«Είμαι ακόμα εδώ. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Μην ρίξετε δάκρυα για το κορμί μου γεμάτο αίμα. Γίνομαι μάρτυρας στα χέρια του κατακτητή αλλά δόξα τον Αλλάχ είμαι πεσμέργκα».
Τα γράμματα είναι χαραγμένα σε έναν τσιμεντένιο τοίχο. Κάνει ζέστη, νιώθω σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε αργά στο μέτωπο μου, κι η ανάσα μου γίνεται πιο δύσκολη. Και πιο γρήγορη. Είμαστε στο δαιδαλώδες κτίριο της «Κόκκινης Φυλακής» στο Σουλεϊμάνιγιε, στο νοτιοανατολικό μέρος της επικράτειας της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ.
Στο κτίριο αυτό, η τρομερή Mukhabarat, η υπηρεσία ασφαλείας του Σαντάμ Χουσεΐν, φυλάκισε και βασάνισε συστηματικά χιλιάδες Κούρδους επαναστάτες από το 1986 μέχρι το 1991. Κελιά για άντρες, κελιά για γυναίκες με παιδιά, κελιά για διαφορετικούς τύπους βασανιστηρίων, από φάλαγγα μέχρι ηλεκτροσόκ. Και ένα ειδικό κελί για τα παιδιά πάνω από 15 χρονών. Που η Mukhabarat τους άλλαζε τις ηλικίες και τα έκανε στα χαρτιά να φαίνονται ότι είναι δεκαοχτώ για να μπορούν τα δικαστήρια του Σαντάμ να τα καταδικάζουν σε θάνατο.
«Με λένε Μαχσίν. Φυλακισμένος σε μια από τος γωνίες αυτής της φυλακής. Είμαι δεκαπέντε χρονών, το άλλαξαν και με έκαναν 18».
Νιώθω να αναπνέω και πάλι μόλις βγαίνουμε