Έχοντας περάσει από την Wall Street, ο Μπράντλεϋ Μπέρκενφελντ, το τρίτο παιδί μιας αμερικάνικής οικογένειας από ένα προάστιο της Βοστώνης, είχε από νωρίς το «μικρόβιο» του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος: το 1994 ανέφερε έναν από τους πρώτους εργοδότες του, την State Bank, στο FBI για μη συμμόρφωση στους νόμους. Το 1998 έπιασε δουλειά στη Γενεύη, αρχικά στην Credit Suisse και στη συνέχεια στην Barclays.
Η δουλειά του ήταν να προσελκύει πλούσιους πελάτες, μόνιμους κατοίκους των ΗΠΑ, στον «ελβετικό παράδεισο» (one way street, όπως λέει στο inside story, καθώς τα χρήματα αν και εφόσον φτάσουν στην Ελβετία δεν φεύγουν ποτέ από εκεί). Εκεί δεν περιοριζόταν στο άνοιγμα λογαριασμών, αλλά πρότεινε τη δημιουργία τραστ και εξωχώριων εταιρειών ή και ιδρυμάτων στο Λιχτενστάιν, ώστε να κρύβονται εντελώς τα χρήματα από την αμερικάνικη εφορία. «Αφού οι πελάτες δεν πλήρωναν φόρους, μπορούσαν να πληρώσουν 5, 8 και 10% επί του ποσού στην τράπεζα. Εύκολα μαθηματικά», είπε ο Μπέρκενφελντ στο inside story.
Aνάμεσα στους πελάτες αυτούς των τραπεζών υπήρχαν και Έλληνες της διασποράς ή Έλληνες εφοπλιστές, καθώς όλες οι μεγάλες τράπεζες και εκείνες όπου δούλεψε ο Μπέρκενφελντ είχαν “greek desk” (ελληνικό