Εκ πρώτης όψεως, το editorial των New York Times στις 19 Νοεμβρίου με θέμα τη διασπορά ψευδών ειδήσεων στην εποχή των κοινωνικών δικτύων μοιάζει περιφερειακή στη συγκυρία. Στις ψευδείς ειδήσεις είχε αφιερώσει λίγες μέρες πριν μεγάλο μέρος από τη συνέντευξή του στον κωμικό και παρουσιαστή Μπιλ Μάχερ και ο απερχόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμπτωση, αν οι αριθμοί τους οποίους παραθέτει ο κολοσσός της αμερικάνικης δημοσιογραφίας δεν καταδείκνυαν ότι οι ψευδείς ειδήσεις έχουν πια αφήσει πίσω τα “επίσημα” μέσα ενημέρωσης, έχοντας μάλιστα συνεισφέρει πολύ ενεργά στη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Ο ίδιος φαίνεται να το αναγνωρίζει αυτό. Σάλο έχει προκαλέσει η απόφασή του να τοποθετήσει στη θέση του στρατηγικού επικεφαλής του Λευκού Οίκου ένα πρόσωπο που είναι για πολλούς συνυφασμένο με το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και μάλιστα στην πιο επιθετική ακροδεξιά της εκδοχή: τον Στιβ Μπάνον, διευθυντή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Breitbart που επί των ημερών της προεκλογικής κούρσας χάρισε στα εκατομμύρια αναγνωστών του μία συνεχή ροή περιεχομένου προσανατολισμένου στο να εγείρει τα πιο αντιδραστικά ένστικτα της αμερικάνικης κοινής γνώμης.
Η ανάθεση ενός τόσο