H πρόσφατη υπουργοποίηση του Μάκη Βορίδη και (σε μικρότερο βαθμό) του Αδώνιδος Γεωργιάδη επανέφερε στην δημόσια συζήτηση την πληγή του ελληνικού αντισημιτισμού. Όσοι έχουν ασχοληθεί με την μελέτη του φαινομένου στην Ελλάδα, αλλά και επιφανείς της εβραϊκής κοινότητας, ομοφωνούν πως το πρόβλημα είναι η διάχυση της αντισημιτικής ρητορικής στην κοινωνία, όπως αποτυπώνεται στις δηλώσεις πολιτικών από όλο το κομματικό φάσμα, τον τύπο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάποια έθιμα, την ποπ κουλτούρα. Το πρόβλημα είναι ο «αντισημιτισμός της διπλανής πόρτας», ο φορέας του οποίου πολλές φορές δεν έχει καν επίγνωση πως αυτό που λέει ή σκέφτεται είναι αντισημιτικό ή κατακριτέο.
Στην βάση του αντισημιτισμού βρίσκεται η πεποίθηση πως οι Εβραίοι δεν είναι πολίτες που τυγχάνει να έχουν διαφορετικό θρήσκευμα, ενταγμένοι στην ευρύτερη κοινωνία. Αντιθέτως, θεωρούνται –ανεξάρτητα από τον βαθμό κοινωνικής τους ενσωμάτωσης– μέλη μιας ομάδας με «ατζέντα» και συμφέροντα που αντιστρατεύονται εκείνα της χώρας όπου ζουν. Πιστεύεται πως δεν τρέφουν γι’ αυτήν την ίδια αφοσίωση με τους υπόλοιπους