Αργά το βράδυ λίγες μέρες μετά την πρωτοχρονιά, μετά από ένα 10ωρο roadtrip στους κακοτράχαλους δρόμους του Μαρόκο, φτάνουμε επιτέλους στο bivouac σε μια απόμακρη περιοχή της Σαχάρας όπου θα περάσουμε δύο νύχτες. Η θερμοκρασία στην έρημο πέφτει κατακόρυφα από τους 20 βαθμούς Κελσίου στους -2 και το κρύο έχει ήδη γίνει τσουχτερό. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια και γύρω μας επικρατεί απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος της φωτιάς που έχουν ανάψει σε έναν λάκκο οι Βερβέροι που θα μας φιλοξενήσουν.
Καθόμαστε γύρω από το τραπέζι όπου θα μοιραστούμε το βραδινό μαζί με τους υπόλοιπους επισκέπτες του καταυλισμού και πίνουμε ζεστό thé à la menthe για το καλωσόρισμα. Το μοναδικό φως στη σκηνή έρχεται από δεκάδες κεριά, ενώ δύο σόμπες υγραερίου ζεσταίνουν γλυκά το χώρο, στην άμμο είναι ριγμένα μάλλινα χαλιά και το τραπέζι είναι στρωμένο απλά, με κεραμικά χειροποίητα ποτήρια και πιάτα διακοσμημένα με μαροκινά μοτίβα. Ξεκινάμε με μια αχνιστή σούπα και μετά από λίγο συνειδητοποιούμε ότι όλοι οι συνδαιτυμόνες μας είναι Δανοί. Η Helena, η μεγαλύτερη σε ηλικία της παρέας, αναλαμβάνει να μας συστήσει τους υπόλοιπους. Όπως μας εξηγεί, με τον σύζυγό της κάθε δύο χρόνια περνούν τις