
Πριν από μερικές μέρες είχα πιάσει την κουβέντα για τον κορονοϊό με μία γειτόνισσα, η οποία είναι κοινωνιολόγος στο επάγγελμα και διδάσκει σε γυμνάσιο της Αθήνας. Ήταν η περίοδος που η Ιταλία έμπαινε για τα καλά στην κρίση της αντιμετώπισης του ιού και εδώ περιμέναμε το αναπόφευκτο πρώτο κρούσμα. «Στη δουλειά ήδη άρχισαν τα αστεία, “άντε πότε θα κλείσουν τα σχολεία, να ξεκουραστούμε και λίγο”», μου είπε χαριτολογώντας εκείνο το απόγευμα.
Αυτές τις μέρες που υπάρχει ανάγκη για ξεκάθαρη ενημέρωση κι ανάλυση, το inside story προσφέρει όλα τα άρθρα γύρω από τον Covid-19 ελεύθερα ώστε όλοι οι αναγνώστες να έχουν πρόσβαση στις έρευνες μας για τον κορονοϊό. #ΜένουμεΣπίτι: Ανακαλύψτε πάνω από 2.500 ρεπορτάζ και ιστορίες του inside story. Γραφτείτε για έναν μήνα δωρεάν EΔΩ |
Τη συνέχεια τη γνωρίζετε. Τα σχολεία έκλεισαν, τα εμπορικά καταστήματα κατέβασαν ρολά, η ζωή μας πάγωσε στην προσπάθεια να καθυστερήσουμε την εξάπλωση του κορονοϊού και να προλάβουμε μία εξέλιξη αντίστοιχη με αυτή που βιώνει η γειτονική μας χώρα. Αυτή η απότομη, βίαιη μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε ήταν αναπόφευκτο να αφήσει, ήδη από τις πρώτες ημέρες των μέτρων, ένα βαθύ αποτύπωμα στον ψυχισμό μας, στα συναισθήματά μας. Και η πρώτη μου επαφή με αυτή την πραγματικότητα ήρθε μέσα από τα λόγια της γειτόνισσας, η οποία, όταν ειδωθήκαμε ξανά, δεν είχε πια όρεξη για αστεία περί κλειστών σχολείων: «Καλά ήμασταν τελικά πριν, ζούσαμε πιο ξεκούραστα», μου είπε, «τώρα που καθόμαστε στο σπίτι και δεν ξέρουμε τι θα γίνει με την υγεία, τη ζωή μας, τα σχέδιά μας, η πραγματικότητα είναι πιο κουραστική, έχω μεγαλύτερη ανησυχία».
Η μεταβολή στη διάθεση της γειτόνισσάς μου προερχόταν από μία βαθιά στενοχώρια για την ξαφνική αναστάτωση της ζωής της και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση. Γύρω μου άρχισα να παρατηρώ εντελώς αντιφατικές αντιδράσεις, που από τη μία έδειχναν αδικαιολόγητο φόβο και νευρικότητα, από την άλλη άρνηση της κατάστασης. Στο σουπερμάρκετ μία ηλικιωμένη κυρία γέμιζε το καρότσι με ρύζι, μακαρόνια και καθαριστικά, σκουπίζοντας νευρικά το πρόσωπο της μ’ ένα αντισηπτικό μαντηλάκι, που φαινόταν στεγνό. Φοβόταν τα μικρόβια κι όμως βγήκε από το σπίτι της και ήρθε σε επαφή με δεκάδες άτομα που ψώνιζαν εκείνη την ώρα. Αντίστοιχα, το περασμένο Σαββατοκύριακο εκατοντάδες κόσμου επισκέφθηκε παραλίες σε όλη τη χώρα, παρά τις συστάσεις για περιορισμό άσκοπων μετακινήσεων και αποφυγή στενών επαφών.
Η σύγχυση και η αντιφατικότητα στις πράξεις μας μοιάζει να έχουν ένα κοινό μοτίβο: το φόβο. Από τη μία μέρα στην άλλη, καλούμαστε να αλλάξουμε δραστικά την καθημερινότητά μας και αυτό έχει δύο προεκτάσεις: από τη μία συνειδητοποιούμε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και από την άλλη ότι είναι εκτός του ελέγχου μας.
«Παρότι οι συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού δεν έχουν μελετηθεί και καταγραφεί συστηματικά, οι γνώσεις μας από άλλες ιατρικές κρίσεις του παρελθόντος, όπως της φυματίωσης, του SARS ή του HIV, δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη σύνδεση ανάμεσα σε τέτοιες κρίσεις και στην επιδείνωση της ψυχικής μας υγείας», σχολιάζει η Δήμητρα Τσικνή, κλινική ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια CBT (γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία). Μία κρίση τέτοιας έκτασης που μας επηρεάζει άμεσα, ενεργοποιεί πρώτα και κύρια συναισθήματα άγχους, φόβου, αγωνίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα φοβικά συναισθήματα είναι μέρος του μηχανισμού που διαθέτει ο άνθρωπος απέναντι σε μία απειλή, όπως ο κορονοϊός. «Η αμυγδαλή μας όταν εκλαμβάνει κάτι ως απειλητικό ενεργοποιεί το σύστημα του στρες με σκοπό να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε», εξηγεί η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια Κατερίνα Σοφιανοπούλου. Η σκέψη πως κάτι πρόκειται να μας βλάψει επανέρχεται όσο διαρκεί η απειλή και «ενεργοποιεί το συναίσθημα του φόβου, που με τη σειρά του ενεργοποιεί μία συμπεριφορά, όπως το συχνό πλύσιμο των χεριών». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι σκέψεις μπορεί να γίνουν εμμονικές, πυροδοτώντας αντίστοιχες αντιδράσεις, όπως έντονο εκνευρισμό με τον βήχα ενός περαστικού ή άδειασμα των ραφιών του σουπερμάρκετ.
Το γεγονός πως οι πληροφορίες σχετικά με τα ακριβή χαρακτηριστικά, την εξέλιξη κι αντιμετώπιση του ιού είναι περιορισμένες, εντείνει το φόβο μας. Παρατηρούμε τις συνεχείς αλλαγές, «βλέπουμε την χώρα να κατεβάζει ρολά για λόγους δημόσιας υγείας και δεν μπορούμε πάντα να αντιληφθούμε τι μας αφορά προσωπικά, σε ποιον βαθμό κινδυνεύουμε οι ίδιοι και αυτό επιδεινώνει σημαντικά το αίσθημα άγχους», παρατηρεί η Δ. Τσικνή. Οι οδηγίες προστασίας για τον γενικό πληθυσμό μας φαίνονται πολύ απλές και όχι τόσο δραστικές για να θωρακιστούμε απέναντι στον σκοτεινό ιό, ως εκ τούτου χρειάζεται να πάρουμε οι ίδιοι περισσότερα μέτρα. Μα όσο περισσότερο γεμίζουμε τα καλάθια μας με κάθε λογής προϊόντα με τον φόβο ότι θα εκλείψουν, τόσο πιο απροστάτευτοι νιώθουμε.
|
Μία από τις πρώτες ανησυχίες που δημιουργείται με το ξέσπασμα μιας επιδημίας, είναι να μην νοσήσουμε. Η ανησυχία αυτή όμως και ο συνακόλουθος φόβος πάνε πολύ βαθύτερα στον ψυχισμό μας. Οι άνθρωποι συνήθως προσπαθούμε να έχουμε σε μία τάξη τη ζωή μας, χτίζοντας τη γνώριμη και ασφαλή ρουτίνα μας. Ακόμη και τα πάσης φύσεως σχέδια που κάνουμε για το μέλλον, τα οργανώνουμε στο παρόν και θεωρούμε πως έχουμε τον πλήρη έλεγχο. Ύστερα κάτι συμβαίνει και καλούμαστε να κατανοήσουμε πως ο απόλυτος έλεγχος δεν είναι πεποίθηση, αλλά ψευδαίσθηση.
«Ο κορονοϊός τινάζει στον αέρα το μύθο ενός αυτόνομου, αυτοδύναμου ανθρώπου», σχολιάζει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Σε μία εποχή που καλλιεργείται το ιδεολόγημα πως “είμαστε κύριοι του εαυτού μας” και πως “όλα είναι δυνατά”, νιώθουμε πιο έντονα την ανεπάρκειά μας». Επαγγελματικά σχέδια ναυαγούν, δουλειές παγώνουν, πλάνα ματαιώνονται. Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί μεμονωμένα σε οποιονδήποτε από κάθε γωνιά του κόσμου. Τώρα, όμως, συμβαίνει μαζικά, χτυπώντας και τη δική μας πόρτα. «Τότε αντιστεκόμαστε πολύ στο να σταματήσουμε τη ζωή μας επειδή κάτι κακό συμβαίνει, ίσως πιστεύοντας ασυνείδητα πως αν δεν την σταματήσουμε, το κακό θα φύγει. Αλλά δεν θα φύγει. Όπως ποτέ τίποτα δεν έπαψε να συμβαίνει επειδή εμείς γυρίσαμε την πλάτη και το αγνοούσαμε», διαπιστώνει η Ερατώ-Μαρία Ιωαννίδου, δικαστική ψυχολόγος.Η σύγκρουση ανάμεσα στην εντύπωση του πλήρους ελέγχου και της ξαφνικής απώλειάς του αποτελεί μία απότομη προσγείωση. Συνέπεια αυτής μπορεί να είναι η αύξηση των καταθλίψεων, κατ’ εξοχή ασθένειας του σύγχρονου ανθρώπου, όπως επισημαίνει και η Φ. Τσαλίκογλου. «Ο αόρατος εχθρός πλήττει καίρια τον ψυχισμό των ανθρώπων, που δεν έχουν μάθει στις ρωγμές, την ενδεχόμενη απώλεια και τον ψυχικό πόνο». Παράλληλα, πίσω από μία απειλή για την υγεία μας, ειδικά μια τόσο διάχυτη και άγνωστη, κρύβεται η επιθυμία για ζωή και ο φόβος του θανάτου, «μία διαπάλη που μας συγκροτεί ως υποκείμενα από την αρχή της ύπαρξής μας».
Οι αντιφατικές συμπεριφορές των ανθρώπων βέβαια, από το εμμονικό καθάρισμα των χεριών και το μανιακό στοκάρισμα τροφίμων, μέχρι τη συνέχιση της καθημερινότητας χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης (με το κοινό το στοιχείο της ακρότητας) «έχουν να κάνουν και με την ιδιοσυγκρασία, τις προσλαμβάνουσες και τους φόβους του καθενός», όπως προσθέτει η Κ. Σοφιανοπούλου. Ωστόσο, αποτελούν κι αυτές μια προσπάθεια άσκησης ελέγχου απέναντι στην απειλή, ένα ξόρκισμα του κακού στη λογική του «άμα δεν το βλέπω δεν συμβαίνει» ή «αν πάρω όλα τα δυνατά μέτρα δεν θα με βλάψει».
Η στάση που είχαμε μέχρι τώρα απέναντι σε ασθένειες, όπως η εποχική γρίπη, ήταν να συνεχίζουμε κανονικά το πρόγραμμά μας. Με τον κορονοϊό δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, καθώς οι οδηγίες περιλαμβάνουν περιορισμό μετακινήσεων σε όλους και καραντίνα σε όσους νοσούν ή ήρθαν σ’ επαφή με νοσούντες. «Η ανάγκη της απομόνωσης, ειδικά στην περίπτωση που απαιτηθεί νοσηλεία, δημιουργεί αισθήματα φόβου, μοναξιάς και απώλειας», εξηγεί η Δ. Τσικνή. Η απομάκρυνση από οικεία πρόσωπα σε μία κρίσιμη στιγμή, που η παρουσία τους και μόνο θα αποτελούσε μία πηγή ψυχικής ηρεμίας, προκαλεί στενοχώρια. «Πρόκειται για ένα παράδοξο, που μας δυσκολεύει ακόμα περισσότερο: ενώ η φυσική μας τάση, όταν θεωρούμε ότι υπάρχει μία απειλή για τον εαυτό μας και τους δικούς μας ανθρώπους, είναι να προσπαθούμε να είμαστε μαζί τους και να τους προστατεύουμε, στην περίπτωση του κορονοϊού οφείλουμε να απομακρυνθούμε για να τους προστατεύσουμε».
Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα που είχε γίνει σε επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι είχαν μπει σε καραντίνα κατά την έξαρση του SARS, οι συνέπειες στην ψυχολογία περιλαμβάνουν συναισθηματική εξάντληση, αϋπνία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και απροθυμία για τη συνέχιση εργασίας. Μάλιστα, συμπτώματα μετατραυματικού στρες εμφανίζονταν ακόμη και τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της επιδημίας τόσο σε νοσοκόμους, γιατρούς, όσο και σε γονείς και παιδιά.
Η καραντίνα σχετίζεται και με το στίγμα της επίσημης αναγνώρισης του «μολυσμένου». Αυτό ανέφεραν και οι συμμετέχοντες στην προαναφερθείσα έρευνα, καθώς βίωσαν απόρριψη από το περιβάλλον, φοβικές συμπεριφορές και κριτικά σχόλια. Την περίοδο της επιδημίας του Ebola, άτομα που έβγαιναν από την καραντίνα, απέκρυπταν από το περιβάλλον τους ακόμη και ελαφρύτερες ασθένειες, ενώ συχνά απέφευγαν να απευθυνθούν σε ειδικούς, γιατί φοβόντουσαν μην στιγματιστούν ξανά.
Η διάχυτη καχυποψία, ειδικά σε τέτοιας κλίμακας γεγονότα, πηγάζει κυρίως «από την ανάγκη να αποδώσουμε κάπου ευθύνες και να αιτιολογήσουμε καταστάσεις, αλλά τις περισσότερες φορές δεν οδηγεί πουθενά», εξηγεί η Ε. Ιωαννίδου. Έτσι, την ευθύνη έχει η κυρία που δεν φοράει γάντια, ο νεαρός που βήχει χωρίς να καλύψει το στόμα του, η Κίνα με τις παράξενες διατροφικές συνήθειες και η Ιταλία με τα καθυστερημένα αντανακλαστικά.
Τα φοβικά συναισθήματα, η ανησυχία, η θλίψη, το άγχος μπροστά σε κάτι άγνωστο και εν δυνάμει θανατηφόρο είναι αναμενόμενες, όπως αναφέρει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Ζούμε σε μία περίοδο που λαμβάνουμε έναν καταιγισμό πληροφοριών καθημερινά και είναι η πρώτη φορά που δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε, γιατί τώρα μας αφορούν άμεσα. Γι’ αυτό, το βασικότερο είναι να ελέγχουμε τις πηγές μας, να εμπιστευόμαστε μόνο ειδικούς κι επιστημονικά δεδομένα σχετικά με οτιδήποτε αφορά τον κορονοϊό και να ακολουθούμε τις οδηγίες του ΠΟΥ. Σημαντικό είναι στη συνέχεια, να βάλουμε τα πράγματα σε μια προοπτική, ώστε να καταλάβουμε πως για ένα διάστημα η ζωή μας θα είναι διαφορετική.
Η πιθανότητα να συνεχίσουμε την καθημερινότητά μας όπως πριν, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό η Δ. Τσικνή προτείνει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση που λέει πως «θα σταματήσουμε να ζούμε όπως ξέραμε ως τώρα, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε». Ο άνθρωπος καλείται συχνά να διαχειριστεί δυσκολίες, ανατροπές, προβλήματα και αυτό είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. «Όσο και αν είναι δυσάρεστο να “ξεβολευόμαστε” από την ρουτίνα που έχουμε επιλέξει, μπορούμε να αναπτύξουμε σχετικά εύκολα άλλους τρόπους διαβίωσης, χωρίς σημαντικές προσωπικές απώλειες, αρκεί να μην επιτρέπουμε στον άκαμπτο τρόπο σκέψης μας να μας στερήσει την δυνατότητα προσαρμογής».
Ο φόβος θα συνεχίσει να υπάρχει και να συμπορεύεται με τις εξελίξεις του κορονοϊού. Πρόκειται για μία δυστοπική συνθήκη, στην οποία όμως μπορούμε να προσαρμοστούμε και να την κάνουμε να δουλέψει υπέρ μας. «Ψυχολογικά, αυτό μπορεί να μας φανεί πολύ χρήσιμο, γιατί καλούμαστε να εξερευνήσουμε τα όρια της ψυχικής μας ανθεκτικότητας και να αποδεχτούμε ότι τελικά μπορούμε να ζήσουμε και αλλιώς», διαπιστώνει η Ε. Ιωαννίδου και συμπληρώνει: «μάλιστα θα βοηθήσει αν αντιληφθούμε την παραμονή στο σπίτι ως μια εκούσια και υπεύθυνη επιλογή απέναντι στον εαυτό μας και τους γύρω μας, παρά ως μια απαγόρευση».
Παράλληλα, είναι μία καλή ευκαιρία να κάνουμε πράγματα, που η προηγούμενη καθημερινότητά μας δεν επέτρεπε. «Τώρα είναι η στιγμή να αξιοποιήσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας, που πολύ συχνά γκρινιάζουμε ότι δεν υπάρχει. Μπορούμε να ξεκουράσουμε το μυαλό και το σώμα μας, να αναπτύξουμε την ευελιξία και τη δημιουργικότητά μας, αλλά και να προσφέρουμε στον εαυτό μας και τους δικούς μας την απόλυτη προσοχή και αφοσίωσή μας», συμβουλεύει η Δ. Τσικνή.
Ακόμη και η επώδυνη συνειδητοποίηση πως δεν έχουμε τον απόλυτο έλεγχο της ζωής μας, πως είμαστε τρωτοί κι ευάλωτοι μπορεί να αποτελέσει μία πηγή δύναμης. Ο αόρατος εχθρός, η πανδημία, δεν κάνει εξαιρέσεις ούτε διακρίσεις. Έρχεται απροειδοποίητα για να κλονίσει τη σταθερότητα μας, να ανατρέψει τα δεδομένα και να μας δείξει τις «ρωγμές» μας. Η αποδοχή αυτής της σκληρής αλήθειας είναι ένας τρόπος να ανακουφιστούμε και να αποκαταστήσουμε τη χαμένη μας ισορροπία. Αρκεί να μην την ξεχάσουμε, όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητά.
Σχόλια