Εκείνος: «Πορευόμασταν στα δύσβατα βουνά του οροπεδίου του Ομαλού, στις απελευθερωμένες από τους αντάρτες περιοχές. Εκεί είχε στήσει το αρχηγείο του ο δημοκρατικός στρατός. Πεινούσαμε, υπήρχε λίγη τροφή, αλλά δεν είχαμε σκεύη. Έτσι κάποιες αντάρτισσες που βρίσκονταν εκεί προσφέρθηκαν να μας δανείσουν τα δικά τους. Είχαμε μόλις τελειώσει το φαγητό και καθαρίζαμε τις καραβάνες με το χιόνι, όταν μια κοπέλα σταμάτησε μπροστά μου και μου πρόσφερε τη δική της καραβάνα. “Ορίστε, σύντροφε” μου είπε, “στη δίνω”. Την κοίταξα με έκπληξη. “Σε έχω ξαναδεί κάπου;” της είπα. Εκείνη σήκωσε τους ώμους της χαμογελαστή και αμήχανη. “Ποιος ξέρει” μου απάντησε. Τότε ξαφνικά θυμήθηκα. Είχα μπροστά μου το ίδιο γλυκό και στρογγυλό σαν το φεγγάρι πρόσωπο που χρόνια πριν με είχε εντυπωσιάσει στην Περιβολία».
Εκείνη: «Μεταξύ εκείνων που έφτασαν ήταν και ο Νίκος, ένας μετρίου αναστήματος ευγενής νέος, με φαρδιές πλάτες, πλούσια μαλλιά, μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά χέρια. Όταν τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν τυχαία και βρεθήκαμε κοντά, ένιωσα ότι κάτι άλλαζε μέσα μου: η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ήταν όμως εξαιτίας των ανιχνευτικών αεροπλάνων που συνέχιζαν εκείνη την εποχή να πετάνε πάνω από τα κεφάλια