Μόλις 17 χρονών ήταν ο Τίμαρχος, όταν ο πατέρας του πέθανε αφήνοντάς του μεγάλη κληρονομιά. Ήταν ακόμη ανήλικος και δεν μπορούσε να την διαθέσει, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να την παίζει προκαταβολικά στα τυχερά παιχνίδια. Γνωστή άλλωστε σε όλους τους Αθηναίους ήταν η ροπή του προς αλλότριες απολαύσεις. Ένα σπίτι στους πρόποδες της Ακρόπολης, δύο κτήματα στην Αττική, ένα εργαστήριο επεξεργασίας δέρματος με έντεκα τεχνίτες-σκλάβους, μία εργάτρια ειδικευμένη στην κατασκευή πολυτελών ενδυμάτων, έναν εργάτη ειδικό στο κέντημα, πιστωτικούς τίτλους, επίπλωση, όλα τα πούλησε για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Κι όταν πια δεν είχε απομείνει τίποτε, στράφηκε στην πολιτική, «διαπρέποντας» κι εκεί σε υπεξαιρέσεις του δημόσιου χρήματος, πάντα για να ικανοποιεί παράνομα πάθη. Η ιστορία του είναι γνωστή, μας παραδίδεται από τον λόγο του Αισχίνη «Κατά Τιμάρχου» –παρά την υποστήριξή του από τον Δημοσθένη, ο Τίμαρχος καταδικάστηκε τελικά στο δικαστήριο– αλλά στην αρχαία Αθήνα η περίπτωσή του δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Πολλοί Αθηναίοι, που μαζί με τους Σικελούς θεωρούνταν οι πιο παθιασμένοι παίκτες ζαριών, είχαν