Στην αρχή δεν είχε παρά μία θολή ιδέα για την πλοκή και ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα για τους χαρακτήρες. Ύστερα –αφού είχε κάνει ένα σύντομο τσεκ απ στον γιατρό του για να διαπιστώσει αν μπορούσε να αντέξει το στρες– απομονωνόταν στο γραφείο του. Εκεί τον περίμεναν τέσσερις δωδεκάδες μολύβια, μία γραφομηχανή ΙΒΜ και πακέτα λευκές κόλλες, ενώ στην πόρτα κρεμόταν μία πινακίδα «Do not disturb» κλεμμένη από το ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης. Όσο διαρκούσε το γράψιμο του βιβλίου φορούσε ένα «τυχερό» πουκάμισο που το έπλενε κάθε βράδυ και το φορούσε ξανά το επόμενο πρωί.
Στη δουλειά του ο Ζορζ Σιμενόν ήταν μεθοδικός και λειτουργούσε περισσότερο ως τεχνίτης παρά ως συγγραφέας. Ολοκλήρωνε ένα μυθιστόρημα σε δέκα περίπου μέρες. Την πρώτη εβδομάδα το έγραφε και τις υπόλοιπες δύο-τρεις ημέρες έκανε τις διορθώσεις. Έγραφε όλο το πρωί, ολοκληρώνοντας ένα κεφάλαιο την ημέρα. Τις υπόλοιπες ώρες απαγόρευε σε οποιονδήποτε μέσα στο σπίτι να του μιλάει, καθώς ήταν απορροφημένος με τη συνέχεια της πλοκής του νέου του έργου.
Σε όποιον ρωτούσε αν αυτή η μέθοδος άρμοζε σε έναν συγγραφέα, η απάντηση ήταν αφοπλιστική. «Οι συνάδελφοί μου» έλεγε με μία δόση σαρκασμού, «αναλώνονται στις συνήθεις δραστηριότητες