμινίστριες «σκυλιά που γαυγίζουν» και τον φεμινισμό «το ψέμα του 20ου αιώνα».
Κάποιοι ιεράρχες στην Ελλάδα έχουν, τα τελευταία χρόνια, προκαλέσει αγανάκτηση και δυσαρέσκεια με την δημόσια έκφραση ακραίων και αξιόποινων θέσεων. Η διαφορά ανάμεσα στις εκκλησίες του ελληνόφωνου και του ρωσόφωνου κόσμου, σημειώνουν πολλοί, είναι πως στον πρώτο τέτοιες αντιλήψεις δεν αποτελούν τον κανόνα και δεν απηχούν την επίσημη θέση της εκκλησίας, όπως στον δεύτερο.
«Η Ρωσία βρίσκεται πολύ περισσότερο στην περιφέρεια της Ευρώπης από ό,τι η Ελλάδα. Αν και ο πληθυσμός της είναι έντονα αστικοποιημένος, είναι μια κοινωνία πολύ πιο συντηρητική από την ελληνική, και αυτό αντανακλάται και στην εκκλησία της» εξηγεί ο Μιτρόχιν. Θεωρεί πως η βία που χαρακτηρίζει τα λόγια του Τσιάπλιν δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα στην ρωσική εκκλησία. «Δεν είναι τυχαίο που η εκκλησία υπερασπίσθηκε το “δικαίωμα” του συζύγου να “σωφρονίζει” την σύζυγο ή/και τα παιδιά με χαστούκια. Σε επίπεδο βάσης, η ρωσική εκκλησία είναι γεμάτη από ιερείς-προβοκάτορες. Πολλοί κηρύσσουν τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, ενώ δεν λείπουν και οι ιερείς που φορούν στολές παραλλαγής ολημερίς, βγάζοντάς τις μόνο κατά την διάρκεια της λειτουργίας!».
Ο Μιτρόχιν θεωρεί πως η πλειονότητα του κατώτερου κλήρου και των επισκόπων έχουν ακραίες απόψεις και δεν αποκλείουν την βία ως μέσο επίτευξης των εθνικών στόχων. «Εξού και στηρίζουν τις παραστρατιωτικές-εθνικιστικές οργανώσεις που στρατολογούν μαχητές για την Ουκρανία ή εκπαιδεύουν πολίτες στα όπλα ενόψει ενός απειλούμενου, δήθεν, νέου παγκοσμίου πολέμου». Όσο για την πλειονότητα των πιστών, εκείνοι, κατά τον Μιτρόχιν, βλέπουν την Ορθοδοξία ως την «εθνική θρησκεία» που τους προστατεύει από την αφομοίωση στην «άθεη Δύση». «Περιορίζονται στην συμμετοχή στα τελετουργικά της εκκλησίας και στην ανάγνωση βίων Αγίων και άλλα εύκολα αναγνώσματα. Θεωρούν ως πνευματικούς ταγούς τους μοναχούς, που έχουν μεγάλη επιρροή στην ρωσική εκκλησία και ιδέες εντελώς αντιδραστικές».
Κατά τον Μιτρόχιν, η ρωσική εκκλησία έχει χάσει την μάχη για την ψυχή της νεολαίας. «Οι μορφωμένοι νέοι στις πόλεις αδιαφορούν για την εκκλησία, αν δεν την μισούν. Εμφανίζεται σκληρή, υπερεθνικιστική, αντιδραστική. Η αντίδραση της ιεραρχίας στο επεισόδιο της “ακτιβιστικής παρέμβασης” του συγκροτήματος Pussy Riot, που στόχο είχε να καταδικάσει την συμπόρευση της εκκλησίας με την κρατική πολιτική, ήταν –νομίζω– αποκαλυπτική των αντιλήψεων που επικρατούν στην ρωσική εκκλησία σήμερα».
Στον αντίποδα όλων αυτών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σαφώς προσανατολισμένο προς την πολιτική κουλτούρα της Δύσης. Ο Βαρθολομαίος στις δηλώσεις του αναφέρεται συχνά στις ατομικές ελευθερίες και την σημασία του διαλόγου, στην ανάγκη για συμφιλίωση και συγχώρεση. Διατηρεί στενές και αγαστές σχέσεις με το Βατικανό, άλλες χριστιανικές ομολογίες και ηγέτες άλλων θρησκευμάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι προσηλωμένο στον οικουμενισμό, αλλά και στις πρωτοβουλίες για τον διαθρησκευτικό διάλογο. Αυτό δεν είναι τυχαίο: υπαγορεύεται από την θέση του σε μία μη oρθόδοξη χώρα και την ανάγκη στήριξής του και από τις εκκλησίες της Δύσης.
Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως θεσμού που βρίσκεται κοντά στην Ευρώπη και τις αξίες της παίζει σημαντικό ρόλο στην βούληση εκκλησιών να διακόψουν σχέσεις με την Μόσχα και να υπαχθούν σε αυτό. Παράλληλα, ενώ η ρωσική ορθοδοξία γίνεται αντιληπτή ως εθνοκεντρική, ξενοφοβική και αντιδραστική, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προβάλλει ως εκφραστής μιας πιο σύγχρονης εκδοχής της Ορθοδοξίας, απαλλαγμένης από τον εθνικισμό και προσηλωμένης στα δημοκρατικά και οικουμενικά ιδεώδη. Έτσι, η ρήξη με την Μόσχα και η υπαγωγή στην Κωνσταντινούπολη σημαίνει, για τις εν λόγω κοινωνίες, χειραφέτηση από τον ρωσικό εθνικισμό και προσέγγιση με την Δύση.
Ο ανταγωνισμός της Μόσχας προς την Κωνσταντινούπολη δύναται να προκαλέσει μεγάλη ζημιά τόσο στην εικόνα του ορθόδοξου κόσμου όσο και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό φάνηκε με τον χειρότερο τρόπο σε δύο γεγονότα του 2016. Το πρώτο ήταν η μη συμμετοχή της Μόσχας στην Ιερά Σύνοδο των Ορθόδοξων Eκκλησιών, που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη τον Ιούνιο εκείνου του έτους. Την διοργάνωση παρόμοιας πανορθόδοξης συνόδου προσπαθούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί 99 χρόνια.
Μεταξύ των θεμάτων προς συζήτηση ήταν οι σχέσεις της ορθοδοξίας με τις άλλες εκκλησίες και θρησκείες, με την τεχνολογία, την επιστήμη, την παγκοσμιοποίηση και το περιβάλλον. Η ρωσική εκκλησία είχε ζητήσει να μην πραγματοποιηθεί η σύνοδος στην Πόλη, εξαιτίας των τεταμένων τότε διμερών σχέσεων μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού στην Συρία. Έτσι, επελέγη ως τόπος η Κρήτη. Αργότερα, η ρωσική πλευρά επέμενε οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ομοφωνία, όχι κατά πλειοψηφία, παρότι αυτό αντίκειται στην παράδοση της εκκλησίας. Τελικά, αποφάσισε να απόσχει από την σύνοδο.
Οι λόγοι αποχής της Μόσχας εντοπίζονται αφενός στις διαμάχες δικαιοδοσίας, ιδίως στην Ουκρανία, αφετέρου στην φανατική εναντίωσή της στον οικουμενικό διάλογο, ειδικά με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η αντίθεση στον οικουμενισμό οδήγησε και την Εκκλησία της Γεωργίας να μην συμμετάσχει. Παρά τις σημαντικές διαφορές που την χωρίζουν από την ρωσική εκκλησία, και τις κάκιστες σχέσεις Ρωσίας-Γεωργίας σε κρατικό επίπεδο, η Εκκλησία της Γεωργίας έχει τις ίδιες σκοταδιστικές απόψεις ως προς τον οικουμενισμό και τα κοινωνικά ζητήματα. Θεωρεί, όπως και η ρωσική, τον καθολικισμό αίρεση, ενώ έχει επανειλημμένα εκφράσει τις ανησυχίες της πως οι λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες δείχνουν υπερβολική ελαστικότητα σε θέματα διαζυγίου και ενδίδουν υπέρ του δέοντος στους πειρασμούς της σύγχρονης κοινωνίας. Την ίδια υστερική αντίσταση στον οικουμενισμό εκφράζουν και οι παλαιοημερολογίτες στην Ελλάδα, που είχαν εκφρασθεί πολύ αρνητικά για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την σύνοδο.
Η εκκλησία της Βουλγαρίας επίσης δεν συμμετείχε, πιστή στην παράδοση της συστράτευσης με το Πατριαρχείο Μόσχας, παρά τις διαμαρτυρίες πολιτικών και διανοουμένων για την στάση αυτή. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας, πάλι, απείχε εξαιτίας μίας διαφοράς δικαιοδοσίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, με το οποίο διέκοψε σχέσεις. Ισχυρίζεται πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεροληπτεί υπέρ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, που το ελέγχουν ακόμη Έλληνες αρχιερείς, εις βάρος του Πατριαρχείου Αντιοχείας, που έχει περάσει σε αραβικό έλεγχο. Βρίσκεται, εξάλλου, από την έναρξη του συριακού εμφυλίου σε σχέση εξάρτησης από την Μόσχα, που αφενός το χρηματοδοτεί, αφετέρου εμφανίζεται ως προστάτης των χριστιανών (που στην συντριπτική πλειονότητά τους στηρίζουν τον Άσαντ) από τους τζιχαντιστές. Η αποχή των τεσσάρων εκκλησιών τορπίλλισε την πρώτη παγκόσμια σύνοδο των ορθοδόξων από το 727, πλήττοντας την εικόνα του σύνολου ορθόδοξου κόσμου.
Πολύ σοβαρότερο και πιο επικίνδυνο ήταν το χτύπημα που επιχείρησαν κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες έναν μήνα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος ενάντια στην κυβέρνηση Έρντογαν, την 15η Ιουλίου 2016. Ήδη από τον Ιούνιο, οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας είχαν αρχίσει να αποκαθίστανται. Έναν μήνα μετά το πραξικόπημα, εμφανίσθηκαν σε ιστότοπο γνωστό για την εγγύτητά του προς το Κρεμλίνο άρθρα με προφανή στόχο να εκθέσουν τον Βαρθολομαίο. Έφεραν την υπογραφή του Arthur H. Hughes, αμερικανού πρέσβυ ε.τ.
Ο Ηughes γρήγορα διέψευσε πως συνέγραψε τα επίμαχα άρθρα, τα οποία και κατέβασε η συγκεκριμένη ιστοσελίδα, χωρίς όμως να αναρτήσει ανακοίνωση πως αποτελούσαν προϊόν πλαστογραφίας. Τα είχαν στο μεταξύ αναπαράγει πολλές ρωσικές ιστοσελίδες, κάτι ενδεικτικό για το παρασκήνιο της δημοσίευσης. Η ιστοσελίδα Pravoslaviye, που αναμετέδωσε την είδηση, είναι η γνωστότερη σελίδα εκκλησιαστικής ενημέρωσης της Ρωσίας και ανήκει στην μονή Σρετένσκι, όπως επεσήμανε στο inside story αξιωματούχος του Οικουμενικού Θρόνου. Ο ηγούμενος της μονής Σρετένσκι, Τίχον Σιεβγκούνοβ, φημολογείται πως είναι ο πνευματικός του Πούτιν... Όπως επεσήμαναν δημοσιογράφοι σε εγκυρότερα από την Pravoslaviye μέσα, είθισται μυστικές υπηρεσίες να δημοσιεύουν «άρθρα» με την υπογραφή ζώντων, νεκρών ή ανύπαρκτων προσώπων.
Τα άρθρα ήταν κανονικός λίβελος κατά του Πατριάρχη. Ήδη οι τίτλοι («Χρειάζεται η Άγκυρα τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο;» και «Θα βάλει στο στόχαστρο η Άγκυρα τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο;») προϊδεάζουν για το περιεχόμενο. Ο (όχι και τόσο) κρυφός αρθρογράφος ξεκινά την «ανάλυσή του» επισημαίνοντας τις στενότατες (οικονομικές και πολιτικές) σχέσεις του Πατριαρχείου με την ελληνοαμερικανική ομογένεια και την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στο πρώτο άρθρο χαρακτηρίζει τον Βαρθολομαίο «Δούρειο Ίππο» των αμερικανικών συμφερόντων στον ορθόδοξο κόσμο. Παρότι αναφέρεται επιγραμματικά στους διωγμούς των ορθοδόξων στην Τουρκία, σπεύδει να προσθέσει πως για την Ουάσιγκτον η κατάστασή τους αποτελεί «άσσο στο μανίκι» για να ασκεί πίεση στην Τουρκία. Ισχυρίζεται πως οι ΗΠΑ προσπαθούν –δια του Οικουμενικού Θρόνου– να ασκούν επιρροή επί του συνόλου ορθοδόξου κόσμου, ενώ κάνει λόγο για «αμερικανο-ισραηλινό λόμπι» εντός του Πατριαρχείου, που ελέγχει το δεύτερο δια της χρηματοδότησης.
Ο αρθρογράφος μιλά για «στενές σχέσεις» του Βαρθολομαίου με τον Φετουλλάχ Γκιουλέν, τον εξόριστο στις ΗΠΑ ιμάμη που το καθεστώς Έρντογαν θεωρεί διοργανωτή του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Μιλά για τις συναντήσεις του Πατριάρχη με τον Γκιουλέν στα πλαίσια του διαθρησκευτικού διαλόγου την δεκαετία του 1990, χωρίς ωστόσο να αναφέρει πως τον διάλογο προωθούσε η τότε κυβέρνηση, κάτι που συνέχισε για χρόνια και η νυν. Και αναρωτιέται ο αρθρογράφος: μήπως θα έπρεπε οι τουρκικές αρχές να αναγνωρίσουν, επί τέλους, την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να αυξήσουν την επιρροή τους επί του ορθόδοξου κόσμου;
Αμέσως απαντά πως αυτό θα ήταν ιδιαίτερα απίθανο στην παρούσα συγκυρία: στην πρόσφατη (τότε) Ιερά Σύνοδο στην Κρήτη ο Βαρθολομαίος απέτυχε, εξαιτίας «της αυταρχικότητας, της πεισμονής του και της εχθρότητάς του προς την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία» να συνενώσει τον ορθόδοξο κόσμο. Η επιρροή του δεν καλύπτει ούτε τους μισούς ορθοδόξους του κόσμου, γεγονός που υποβιβάζει σημαντικά την αξία του Πατριαρχείου για τους κρατούντες στην Τουρκία, ισχυρίζεται ο συντάκτης του λιβέλου.
Τα άρθρα αναπαράγουν την θέση που παπαγαλίζουν πολλοί στην ρωσική εκκλησία, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι παρά όργανο για την επιβολή ενός διεθνιστικού-σιωνιστικού σχεδίου στον ορθόδοξο κόσμο, με απώτατο στόχο την διάλυση της Ορθοδοξίας. Τα άρθρα, ξεκάθαρα αποκύημα του ρωσικού παρακράτους, μιλούν για τις στενές δήθεν σχέσεις του Βαρθολομαίου με τον Γκιουλέν, υπονοώντας πως ο Πατριάρχης υπήρξε συνυπεύθυνος για την απόπειρα πραξικοπήματος. Η ευχή για νέα κτυπήματα από το τουρκικό κράτος κατά του Πατριαρχείου είναι διάχυτη στο κείμενο.
Στην Τουρκία τα άρθρα προκάλεσαν πάταγο, οδηγώντας σε μπαράζ δημοσιευμάτων κατά του Πατριαρχείου από τον κυβερνητικό και μη τύπο. Πρώτη η εφημερίδα Aydınlık, όργανο των ακραίων κεμαλιστών «εθνικοφρόνων», επεσήμανε πως ο Πατριάρχης αναχώρησε από την Τουρκία για επίσκεψη στο εξωτερικό τρεις ώρες πριν το πραξικόπημα, υπονοώντας πως ήταν απόλυτα ενημερωμένος πως αυτό επίκειτο. Στην συνέχεια, η φιλοκυβερνητική Akşam κυκλοφόρησε με άρθρο, στην πρώτη σελίδα, που ισχυριζόταν πως το πραξικόπημα δεν ήταν παρά μία απόπειρα να ανατραπεί η πρόσφατη αποκατάσταση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Κατά την εφημερίδα, αυτό οργανώθηκε με συνεργασία του Γκιουλέν με την CIA και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το άρθρο συνόδευε φωτογραφία του Βαρθολομαίου με τον ιμάμη, ενώ παρέπεμπε στα άρθρα με την δήθεν υπογραφή του Hughes –παρότι εκείνος είχε ήδη καταγγείλει την πλαστογραφία της υπογραφής του επανειλημμένα!
Οι δημοσιεύσεις αυτές προκάλεσαν, για κάποιες εβδομάδες, πανικό στην ομογένεια της Πόλης. Πολλοί φοβήθηκαν μήπως οι αρχές κινηθούν κατά του Πατριάρχη ή θέσουν εκ νέου προσκόμματα στην λειτουργία του θεσμού. Ούτε όμως η επίθεση αυτή, ούτε οτιδήποτε άλλο στην μετέπειτα επικαιρότητα φαίνεται να επηρέασε στο ελάχιστο το υψηλό ποσοστό των Ελλήνων που ακόμη θαυμάζουν τον Πούτιν και την Ρωσία.
Αδιαφορώντας για το εκεί καθεστώς και για τον διεθνή του ρόλο, αυτοί οι Έλληνες εύχονται η Ελλάδα να απομακρυνθεί από την ΕΕ προσεταιριζόμενη την Ρωσία. Αγνοούν επιδεικτικά πως οι κύριες εξαγωγές της τελευταίας είναι κατάσκοποι και οπλοφορούντες ολιγάρχες...
Σχόλια