«Tους παρακολουθούσα από το παράθυρο του λεωφορείου. Μαύροι έφηβοι περικυκλωμένοι από –λευκούς στην πλειοψηφία τους– αστυνομικούς να στέκονται με ψηλά τα χέρια και τις τσέπες γυρισμένες ανάποδα. Στα πρόσωπά τους εναλλάσσονταν η οργή, η ντροπή, ο φόβος, η παραίτηση, η πρόκληση».
Ο Ρόναν Μπένετ ένιωθε πάντα μία συνάφεια με τα μαύρα παιδιά του γκέτο που εξευτέλιζαν οι αστυνομικοί στη μέση του δρόμου. Στην εφηβεία του, ως Καθολικός στο Μπέλφαστ είχε βρεθεί σε ανάλογη θέση, να δέχεται καθημερινούς ελέγχους από τα βρετανικά στρατεύματα και τις παραστρατιωτικές ομάδες των Προτεσταντών. Με αποκορύφωμα τη σύλληψη και καταδίκη του σε ισόβια για τη δολοφονία ενός επιθεωρητή της αστυνομίας, κατά τη διάρκεια μίας ληστείας τράπεζας. Την ευθύνη για τη ληστεία είχε αναλάβει επίσημα ο IRA και η αστυνομία συνέλαβε τον Μπένετ χωρίς στοιχεία, επειδή απλώς έμενε κοντά στον τόπο του συμβάντος.
Ο Μπένετ δεν μιλάει παρά ελάχιστα για τη ζωή του στη φυλακή. Έμεινε δεκαοκτώ μήνες στο Long Kesh –μία φυλακή που αργότερα ονομάστηκε Maze κι έμεινε στην ιστορία ως ο τόπος όπου πέθαναν από απεργία πείνας οι κρατούμενοι του IRA– και αποφυλακίστηκε λόγω έλλειψης αποδείξεων. Μέσα στο κελί έμαθε να διαβάζει πολύ, να