Φανταστείτε ότι η εργασία είχε κατακτήσει τον κόσμο. Θα ήταν το κέντρο γύρω από το οποίο θα περιστρεφόταν η υπόλοιπη ζωή. Τότε όλα τα άλλα θα υποτάσσονταν στην εργασία. Τότε σιγά σιγά, σχεδόν ανεπαίσθητα, οτιδήποτε άλλο –τα παιχνίδια που παίζονταν κάποτε, τα τραγούδια που τραγουδούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι έρωτες που εκπληρώνονταν, οι γιορτές που γιορτάζονταν– θα έμοιαζε με την εργασία και τελικά θα γινόταν εργασία. Και τότε θα ερχόταν μια στιγμή, η οποία θα ήταν σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη, όταν οι πολλοί κόσμοι που υπήρχαν κάποτε, προτού η εργασία κατακτήσει τον κόσμο, θα εξαφανίζονταν εντελώς από τα πολιτιστικά αρχεία, έχοντας πέσει στη λήθη.
Και πώς, σε αυτόν τον κόσμο της απόλυτης εργασίας, οι άνθρωποι θα σκέφτονταν, θα ακούγονταν και θα ενεργούσαν; Όπου κι αν κοίταζαν, θα έβλεπαν εργαζόμενους, υποαπασχολούμενους και ανέργους, και δεν θα υπήρχε κανείς μη καταμετρημένος σε αυτή την απογραφή. Παντού θα επαινούσαν και θα αγαπούσαν την εργασία, ευχόμενοι ο ένας στον άλλον το καλύτερο για μια παραγωγική μέρα, ανοίγοντας τα μάτια τους για να φέρουν σε πέρας τις εργασίες τους και κλείνοντάς τα μόνο για να κοιμηθούν. Παντού θα υποστηριζόταν το ήθος της σκληρής δουλειάς ως το μέσο