Όταν η Ντενίζ Μιούρελ είδε για πρώτη φορά την «Olympia» (1863) του Εντουάρ Μανέ να προβάλλεται σε μία οθόνη από τον προτζέκτορα του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο σχολείο της, περίμενε με περιέργεια και μια κάποια αγωνία να ακούσει τι είχε να πει για τη μαύρη γυναίκα στη δεξιά πλευρά του πίνακα. Ο (λευκός) άνδρας περιέγραφε για ώρα τη γυναίκα που κοιτάει κατάματα τον φακό, ξαπλωμένη ολόγυμνη και δίχως ίχνος ντροπής για την αδαμιαία περιβολή της, είπε ότι την έλεγαν Βικτορίν Μερ και ήταν μοντέλο πολλών ζωγράφων της εποχής της, αλλά δεν του περίσσευε ούτε μία λέξη για τη ντυμένη υπηρέτρια που της πρόσφερε λουλούδια.
Φυσικά, δεν διέφυγε της προσοχής της Μιούρελ ότι αυτή είναι η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει εν γένει η Ιστορία της Τέχνης σε όλες τις μαύρες γυναίκες και ενίοτε και στους άνδρες, στους πίνακες ζωγραφικής των μεγάλων μουσείων και όχι μόνο. «Στη διάρκεια της Αναγέννησης υπήρχε η θεματική της Προσκύνησης των Μάγων, στην οποίαν οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν πάντοτε έναν αφρικανό βασιλιά. Ήθελα να καταλάβω γιατί συνέβαινε αυτό. Ήταν υπαρκτά τα πρόσωπα στους πίνακες; Είχαν ποζάρει για τον ζωγράφο; Γνωρίζονταν από πριν;» διερωτήθηκε στην πορεία.
Όπως ανακάλυψε, η μαύρη γυναίκα στο