Μια ψιλή, επίμονη βροχή που δεν λέει να σταματήσει. Τα πεζοδρόμια και οι δρόμοι γεμάτα λακκούβες νερού και λάσπης. Τα νυχτερινά φώτα από τα μικρά μαγαζιά της παλιάς πόλης του Ντιγιάρμπακιρ, του Σουρ, φαντάζουν άξαφνα σαν ακυβέρνητες βάρκες σε τρικυμία.
Στους δρόμους της καρδιάς της μεγαλύτερης πόλης των Κούρδων της νοτιοανατολικής Τουρκίας, ο κόσμος πηγαινοέρχεται με το κεφάλι σκυφτό για να αποφεύγει τις ανελέητες ψιχάλες. Πρόσωπα ανέκφραστα, βλέμματα που προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις λακκούβες.
«Τα ίδια και τα ίδια. Λες και δεν μαθαίνουμε ποτέ. Ο μόνος φίλος του Κούρδου είναι ο Κούρδος και τα βουνά. Είμαστε πια αποκλεισμένοι, απομονωμένοι», μου λέει ένας φίλος μου από το Ντιγιάρμπακιρ που παρακολουθεί εδώ και χρόνια τις εξελίξεις στο κουρδικό ζήτημα. Η φωνή του είναι χαμηλή, το πρόσωπο του σπασμένο, λες και γερνάει πιο γρήγορα από όλους εμάς που δεν ζούμε εκεί κάτω. Τρώμε σε ένα μικρό εστιατόριο όχι μακριά από το Ουλού Τζαμί, το μεγάλο τζαμί των Σελτζούκων που εδώ και αιώνες δεσπόζει στο κέντρο της παλιάς πόλης μέσα από τα τείχη.
«Αν με ρώταγε ο πατέρας μου πριν γεννηθώ αν θέλω να γεννηθώ εδώ, στη γεωγραφία αυτή, θα του έλεγα σήμερα ένα μεγάλο “όχι”. Εγώ πια δεν μπορώ να φύγω