«Οι Αμερικανοί μας πρόδωσαν. Δεν ξέρω τι να κάνω, έχω τους γονείς μου στο χωριό πάνω στα σύνορα. Δεν θέλουν να φύγουν, παρόλο που έχουν αρχίσει οι βομβαρδισμοί. Πρέπει να φύγω να πάω να τους πάρω».
Η φωνή του Γιουνές ακούγεται τρομοκρατημένη στο τηλέφωνο. Και άξαφνα τόσο μακρινή, παρόλο που η σύνδεση είναι πολύ καλή. Ο Γιουνές, Κούρδος της Συρίας, ζει ανάμεσα στο Ερμπίλ του βόρειου Ιράκ και το Καμισλί, την κεντρική πόλη της κουρδικής επικράτειας της βόρειας Συρίας. Έχει ζήσει τον συριακό εμφύλιο, έχει δραπετεύσει από τον συριακό στρατό, έχει περάσει σύνορα νύχτες. Εκείνο το απόγευμα που μιλήσαμε, αυτός στο Ερμπίλ, εγώ στην Αθήνα, η φωνή του ήταν σαν σπασμένη. Θα έφευγε εκείνο το βράδυ για Καμισλί κι ύστερα για το χωριό των γονιών του. Από εκείνη τη μέρα, Τετάρτη 9 Οκτωβρίου, δεν έχω ακόμα νέα του, παρόλο που προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του.
Όλες αυτές τις μέρες δεχόμουν διαρκώς μηνύματα και ειδήσεις από ανθρώπους στη βόρεια Συρία, φωτογραφίες και βίντεο από τους βομβαρδισμούς, παιδιά τραυματισμένα, παιδιά και ενήλικες σκοτωμένους. Και μαζί με όλα αυτά πάντα ερωτήσεις. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Θα κάνει κάτι η Ευρώπη; Θα κάνει κάτι το αμερικανικό Κογκρέσο; Γιατί μας αφήνουν