Τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα παραθερίζοντας στην Κρήτη. «Ορμητήριο» της τετραμελούς οικογένειάς μου –των γονιών μου, εμένα και του αδερφού μου– ήταν οι Φίλιπποι, ένα μικρό ορεινό χωριό στο νότιο Ηράκλειο. Τα απογεύματα, αφού είχε «σπάσει» η πολλή ζέστη, οι γιαγιάδες και οι παππούδες έβγαιναν στα μικρά δρομάκια του χωριού, κουβαλώντας μαζί τους τις άβολες πλαστικές καρέκλες τους και λέγοντας τα κουτσομπολιά. Ξυστά ανάμεσα στους «γέρους» περνούσαμε εμείς, τα παιδιά της Αθήνας, που βλέπαμε τη μεγαλόνησο ως «το νησί που πάμε τα καλοκαίρια», παίζοντας κυνηγητό και κρυφτό, το οποίο απολαμβάναμε ιδιαίτερα όσο έπεφτε το σούρουπο και το σκοτάδι γινόταν πηχτό.
Από εκείνη την εποχή πέρασαν πολλά χρόνια. Ο προπάππους μου έφυγε, λίγο αργότερα ακολούθησε η προγιαγιά μου. Ήταν τα μόνα μέλη της οικογένειάς μας που είχαν παραμείνει στο χωριό. Έτσι το σπίτι μας ερήμωσε, καθώς όλοι οι απόγονοί τους εγκατέλειψαν τους Φιλίππους είτε για το Ηράκλειο, είτε για κάποια αθηναϊκή συνοικία, είτε για τα φτωχά προάστια της Νέας Υόρκης και του Σίδνεϊ. Το ίδιο μοτίβο ακολούθησαν πάνω-κάτω και οι υπόλοιπες οικογένειες, με αποτέλεσμα σήμερα στους δρόμους όπου παίζαμε να περπατούν