
Αρκετά συχνά διαβάζουμε άρθρα σχετικά με τη διατροφή και τα τρόφιμα τα οποία οδηγούν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει διότι η εκλαΐκευση των επιστημονικών ερευνών και η συνεπακόλουθη εξαγωγή συμπερασμάτων δεν γίνεται πάντα με τον κατάλληλο τρόπο ενώ οι συγγραφείς αρκετές φορές δεν είναι ειδικοί. Ωστόσο, καθώς και η επιστήμη εξελίσσεται, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες δημοσιευμένες και έγκυρες συμβουλές διατροφής επανεξετάζονται υπό το φως νεότερων επιστημονικών δεδομένων. Αυτό έχει ως συνέπεια την αναθεώρηση τους. Αυτή είναι και η περίπτωση της χοληστερόλης στα τρόφιμα –και ιδιαίτερα στα αυγά.
Τις δεκαετίες του ’50 και ’60 η αύξηση σε θανάτους λόγω καρδιαγγειακών νοσημάτων πήρε διαστάσεις επιδημίας για αυτό και η επιδημιολογική έρευνα στράφηκε προς την αναζήτηση των αιτιών/παραγόντων κινδύνου που αφορούν σε αυτά. Μελέτες όπως η Framingham και η Μελέτη των Eπτά Χωρών ανέδειξαν την αυξημένη χοληστερόλη στο αίμα ως έναν παράγοντα που συμβάλει στο αυξημένο ρίσκο εμφάνισης τους καθώς οι αθηρωματικές πλάκες που σχηματίζονται στις αρτηρίες και αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου αποτελούνται από χοληστερόλη. Ήταν λογικό να υποθέσουν οι επαγγελματίες της υγείας ότι η αυξημένη κατανάλωση χοληστερόλης από τα τρόφιμα οδηγεί σε αυξημένη χοληστερόλη στο αίμα και κατά συνέπεια σε αυξημένο ρίσκο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η χοληστερόλη συναντάται σε πολλά τρόφιμα, ωστόσο ένα αυγό περιέχει 186 mg (το σύνολο της οποίας εντοπίζεται στον κρόκο), περιεκτικότητα υψηλή σε σχέση με άλλα τρόφιμα. Έτσι θεωρήθηκε σκόπιμο να συσταθεί στους πολίτες περιορισμός κατανάλωσης αυγών.