
Τουρκία: Η “κατάρα της Συρίας” και η θηλιά που σφίγγει
Δεν έχει νόημα να πω πως η κακή είδηση με βρήκε απροετοίμαστο. Κάθε κακή είδηση σε βρίσκει απροετοίμαστο, ακόμη κι αν “περίμενες” ή είχες προβλέψει το γεγονός. Την Τρίτη το βράδυ, το τηλεφώνημα από την Πόλη με βρήκε να ετοιμάζομαι για μια ολιγοήμερη επιστροφή, ύστερα από απουσία μηνών, εκεί όπου πέρασα δώδεκα χρόνια της ζωής μου. Στην πόλη όπου παραμένουν ακόμα οι στενότεροι φίλοι μου. Στην πόλη, όπου –καθώς λένε όσοι είναι επίσης Ελλαδίτες– ενηλικιωθήκαμε. Θέλοντας και μη.
Αυτήν τη φορά, το χτύπημα δεν ήταν στον δρόμο ή σε κάποια διαδήλωση. Ήταν στο κύριο αεροδρόμιο της μεγαλύτερης πόλης της χώρας, στην κύρια πύλη της εισόδου και εξόδου. Φίλοι και γνωστοί την περνούν τακτικά, και μάλιστα χωρίς να ζουν στην Τουρκία. Το Ατατούρκ έχει γίνει από τους κύριους κόμβους της διεθνούς αεροπλοΐας, και είναι σήμερα το τρίτο σε κίνηση αεροδρόμιο της Ευρώπης. Όσο κι αν δεν θυμάσαι κανείς γνωστός σου να ταξίδευε εκείνο το απόγευμα, ο φόβος –παράλογος, αλλά φόβος– υπερτερεί. «Συγγνώμη που σε ξύπνησα…» «Ήθελα απλά να δω πως είσαι καλά…» «Μπερδεύτηκα, νόμιζα ότι ταξίδευες σήμερα…» «Περαστικά μας. Κουράγιο.»
Όποιον δεν έχει ζήσει κάτι παρόμοιο, τον διαβεβαιώνω πως η διαδικασία των τηλεφωνημάτων