Ένα πανηγύρι του Αιγαίου όπως παλιά
Ήταν καλοκαίρι του 1999, όταν το πλοίο Ροδάνθη έριχνε τους κάβους του στις τρεις τη νύχτα στην προβλήτα του Πάνω Κουφονησίου. Όταν πάτησα στεριά, μετά από ένα ταξίδι ατελείωτων ωρών με το καράβι, ζαλισμένος καθώς ήμουν με δυσκολία προσπαθούσα να ορίσω τον δρόμο, καθώς ο βασικός χωματόδρομος του νησιού δεν είχε ηλεκτροδότηση, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια όπως και τα αυτοκίνητα ήταν μετρημένα στα δάκτυλα, ενώ τα αστέρια φαινόντουσαν τόσο καθαρά, όσο και στο Άγιο Όρος.
Η αίσθηση που αυτόματα ενεργοποιήθηκε μέσα μου περισσότερο από όλες ήταν εκείνη της όσφρησης. Πολλές και διαφορετικές μυρωδιές. Πίσω μου, η Ροδάνθη μέσα σε χρόνο ρεκόρ είχε λύσει τους κάβους και μέσα στη νύχτα χάθηκε προς τον τελικό της προορισμό, το λιμάνι των Καταπόλων. Το ελκυστικό αυτό σκηνικό σε συνδυασμό με την υπέροχη οικογένεια του Μιχαλιού και της Άννας Πρασίνου, με την οποία το επόμενο πρωί γνωρίστηκα και που με τον τρόπο της με έκανε να αισθανθώ σαν να βρισκόμουν ανάμεσα σε δικούς μου ανθρώπους, με έκανε να δέσω τους κάβους της καρδιάς μου γερά στα Κουφονήσια. Όχι μόνο τα καλοκαίρια, αλλά και τους χειμώνες, καθώς τα ωραιότερα όνειρα που βλέπω διαδραματίζονται εκεί.
Εκείνο το καλοκαίρι, στην ταβέρνα του Μιχαλιού