Πάνε πάνω από οχτώ χρόνια από τότε που προσλήφθηκα για πρώτη φορά ως δημοσιογράφος. Με μεγάλη δυσκολία μπορώ να ανακαλέσω τα πρώτα ρεπορτάζ που έκανα ή τις πρώτες ειδήσεις που συνέταξα, σε αυτήν την αδιάκοπη και συχνά θλιβερή ροή ενημέρωσης που ακολούθησε.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι η αμηχανία και το άγχος του πρώτου καιρού, μπαίνοντας σε μία αίθουσα σύνταξης που αποτελούνταν κατά 80% από άνδρες. Κάθε πρωί επιτελούσα μια νευρωσική τελετουργία –βγαλμένη από τις ταινίες του Γούντι Άλεν– μπροστά από τη ντουλάπα μου. Το βασικό μου μέλημα ήταν να ντυθώ “κατάλληλα”, ώστε να μην αφήσω περιθώρια παρερμηνειών ή υπαινικτικών σχολίων στους άνδρες συναδέλφους μου.
Μετά, κατά τη διάρκεια της βάρδιας, προσπαθούσα να είμαι σχεδόν αόρατη και όσο το δυνατόν πιο παραγωγική, να μην αντιδρώ στο δικό τους λεκτικό ή εξωλεκτικό και βαθιά ανδρικό κώδικα επικοινωνίας, να μην βγαίνω για τσιγάρο, να μην χαζεύω ένα πεντάλεπτο έξω από το παράθυρο, να μην πονάω όταν ήμουν αδιάθετη. Ήταν ένα ιδιότυπο δικό μου διάβημα, για να αποδείξω ότι ήμουν αντάξιά τους.
Σεξισμός χωρίς σεξιστές
Δεν ήταν ότι δεν με είχε ακουμπήσει η σύγχρονη φεμινιστική θεωρία. Το αντίθετο. Είχα ξεπατικώσει ήδη αρκετή Μπάτλερ και Κρίστεβα