Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στις 18 Ιανουαρίου 2024 έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, φιλοδοξούμε να γίνουμε εξαγωγείς πράσινης ενέργειας, αξιοποιώντας το σημαντικό δυναμικό που διαθέτουμε, ιδίως όσον αφορά στην υπεράκτια αιολική ενέργεια. […] Αλλά για να το κάνουμε αυτό, πρέπει επίσης να υλοποιήσουμε τις απαραίτητες διασυνδέσεις».
Η προσδοκία της Ελλάδας να καταστεί περιφερειακός κόμβος φυσικού αερίου έχει ψαλιδιστεί από τους όλο και πιο αυστηρούς κλιματικούς στόχους, αλλά και από τις προσπάθειες να περιοριστεί η χρήση του φυσικού αερίου στο πλαίσιο της αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η χώρα έχει πλέον στραφεί προς την κατεύθυνση του να καταστεί κόμβος παραγωγής πράσινης ενέργειας στο σταυροδρόμι των περιφερειακών και διηπειρωτικών ροών ηλεκτρικής ενέργειας. Πόσο ρεαλιστικοί είναι αυτοί οι νέοι στόχοι και ποιες είναι οι συνέπειες της νέας ενεργειακής γεωπολιτικής για την Ελλάδα;
Ιστορικό
Η στρατηγική της κυβέρνησης για την ενέργεια περιγράφεται στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ), η τελευταία έκδοση του οποίου βρίσκεται υπό αναθεώρηση και πρόκειται να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο του 2024. Το προσχέδιο αυτό περιέχει σημαντικές αποκλίσεις από την αρχική εκδοχή του εγγράφου, η οποία είχε εγκριθεί μόλις το 2019.
Όπως και οι περισσότερες πτυχές των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη, έτσι και το διασυνοριακό εμπόριο ενέργειας όλων των μορφών επαναδιαμορφώθηκε εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Το προσχέδιο του ΕΣΕΚ του 2023 φέρει το αποτύπωμα αυτού του μείζονος γεωπολιτικού γεγονότος. Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου εξακολουθούν να ξεδιπλώνονται.
Προτού αξιολογήσουμε την πρόσφατη αλλαγή κατεύθυνσης, αξίζει να εξετάσουμε το ιστορικό της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Παρά το γεγονός ότι, ιστορικά, η Ελλάδα υπήρξε καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, τα τελευταία χρόνια η γεωγραφική της θέση στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης εξελίχθηκε σε δυνητικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα η χώρα να αποκτήσει τον έλεγχο των ενεργειακών ροών μεταξύ των παραγωγικών και των καταναλωτικών μπλοκ.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εξαγωγικές χώρες αυξήθηκε από 68% το 2010 σε 74% το 2021, κυρίως λόγω της στρατηγικής «εξόρμησης προς το φυσικό αέριο» («dash for gas»), η οποία είχε τεθεί σε εφαρμογή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Ελλάδα δεν παράγει δικό της φυσικό αέριο.
Ο ρόλος των ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου –που αντιπροσώπευαν το 85% των εισαγωγών ορυκτού φυσικού αερίου μόλις το 2005– μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, χάρη στις επενδύσεις σε αγωγούς και τις υποδομές υγροποιημένου φυσικού αερίου (που επιτρέπουν τη θαλάσσια μεταφορά φυσικού αερίου σε υγρή μορφή). Η σημαντικότερη αλλαγή επήλθε με τα εγκαίνια του τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου της Ρεβυθούσας το 2000 και του αγωγού ΤΑΡ το 2020, ο οποίος συνέδεσε την Ελλάδα με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κασπίας στο Αζερμπαϊτζάν.
Η απόφαση, το 2019, για ταχεία σταδιακή κατάργηση της ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα απλώς ενίσχυσε το δόγμα της εθνικής πολιτικής για τη χρήση του φυσικού αερίου ως «μεταβατικού καυσίμου» προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό εκφράστηκε γλαφυρά το 2021 από μία υψηλόβαθμη Ελληνίδα πολιτικό ως πεποίθηση σύμφωνα με την οποία «η επένδυση στο φυσικό αέριο είναι τόσο ορθολογική όσο και αναπόφευκτη».
Λίγο πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να διαφοροποιήσει τον ενεργειακό της εφοδιασμό, η Ελλάδα κάλυπτε περίπου το 41% της ζήτησης φυσικού αερίου και το 47% των συνολικών ενεργειακών της αναγκών με εισαγωγές από τη Ρωσία, γεγονός που την καθιστούσε μία από τις πιο εξαρτημένες ενεργειακά χώρες της ΕΕ.
Πράγματι, η Ελλάδα επιδίωξε όλο και πιο φιλόδοξα σχέδια προκειμένου να καταστεί κόμβος φυσικού αερίου –επενδύοντας όχι μόνο στην κάλυψη των δικών της αναγκών αλλά και στη διαχείριση των ενεργειακών ροών σε μεγάλες αποστάσεις– με την κατασκευή διασυνδέσεων με γειτονικές αλλά και πιο απομακρυσμένες χώρες. Σε αυτά τα σχέδια περιλαμβάνονταν ο Διασυνδετήριος Αγωγός IGB προς τη Βουλγαρία (που τελικά εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2022), αλλά και ο EastMed, που διαφημίστηκε ως ο δυνητικά μεγαλύτερος υποθαλάσσιος αγωγός στον κόσμο, ο οποίος θα συνέδεε τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της ανατολικής Μεσογείου με την ΕΕ μέσω της Ελλάδας.
Ο EastMed, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στο επίκεντρο μιας υψηλού επιπέδου «διπλωματίας των αγωγών» μεταξύ της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ, καθώς επίσης και της ΕΕ και των ΗΠΑ, έπαψε να αποτελεί προτιμητέα επιλογή στις αρχές του 2022, καθώς οι κύριοι χρηματοδότες του αποσύρθηκαν εξαιτίας ενός συνδυασμού κλιματικών, εμπορικών και γεωπολιτικών παραγόντων. Παράλληλα, η ενόχληση που προκαλούσε στην Τουρκία είχε αρχίσει να θεωρείται μάλλον εμπόδιο παρά πλεονέκτημα για την ειρήνη στην περιοχή.
Η τύχη του αγωγού EastMed, ο οποίος εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μεγαλεπήβολων έργων της ΕΕ, αντανακλά την περίπλοκη σχέση γεωπολιτικών και εμπορικών παραγόντων που τελικά καθορίζουν την επιτυχία ή την αποτυχία των ενεργειακών πρωτοβουλιών στην περιοχή. Πρόκειται για μια εικόνα που είναι πιθανό να επαναληφθεί σε μελλοντικά έργα αυτής της κλίμακας και φιλοδοξίας.
Το φυσικό αέριο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία
Προς το τέλος του 2023, η επιτυχημένη, σε μεγάλο βαθμό, αντίδραση στον πόλεμο στην Ουκρανία κατέστησε απολύτως σαφές ότι –σε αντίθεση με την κυρίαρχη παραδοχή που διέπει την εθνική ενεργειακή πολιτική– το φυσικό αέριο δεν ήταν η μόνη, ούτε και η καλύτερη, οδός για την απαλλαγή από τον άνθρακα.
Στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, τον Ιανουάριο του 2024, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε το υψηλό κόστος της επένδυσης στο φυσικό αέριο ως «μεταβατικό καύσιμο»: το 2022, οι εισαγωγές κόστισαν στην ελληνική οικονομία 7 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 1 δισεκατομμυρίου ευρώ σε προπολεμικές τιμές.
Σε επίπεδο ΕΕ, το πρόγραμμα REPowerEU έθεσε σαφείς στόχους για τη μείωση της εξάρτησης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και το ορυκτό αέριο γενικότερα, τη διασφάλιση των αλυσίδων ενεργειακού εφοδιασμού και την επιτάχυνση της υιοθέτησης εναλλακτικών καυσίμων. Η Ελλάδα έχει πλέον εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους περίπου 16 δισεκατομμυρίων ευρώ –σχεδόν το 45% του μεριδίου που της αναλογεί από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ– για να επενδύσει στην επιτάχυνση του σχεδίου της για την ενεργειακή μετάβαση.
Η αντίδραση στον πόλεμο στην Ουκρανία κατέστησε επίσης σαφές ότι ήταν λανθασμένη η αντίληψη πως η Ελλάδα χρειαζόταν να κατασκευάσει περισσότερες υποδομές φυσικού αερίου, καθώς οι αναλύσεις που ακολούθησαν κατέδειξαν ότι η χώρα ήταν σε θέση να καλύψει τις εγχώριες ενεργειακές της ανάγκες μέσω ενός συνδυασμού μείωσης της ζήτησης, στροφής προς άλλα καύσιμα και υποκατάστασης των εισαγωγών, βασιζόμενη αποκλειστικά στην υπάρχουσα –προηγουμένως αναξιοποίητη– ικανότητα εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Το επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ λαμβάνει υπόψη ορισμένα από αυτά τα διδάγματα, αν και όχι όλα. Η νέα στρατηγική περιορίζει τις νέες επενδύσεις στις οικιακές υποδομές φυσικού αερίου, αντιστρέφοντας την προηγούμενη κατεύθυνση που περιελάμβανε επεκτάσεις του δικτύου διανομής και προωθούσε την υιοθέτηση του φυσικού αερίου για σκοπούς θέρμανσης.
Ταυτόχρονα, όμως, το 2022 παρατηρήθηκε αύξηση των εξαγωγών προς τις γειτονικές χώρες, κυρίως προς τη Βουλγαρία. Περίπου το 35% των 7,5 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου που εισήχθησαν το 2022 εξήχθησαν αμέσως μέσω αγωγών. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως αύξησε το ενδιαφέρον της αγοράς και της κυβέρνησης να εισάγουν και να μεταφέρουν το καύσιμο για εξαγωγή, παράλληλα με την επένδυση σε νέες διασυνοριακές υποδομές φυσικού αερίου. Εκτός από την ολοκλήρωση του Διασυνδετήριου Αγωγού IGB, η Ελλάδα προχώρησε στην κατασκευή ενός νέου τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου στη βόρεια πόλη-λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Η πλωτή μονάδα αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) της Αλεξανδρούπολης παρέλαβε το πρώτο δοκιμαστικό φορτίο υγροποιημένου φυσικού αερίου τον Μάρτιο του 2024. Το 60-70% περίπου του φυσικού αερίου που θα εισάγεται στη μονάδα FSRU προορίζεται για εξαγωγή μέσω του αγωγού IGB. Ήδη καταγράφεται ενδιαφέρον από αρκετές βαλκανικές χώρες, καθώς και από δυνητικούς αγοραστές στους οποίους περιλαμβάνονται η Μολδαβία και, ενδεχομένως, η Ουκρανία.
Σε αυτό το εγχείρημα, η Ελλάδα έλαβε σημαντική διπλωματική υποστήριξη από τις ΗΠΑ, με κίνητρο τόσο την εμπορική επιθυμία να δημιουργήσει εξαγωγικές αγορές για τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, όσο και τη στρατηγική επιταγή –την οποία μοιράζεται με την ΕΕ– να εξαλείψει τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια.
Ο ενεργειακός τομέας θεωρείται εδώ και καιρό δίαυλος ρωσικής παρέμβασης μέσω ιδιοκτησιακών συμμετοχών σε εθνικές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, καθώς και μέσω δεσμευτικών μακροπρόθεσμων συμφωνιών προμήθειας ενέργειας. Η ΕΕ προωθεί επίσημες δράσεις, όπως η Ενεργειακή Πρωτοβουλία με έδρα τη Βιέννη, και ενθαρρύνει τη σύναψη διμερών δεσμών, με στόχο να τερματιστεί η υψηλή εξάρτηση της περιοχής από τον άνθρακα και το ρωσικό φυσικό αέριο, επιταχύνοντας την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αυξάνοντας τη συνδεσιμότητα.
Η χάραξη περισσότερων ενεργειακών οδών προς τον βορρά θεωρείται επίσης ότι προωθεί ευρύτερους στρατηγικούς στόχους στην περιοχή. Με δεδομένο ότι το 2030 αποτελεί τον θεωρητικό στόχο για τη διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε την υιοθέτηση ως αναγκαιότητας της ευθυγράμμισης των εθνικών ενεργειακών πολιτικών στην περιοχή με τους στόχους της απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς και της πράσινης μετάβασης.
Ο «κάθετος διάδρομος φυσικού αερίου», ένα σχέδιο που αποσκοπεί στη διασύνδεση των καταναλωτών φυσικού αερίου της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης με τη Μεσόγειο –με την Αλεξανδρούπολη να βρίσκεται στο νότιο άκρο του διαδρόμου– αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του εγχειρήματος.
Ακόμη πιο φιλόδοξα σχέδια, όπως η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, η οποία χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποσκοπούν στη βελτίωση της συνδεσιμότητας μεταξύ της Βαλτικής, της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι υποστηρίζει τις προτάσεις των επιχειρηματικών φορέων οι οποίες θα τετραπλασιάσουν την ικανότητα εξαγωγής φυσικού αερίου της χώρας μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το προσχέδιο του ΕΣΕΚ του 2023 προβλέπει ότι αυτή η εξαγωγική αγορά θα καλύπτει οικονομικά τις υφιστάμενες και νέες επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου, μειώνοντας τον κίνδυνο των μη αξιοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και όταν η εγχώρια ζήτηση περιορίζεται.
Υπάρχουν και άλλες πρωτοβουλίες που εκμεταλλεύονται την τάση για διασυνοριακές μεταφορές ενέργειας. Η μονάδα συνδυασμένου κύκλου (CCGT) Αλεξανδρούπολης, ένας σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση φυσικού αερίου που άρχισε να κατασκευάζεται μόλις τον Ιανουάριο του 2023, ήταν ένας από τους τρεις νέους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αυτού του τύπου που περιλαμβάνονταν στο ΕΣΕΚ του 2019, οι οποίοι εξακολουθούν να βρίσκονται υπό υλοποίηση. Σύμφωνα με τον τελευταίο σχεδιασμό, το εργοστάσιο της Αλεξανδρούπολης θα συνδεθεί με το βουλγαρικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας με στόχο να εξυπηρετεί κυρίως την εξαγωγική αγορά.
Ωστόσο, το υψηλό επίπεδο πολιτικής υποστήριξης για τα έργα αυτά δεν εξασφαλίζει την έκβασή τους. Το πόσο ασφαλές είναι το συμπέρασμα της διασυνοριακής ζήτησης μένει να φανεί. Τα στοιχεία του 2023 υποδηλώνουν ότι οι γειτονικές αγορές ενδέχεται να είναι πιο ασταθείς από ό,τι είχε αρχικά θεωρηθεί. Οι εξαγωγές από το ελληνικό δίκτυο φυσικού αερίου μειώθηκαν σχεδόν στο μισό σε ετήσια βάση το 2023, ενώ οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου συρρικνώθηκαν κατά 25%, καθώς ο βουλγαρικός προμηθευτής στράφηκε στην εισαγωγή φθηνότερου ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Τουρκίας, στο πλαίσιο συμφωνίας προμήθειας που υπεγράφη πρόσφατα, με διάρκεια 13 ετών.
Αυτό υποδηλώνει ότι οι δυνητικοί εταίροι του έργου θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες για αρμπιτράζ όσο αυτές υπάρχουν, υπονομεύοντας την εμπορική λογική των νέων και ενισχυμένων υποδομών. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ευθυγράμμιση των συμφερόντων μεταξύ των πολιτικών παραγόντων και των παραγόντων της αγοράς στην Ελλάδα χαλαρώνει, με δημοσιεύματα να αναφέρουν ότι η διαβούλευση σχετικά με το ΕΣΕΚ έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ τους.
Αγωγοί προς καλώδια
Κι ενώ η πόρτα των επενδύσεων σε φυσικό αέριο φαίνεται να κλείνει, ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας ανοίγει για τα διασυνοριακά έργα ηλεκτρικής ενέργειας.
Λόγω της αύξησης της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα έγινε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας για σημαντικές περιόδους του 2022, όταν οι τιμές χονδρικής μειώθηκαν κάτω από εκείνες των γειτονικών χωρών και η παραγωγή υπερέβη τη ζήτηση. Κι ενώ η χώρα παραμένει καθαρός εισαγωγέας σε ετήσια βάση, το νέο αυτό μοντέλο φαίνεται να δείχνει τον δρόμο προς μια αλλαγή πολιτικής σημαντικών διαστάσεων.
Όπως και οι αγωγοί φυσικού αερίου, έτσι και οι διασυνοριακές διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας υποστηρίζονται από την πολιτική της ΕΕ ως μέσο για τη μετάβαση σε μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας. Ο στόχος αυτός έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική υπό το πρίσμα της απόφασης για διακοπή των ενεργειακών δεσμών με τη Ρωσία. Σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρηση του ΕΣΕΚ, η Ελλάδα σκοπεύει να επιτύχει τον στόχο της ΕΕ για διασυνδεσιμότητα ύψους 15% έως το 2025 –πέντε χρόνια νωρίτερα από την προβλεπόμενη ημερομηνία– και να τον αυξήσει στο 23% έως το 2030.
Η χαμηλή διασυνδεσιμότητα των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας στα Βαλκάνια είναι απότοκο των διαιρέσεων που προκάλεσαν ο Ψυχρός Πόλεμος και τα πιο πρόσφατα ταραχώδη γεγονότα. Οι στόχοι που έχει θέσει η Ελλάδα την ευθυγραμμίζουν με περιοχές που έχουν μεγαλύτερη παράδοση στην ενσωμάτωση, όπως η βορειοδυτική Ευρώπη.
Σε περιφερειακό επίπεδο, το προσχέδιο του ΕΣΕΚ του 2023 στοχεύει στον διπλασιασμό της ικανότητας διασύνδεσης, με την επέκταση της χωρητικότητας των διασυνδέσεων με τη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία, την Τουρκία και την Αλβανία έως το 2030 και την εισαγωγή δύο νέων διασυνδέσεων, μία με την Κύπρο και μία με την Αίγυπτο. Στο πιο πρόσφατο προσχέδιο περιλαμβάνονται δύο ακόμη πιο φιλόδοξα έργα: η διασύνδεση Ελλάδας-Γερμανίας, με την ονομασία «Πράσινο Αιγαίο», και η διασύνδεση Σαουδικής Αραβίας-Ελλάδας. Αμφότερα έχουν ως ημερομηνία-στόχο το 2035. Η συνδυασμένη δυναμικότητα αυτών των διασυνοριακών έργων ορίζεται σε 17,2 MW, σε σύγκριση με 6,8 MW σήμερα.
Η προσθήκη αυτών των έργων σηματοδοτεί μια σημαντική διεύρυνση των φιλοδοξιών, η οποία συνδυάζεται με μια εξίσου αξιοσημείωτη μετατόπιση των στόχων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και αλληλοεξαρτώμενα.
Οι επικαιροποιημένοι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο προσχέδιο του ΕΣΕΚ του 2023 προβλέπουν επιπλέον 10% παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μέχρι το 2030, σε σύγκριση με το προσχέδιο του 2019. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενίσχυση των στόχων για την ηλιακή ενέργεια κατά 38% σε σύγκριση με το ΕΣΕΚ του 2019, η οποία με τη σειρά της αναγνωρίζει την πρώιμη επίτευξη των αρχικών στόχων για τα φωτοβολταϊκά. Οι στόχοι για την αιολική ενέργεια περιορίστηκαν κατά 8%, αλλά μετατοπίστηκαν κυρίως στην υπεράκτια αιολική ενέργεια, όπου εισήχθη ο στόχος για 1,9 GW.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η διαφοροποίηση των στόχων για το 2050. Το προσχέδιο του εγγράφου προβλέπει αύξηση κατά 48% της εγκατεστημένης ισχύος αιολικής ενέργειας, σε σύγκριση με το πιο φιλόδοξο μεταβατικό σενάριο («Νέοι Ενεργειακοί Φορείς 1.5» ή «NC1.5») που περιγράφεται στη «Μακροπρόθεσμη στρατηγική για το 2050» της κυβέρνησης, η οποία υποστήριζε το αρχικό ΕΣΕΚ.
2015 (act) | 2021 (εκτίμηση) | 2030 | 2050 | |||
---|---|---|---|---|---|---|
ΕΣΕΚ 2019 | ΕΣΕΚ 2023 | Σενάριο NC1.5 (ΕΣΕΚ 2019) | ΕΣΕΚ 2023 | |||
Χερσαία αιολικά | 2.1 | 4.7 | 10 | 7.6 | 17.5 | 11.9 |
Υπεράκτια αιολικά | 0 | 0.3 | 1.9 | 2.2 | 17.3 | |
Σύνολο αιολικών | 2.1 | 4.7 | 10.3 | 9.5 | 19.7 | 29.2 |
Φωτοβολταϊκά | 2.6 | 4.3 | 9.7 | 13.4 | 37.3 | 40.3 |
Υδροηλεκτρικά | 3.3 | 3.1 | 4 | 3.8 | 5.1 | 3.9 |
Άλλες ΑΠΕ | 0.4 | 0.8 | 0.6 | 1.8 | 2.1 | |
Σύνολο ΑΠΕ | 8 | 12.5 | 24.8 | 27.3 | 63.9 | 75.5 |
Γεωθερμία | 11 | 9.3 | 7.1 | 8.4 | 7.9 | 4.3 |
Σύνολο | 19 | 21.4 | 31.1 | 35.7 | 70 | 79.8 |
Αποθήκευση ενέργειας | 0.1 | 0 | 5.5 | 5.3 | 42.4 | 24.8 |
Πηγή: Αναθεωρημένο προσχέδιο ΕΣΕΚ (2023), Μακροπρόθεσμη στρατηγική για το 2050. |
Σε γενικές γραμμές, η συνολική παραγωγική ικανότητα των σχεδόν 80 GW (περίπου τετραπλάσια της σημερινής) είναι πολλαπλάσια της μελλοντικής εγχώριας ζήτησης, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η αυξημένη κατανάλωση που θα προκύψει λόγω του προγραμματισμένου εξηλεκτρισμού των τομέων των μεταφορών και της θέρμανσης, που αποτελεί μέρος της στρατηγικής.
Σε συνδυασμό με τη μείωση των στόχων για την αποθήκευση ενέργειας κατά 42% και τη μείωση της θερμικής παραγωγής κατά 46% σε σύγκριση με το NC1.5, αυτό συνεπάγεται ότι η πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όχι μόνο θα αντικαταστήσει την παραγωγή από ορυκτά καύσιμα, αλλά θα πρέπει κιόλας να εξάγεται από το σύστημα.
Στο σενάριο NC1.5, η πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια θα έπρεπε να μετατραπεί σε πράσινο υδρογόνο και άλλα συνθετικά αέρια. Ο ρόλος των τελευταίων, ωστόσο, έχει υποβαθμιστεί στο τελευταίο προσχέδιο του ΕΣΕΚ, εξαιτίας ανησυχιών αναφορικά με το κόστος.
Πράγματι, η πρόθεση να γίνει στροφή προς τη χρήση διασυνοριακών διασυνδέσεων για τη μεταφορά της πλεονάζουσας ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αντί να προτιμηθούν άλλοι μηχανισμοί εξισορρόπησης, επιβεβαιώνεται από τον ειδικό σύμβουλο του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, Νίκο Τσάφο, ο οποίος έγραψε πρόσφατα στο LinkedIn: «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επιδιώκουμε τόσο έντονα να επεκτείνουμε τις συνδέσεις μας με τους γείτονές μας. Τα καλώδια αυτά θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση».
Εσωτερικοί παράγοντες
Μολονότι οι προτεραιότητες των εταίρων της ΕΕ και των κοντινών γειτόνων συνέβαλαν αναμφίβολα στη διαμόρφωση αυτής της νέας πολιτικής κατεύθυνσης, η αλλαγή πλεύσης δεν ήταν απλώς μια ιδιοτελής πράξη.
Ένας εγχώριος παράγοντας που αναμφίβολα κινεί το ενδιαφέρον για διασυνοριακές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας είναι η τεχνική πρόκληση που καθίσταται εμφανής τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα για την ενσωμάτωση των αυξανόμενων επιπέδων παραγωγής από ΑΠΕ στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα.
Η συμφόρηση του δικτύου εξαιτίας της αυξημένης διείσδυσης της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδήγησε το υπουργείο Ενέργειας να δώσει προτεραιότητα στη σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ που σχετίζονται με μακροχρόνιες συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έναντι αυτόνομων επενδύσεων και να υποχρεώσει τους παρόχους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να περιορίσουν την παραγωγή τους, ενσωματώνοντας συστήματα αποθήκευσης.
Η αυτόνομη αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας με τη μορφή μπαταριών και αντλησιοταμίευσης, η οποία θα βοηθούσε στη διαχείριση των ροών από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, έχει επίσης καθυστερήσει, εν μέρει εξαιτίας των καθυστερήσεων στη θέσπιση ενός πλαισίου για μπαταρίες μεγάλης κλίμακας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι το έντονο ενδιαφέρον των εμπορικών φορέων είναι πολλαπλάσιο του στόχου για το 2030 και έχει οδηγήσει σε μείωση του κόστους.
Οι πολεοδομικές διαφορές δυσκολεύουν την πρόκληση της αναβάθμισης και επέκτασης του ηλεκτρικού δικτύου, η οποία αποτελεί απαραίτητο βήμα για να καταστεί δυνατή η διαχείριση της νέας παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η σύνδεση απομονωμένων περιοχών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των πολλών νησιών της Ελλάδας. Στις αρχές του τρέχοντος έτους, ανακοινώθηκε ότι η διασύνδεση Αριάδνη Interconnection μεταξύ της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν θα τεθεί σε εμπορική λειτουργία πριν από τα τέλη του 2025, ενώ ο αρχικός στόχος ήταν οι αρχές του 2024.
Eπομένως, η επικρατούσα γεωπολιτική ατμόσφαιρα που ευνοεί τη μεγαλύτερη συνδεσιμότητα και τις επενδύσεις σε διασυνοριακές υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί, δυνητικά, «βούτυρο στο ψωμί» της Ελλάδας ως προς το κόστος εξισορρόπησης της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σε ένα σενάριο «υψηλής χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση υποβαθμίζει όλο και περισσότερο τον δυνητικό ρόλο εναλλακτικών ή συμπληρωματικών λύσεων, όπως η αποθήκευση ενέργειας, λόγω οικονομικών περιορισμών.
Τα νέα μεγαλεπήβολα έργα
Οι διασυνοριακές διασυνδέσεις παρέχουν το πλεονέκτημα της προσέλκυσης ειδικής χρηματοδότησης από την ΕΕ μέσω μηχανισμών όπως οι κατάλογοι των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) και των Έργων Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PMI), που λειτουργούν ως δίοδοι για τις επιχορηγήσεις της ΕΕ. Οι τελευταίες, με τη σειρά τους, μπορούν να συμβάλουν στη μόχλευση της χρηματοδότησης μέσω ιδιωτικών ή ημι-δημόσιων δανειστών. Η ελκυστικότητα της συμμετοχής σε τέτοια έργα είναι προφανής.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επιτάχυνση των ενεργειακών σχεδίων με τα οποία «απάντησαν» οι ηγέτες της ΕΕ οδήγησαν στην εμφάνιση μιας σειράς νέων προτάσεων που απέκτησαν πολιτική υποστήριξη υψηλού επιπέδου, η οποία συχνά αποτελεί το πρώτο βήμα για την εξασφάλιση ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας προσελκύουν όλο και μεγαλύτερη χρηματοδότηση από την ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι την επόμενη δεκαετία θα πρέπει να δαπανηθούν 584 δισεκατομμύρια ευρώ για τα δίκτυα αυτά, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του REPowerEU για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ άλλες εκτιμήσεις κυμαίνονται σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Το γεγονός αυτό τοποθετεί, για μια ακόμη φορά, τα εν λόγω έργα στο σταυροδρόμι της γεωπολιτικής και των εμπορικών συμφερόντων. Συνεπώς, υπάρχουν πολλά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν προτού υλοποιηθούν τα έργα αυτά.
Οι πρόσφατες περιπέτειες του Great Sea Interconnector (GSI – προηγούμενη ονομασία EuroAsia Interconnector), του πιο ώριμου από τα μεγάλα έργα διασύνδεσης της Ελλάδας, αποτυπώνουν ορισμένους από τους πιθανούς κινδύνους. Το έργο αφορά στη διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου, με ένα επιπλέον σκέλος που συνδέει την Κύπρο με το Ισραήλ.
Αρχικά, είχε εκτιμηθεί ότι θα κόστιζε κάτι λιγότερο από 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ στο σύνολό του. Πλέον, όμως, οι εκτιμήσεις έχουν εκτοξευθεί στα 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής, έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 657 εκατ. ευρώ από τον μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη» για το σκέλος Ελλάδα-Κύπρος, 100 εκατ. ευρώ από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Κύπρου και –δυνητικά– 100 εκατ. ευρώ από μια συμφωνία μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και ενός ισραηλινού επενδυτικού ταμείου. Προκύπτει, έτσι, ένα χρηματοδοτικό κενό ύψους 1 δισ. ευρώ.
Τον Αύγουστο του 2023, ωστόσο, η ΕΤΕπ απέρριψε την αίτηση του κατασκευαστή για δάνειο 600 εκατομμυρίων ευρώ για το έργο, διότι απέτυχε κατά την οικονομική αξιολόγηση της τράπεζας. Η ΕΤΕπ εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον το έργο θα μπορούσε να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές για την ολοκλήρωση της χρηματοδότησής του και ανέφερε ότι η αποθήκευση ενέργειας θα μπορούσε να είναι μια πιο οικονομικά βιώσιμη επιλογή για την Κύπρο.
Τον Σεπτέμβριο, ο EuroAsia Interconnector δεν κατέβαλε την πρώτη δόση ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ στον νορβηγικό προμηθευτή καλωδίων, τη Nexans, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να εκτιμήσουν ότι το έργο θα αποτύγχανε.
Η ανακοίνωση ότι ο ΑΔΜΗΕ αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στο έργο παρείχε κάποιες διαβεβαιώσεις όσον αφορά στην τεχνική του επάρκεια για την ολοκλήρωση του έργου. Από πολιτικής πλευράς, συνεχίζει να απολαμβάνει την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία πρότεινε τη συμμετοχή του αμερικανικού αναπτυξιακού ταμείου DFC.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η κυβέρνηση στη Λευκωσία εξακολουθεί να εμφανίζεται αναποφάσιστη όσον αφορά στην οικονομική βιωσιμότητα του τμήματος Κύπρος-Ισραήλ και αναμένει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης αξιολόγησης κόστους-οφέλους. Πρόσφατα, μάλιστα, ζήτησε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για τον διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους για το τμήμα Ελλάδα-Κύπρος.
Το σκέλος Ελλάδα-Κύπρος, που αρχικά σχεδιαζόταν να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 2025, αναμένεται τώρα να καταστεί λειτουργικό το νωρίτερο στα τέλη του 2029.
Η GREGY, η προτεινόμενη διασύνδεση με την Αίγυπτο, μόλις πρόσφατα συμπεριελήφθη στον κατάλογο των Έργων Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος για το 2023, ενώ μια προγενέστερη ανταγωνιστική διασύνδεση μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου (GAP) απέτυχε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ελληνικού κράτους.
Ο ΑΔΜΗΕ προτείνει τώρα να αποκτήσει μερίδιο στην Elica, τον φορέα ανάπτυξης της διασύνδεσης GREGY. Τον Μάιο του 2023, οι δύο εταιρείες υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης αναφορικά με μερίδιο ύψους 33,3%.
Η αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο έργο GREGY, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας στρατηγικής εταιρικής σχέσης ύψους 7,4 δισ. ευρώ με την Αίγυπτο, θεωρείται ως ένδειξη πολιτικής υποστήριξης προς το έργο, το οποίο επιδιώκεται να προστεθεί στον τελευταίο γύρο των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος. Ταυτόχρονα, η σύνδεση μεταξύ της επίτευξης των ενεργειακών στόχων της ΕΕ, της ανάσχεσης της μετανάστευσης και της ενίσχυσης της οικονομίας της Αιγύπτου υπογραμμίζει τις πολύπλοκες εξαρτήσεις που οδηγούν σε τέτοιου είδους γεωπολιτικές συμφωνίες με τρίτες χώρες.
Το «Πράσινο Αιγαίο» βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Το κόστος του ανέρχεται σε 7-8 δισεκατομμύρια ευρώ και προωθείται κυρίως από την ελληνική κυβέρνηση και τον ΑΔΜΗΕ, ενώ πρόσφατα συμπεριελήφθη στο 10ετές σχέδιο των ευρωπαϊκών διαχειριστών δικτύων μεταφοράς (ENTSO-E), γεγονός που το φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον χαρακτηρισμό του ως Έργου Κοινού Ενδιαφέροντος. Τώρα, αναμένονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-οφέλους από τους διαχειριστές δικτύων στην Αδριατική και την κεντρική Ευρώπη.
Η «Διασύνδεση Ελλάδας-Σαουδικής Αραβίας», ενώ απολαμβάνει υποστήριξη υψηλού επιπέδου, παραμένει στο στάδιο του σχεδιασμού, με τη δρομολόγησή της να τίθεται ενδεχομένως σε κίνδυνο από τον πόλεμο στη Γάζα.
Η συζήτηση που δεν έχει γίνει
Η αλληλεξάρτηση που δημιουργείται μεταξύ της «πράσινης μετάβασης» της Ελλάδας και της οικοδόμησης μιας αγοράς εξαγωγών πράσινης ενέργειας που προορίζεται για την εξυπηρέτηση ξένων αγορών εγείρει και άλλους πιθανούς κινδύνους, πέραν του γεωπολιτικού κινδύνου που συνήθως συνδέεται με τέτοια έργα.
Οι προτάσεις και οι στόχοι που καθορίζονται στο αναθεωρημένο προσχέδιο του ΕΣΕΚ θα καταστούν υποχρεωτικοί μόλις εγκριθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το τι μπορεί να συνεπάγονται για τους Έλληνες είναι σχεδόν ανύπαρκτος.
Το προηγούμενο σχέδιο, που βασιζόταν στην ανάπτυξη χερσαίας αιολικής ενέργειας, αντιμετωπίστηκε με διαμαρτυρίες τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες στην Ευρώπη, να στραφεί στην υπεράκτια ανάπτυξη. Ένα προγενέστερο σχέδιο για την ανάπτυξη αιολικού πάρκου με χρηματοδότηση της ΕΕ σε ακατοίκητες νησίδες του Αιγαίου αποσύρθηκε έπειτα από τεκμηριωμένες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με τους κινδύνους για τη βιοποικιλότητα, ενώ ένα από τα πρώτα οικόπεδα που σχεδιάστηκαν για πραγματική υπεράκτια ανάπτυξη μεταφέρθηκε αλλού μετά από αντιρρήσεις ξενοδόχων στην Κρήτη.
Εκτός από τις ίδιες τις ανεμογεννήτριες, οι οποίες προβλέπεται να φτάσουν σε δυναμικότητα τα 30 GW το 2050 από μόλις 5 GW το 2021, οι πλατφόρμες, τα καλώδια, οι υποσταθμοί και άλλες υποδομές δικτύου, αναμένεται να επιφέρουν έναν ορατό μετασχηματισμό στο τοπίο της Ελλάδας, ο οποίος δεν θα περιορίζεται σε απομακρυσμένες περιοχές και ενδέχεται να επηρεάσει άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός. Το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν ορισμένοι συμβιβασμοί για την επίτευξη αυτής της μείζονος πολιτικής αλλαγής δεν έχει ακόμη διερευνηθεί στον δημόσιο διάλογο.
Η απουσία ενεργού προγράμματος συνεργασίας των ενδιαφερόμενων μερών στην Ελλάδα βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με τις πιο συμβουλευτικές προσεγγίσεις που ακολουθούν οι κυβερνήσεις και οι εργολάβοι σε άλλες χώρες. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητο μέρος της δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά λειτουργεί επίσης και ως εργαλείο διαχείρισης κινδύνων. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, η οποία έχει μακρόχρονη παράδοση στη διαμόρφωση συναίνεσης, χρειάστηκαν 10 ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί το πρώτο υπεράκτιο αιολικό πάρκο, εν μέρει λόγω της μακρόχρονης διαδικασίας συνεργασίας που απαιτήθηκε για να ξεπεραστούν οι τοπικές αντιρρήσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη γνώμη οργανωμένων φορέων του τουρισμού, της αλιείας και της ναυτιλίας και του στρατού, για την κατάρτιση του χάρτη των υπεράκτιων αιολικών οικοπέδων. Παρόλα αυτά, το ευρύ κοινό εξακολουθεί να αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη των εν λόγω σχεδίων.
Ο κίνδυνος για τα έργα, αν όχι για ολόκληρη τη στρατηγική, δεν είναι μόνο θεωρητικός. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθέτησε πρόσφατα τις θέσεις τοπικών διαδηλωτών κατά των νέων γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης στην Κρήτη, με βασικό επιχείρημα ότι χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ενέργειας μέσω της περιοχής αυτής, χωρίς όμως να ωφελείται η τοπική κοινωνία. Εάν τέτοιου είδους τοπικές διαμαρτυρίες αποκτήσουν δυναμική και μετατραπούν σε εθνικό πολιτικό ζήτημα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πραγματική πολιτική απειλή.
Σχέδιο με όραμα ή ριψοκίνδυνο παιχνίδι;
Ως δήλωση προθέσεων, το φιλόδοξο σχέδιο της Ελλάδας να καταστεί κόμβος πράσινης ενέργειας μέσα στις επόμενες δυόμισι δεκαετίες στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα. Η στρατηγική αυτή φαίνεται να περιλαμβάνει τη δέσμευση για την επίτευξη και υπέρβαση των περιβαλλοντικών στόχων, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα νέο εθνικό βιομηχανικό μοντέλο. Οι πρακτικές λεπτομέρειες, ωστόσο, αποκαλύπτουν τις δυσκολίες.
Στην ουσία, το σχέδιο περιλαμβάνει την προσάρτηση των εθνικών μακροπρόθεσμων στόχων για το κλίμα σε μια χίμαιρα που αποτελείται από πολλά μεταβαλλόμενα μέρη, τα οποία δεν βρίσκονται όλα υπό τον έλεγχο των εθνικών φορέων χάραξης πολιτικής: ασταθείς γεωπολιτικές συγκλίσεις, παγκόσμια εμπορικά συμφέροντα, δυνητικά ασταθής εγχώρια πολιτική σκηνή και έντονα ανταγωνιστικές παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Όλα αυτά πρέπει να ευθυγραμμιστούν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το διακύβευμα είναι υψηλό: αν η στρατηγική αποτύχει, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει ακόμη και τους πιο μετριοπαθείς εθνικούς της στόχους.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται ταυτόχρονα στο macropolis.gr στα αγγλικά και έχει υλοποιηθεί με την υποστήριξη της Πρεσβείας των Κάτω Χωρών στην Αθήνα, στα πλαίσια προγράμματος δημοσιογραφίας για το κλίμα.