
Κάθε γενιά δικαιούται τη δική της αναδρομική από τους μεγάλους ζωγράφους. Με αυτό το σκεπτικό τρία μεγάλα ιδρύματα-θεσμοί της Αθήνας, η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, το Μουσείο Μπενάκη, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης και η γκαλερί Ζουμπουλάκη ένωσαν τις δυνάμεις τους σε μια συνεργασία που έχει ως αποτέλεσμα την πιο σημαντική εικαστική διοργάνωση της σεζόν: Η έκθεση «Γιάννης Μόραλης» στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς επανασυστήνει το έργο ενός από τους σπουδαιότερους Έλληνες καλλιτέχνες, τριάντα χρόνια αφότου το έπραξε η Εθνική Πινακοθήκη το 1988. Στη νέα της εκδοχή, η έκθεση είναι αισθητά εμπλουτισμένη. Αφενός επειδή περιλαμβάνονται και έργα που δημιούργησε μετά από αυτή τη χρονολογία, αφετέρου διότι παρουσιάζονται για πρώτη φορά πρωτότυπα κοστούμια που σχεδίασε για παραστάσεις όπως οι «Ικέτιδες» ή «Η θαυμαστή μπαλωματού». Τα συγκεκριμένα βρίσκονται στην κατοχή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς αρκετά από τα εκθέματα προέρχονται από οργανισμούς και ιδιωτικές συλλογές, προκειμένου να ανασυσταθεί το σύμπαν του Γιάννη Μόραλη (1916-2009) στην όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη ολότητά του.
Οι πρώτες εντυπώσεις από όσους την είδαμε προτού ανοίξει στο κοινό στις 20 Σεπτεμβρίου; Θα γοητεύσει τους επισκέπτες της.
Τα εύσημα για αυτόν τον επιμελητικό «άθλο» ανήκουν πρωτίστως στον επιμελητή της, τον γιατρό και μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Μουσείου Μπενάκη και συγκεκριμένα της Πινακοθήκης Γκίκα, κ. Νίκο Παΐσιο. Διότι αυτή η τόσο πλήρης έκθεση στήθηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αλλά και επειδή καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα βιογραφική με έναν λεπτά δουλεμένο τρόπο. Ο Παΐσιος αναβιώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το σύμπαν του Μόραλη, ανατρέχοντας χρονολογικά στο έργο του ανά δεκαετίες και ταυτόχρονα τον βιογραφεί μέσα από υπο-ενότητες ή «εκθέσεις μέσα στην έκθεση», με ειλικρίνεια αλλά και με σεβασμό απέναντι σε όσους ενεπλάκησαν στη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού.
Γιατί βέβαια, ο Μόραλης δεν εκφράστηκε μόνο μέσα από τη ζωγραφική αλλά και από τη χαρακτική, τις αρχιτεκτονικές εφαρμογές, τη σκηνογραφία και τα κοστούμια. Ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να δει την εξέλιξη της τεχνοτροπίας και του στυλ του και τη σταδιακή διεύρυνση των εικαστικών αναζητήσεων και ενδιαφερόντων του.
Συγκεκριμένα, εκτίθενται ορισμένοι από τους πρώτους, «σεμνούς» όσον αφορά στις ταπεινές διαστάσεις τους, πίνακες, όπως για παράδειγμα την πρώτη του αυτοπροσωπογραφία, την οποία εκθέτει το 1932 σε μια έκθεση της Καλών Τεχνών, όπου η επιρροή του καθηγητή του Ουμβέρτου Αργυρού είναι εμφανέστατη στον γαλλο-γερμανικής χροιάς ιμπρεσιονισμό του. Ο επισκέπτης θα δει και «Κοντογλικά» έργα, με την αυστηρή σύνθεση και τη ναΐφ ζωγραφική που δημιούργησε επηρεασμένος από τη μαθητεία του φίλου του Γιάννη Τσαρούχη κοντά στον Φώτη Κόντογλου.
Η έκθεση περιλαμβάνει ακόμα: το πρώτο έργο που πούλησε σε έκθεση το 1934, ένα πορτραίτο της ηθοποιού Τιτίκας Νικηφοράκη η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον επιστήθιο φίλο του, Νίκο Νικολάου. Δείγματα της αναπαραστατικής ζωγραφικής που οδηγούν στη «Σύνθεση Α’» και ένα μικρό δείγμα από τα εμμονικά προσχέδια του τελειομανούς Μόραλη για το συγκεκριμένο έργο προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα που ήθελε. Μια σχεδόν πλήρη ανασύσταση της παρουσίας του στην 29η Μπιενάλε Βενετίας του ’58, μέσα από μια σειρά έργων που ενώνονται για πρώτη φορά ύστερα από τριάντα χρόνια. Τα περίφημα «Επιτύμβια», τα προαφαιρετικά του έργα της περιόδου ’69-70, έως την τελική πλήρη αφαίρεση.
Παρούσες είναι και οι αρχιτεκτονικές εφαρμογές του, όπως σχέδια και ανάγλυφα σε γύψο για τη διακόσμηση του Χίλτον ή οι ζωγραφικές συνθέσεις για την οικία Δοξιάδη στην Αθήνα αλλά και οι κεραμικές του συνθέσεις.
Όπως λέει ο κ. Παΐσιος, «την αφαίρεση για πρώτη φορά θα την αποτολμήσει μέσω αυτών ακριβώς των συνθέσεων», που υλοποιεί η Ελένη Βερναδάκη, δηλαδή η καρδιακή του φίλη και συνεργάτιδά του για πενήντα ολόκληρα χρόνια, από όταν συνεργάστηκαν το 1962 για την κεραμική τοιχογραφία στο μπαρ του εστιατορίου «Διόνυσος» απέναντι από την Ακρόπολη, μέχρι την τελευταία αρχιτεκτονική εφαρμογή του Μόραλη στον σταθμό Πανεπιστήμιο του μετρό το 1999. Οι καρποί της ιδιαίτερα δημιουργικής συνεργασίας τους έχουν τον δικό τους χώρο στην έκθεση.
Παράλληλα, μέσα από τις μικρές «εκθέσεις μέσα στην έκθεση» που έχει στήσει ο κ. Παΐσιος, ο επισκέπτης θα διακρίνει κομμάτια από τη βιογραφία της ζωής του καλλιτέχνη. Θα δει τον Μόραλη παιδί, μαθητή στο Κυριακόν Σχολείον της Σχολής Καλών Τεχνών, πορτραίτα του αδερφού του Γιώργου (1920-) και της αδερφής του Όλγας (1912-). Θα γνωρίσει τους δασκάλους του στην Καλών Τεχνών μέσα από τη ζωγραφική του – όπως τον Κωνσταντίνο Παρθένη (κι ας άντεξε μόλις έναν μήνα την καταπιεστική διδασκαλία του), τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο ή τον Σωκράτη Κουγέα, ο οποίος αναλαμβάνει κηδεμόνας του ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1937. Ο επισκέπτης θα τον ακολουθήσει στις στάσεις του στη Ρώμη και στο Παρίσι, στη φιλία του με τον Νίκο Νικολάου.
Μέσα σε μια οκταγωνική κατασκευή που φιλοξενεί τα έργα της δεκαετίας του ’40, το κοινό θα γνωρίσει την πρώτη του σύζυγο Μαρία Ρουσέν (1916-2005),
...και τη δεύτερη, Αγλαΐα (Μπούμπα) Λυμπεράκη, αρχικά μαζί με τη φίλη της Ναταλία Μελά και μελλοντική κουμπάρα στον γάμο τους το 1947,
...στη συνέχεια έγκυο με τον γιο τους, Κωνσταντίνο.
Θα διακρίνει τη φιλία και τη δημιουργική σχέση με τον Ελύτη, μιας και ο Μόραλης σχεδίασε τις προμετωπίδες σε εξώφυλλα των βιβλίων του όπως τα «Αξιον Εστί» (Ίκαρος, 1959) και «Ανοιχτά Χαρτιά» (Αστερίας, 1974) αλλά και τον...τάφο του ποιητή.
Θα θυμηθεί τη σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι, η οποία υπήρξε εξίσου παραγωγική και διέπεται από βαθιά και αμοιβαία εκτίμηση καθώς θα συνεργαστούν σε θεατρικές παραστάσεις, εξώφυλλα δίσκων, εξώφυλλα από παρτιτούρες, προσκλήσεις συναυλιών, αφίσες διαγωνισμών τραγουδιού, ενώ ο Μόραλης θα εικονογραφήσει και την πρώτη ποιητική συλλογή του Χατζιδάκι. Έπειτα είναι και ο υπέροχος πίνακας «Άνοιξη Β’». Όπως περιγράφει ο κ. Παΐσιος: «Το 1963 η μητέρα του Χατζιδάκι, Αλίκη, παραγγέλνει στον Μόραλη ένα έργο. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις λείπει στην Αμερική σε περιοδεία και ερήμην του, ο Μόραλης φτιάχνει τη μεγάλη “Ανοιξη”. Είναι μια λειτουργία του επιταφίου με ένα κορίτσι που σκύβει σε μία σκευοφόρο, αλλά στη σύνθεση φαίνονται και τα καταστήματα στην εσωτερική διαδρομή της Αίγινας, η θάλασσα στο βάθος και δεξιά ένα ζευγάρι από δυο άνδρες που αγκαλιάζονται. Ο Μόραλης δεν έβλεπε τα πράγματα με παρωπίδες και διέθετε τόλμη για την εποχή του. Ο ερωτισμός στο έργο του δεν ήταν διεγερτικός, αλλά ήταν παρών και αναμφισβήτητος».
Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη θα πει: «Το “θέμα” στο έργο του Μόραλη ήταν ο έρωτας, όχι το πάθος». «Αγαπούσε τις γυναίκες και ερωτευόταν χωρίς να χάσει ποτέ την ευαισθησία του. Το δε μινιμαλιστικό του έργο για μένα έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί έχει ενσταλάξει σε αυτό όλη την ουσία της ζωγραφικής του, αφαιρώντας κάθε περιττό στοιχείο. Όταν τον ρωτούσαν “τι ακριβώς είναι το έργο σου;”, εκείνος απαντούσε: “αυτό που βλέπετε”. Έλεγε ότι αν αρχίσεις να εξηγείς το μειώνεις το έργο σου, γιατί αλλιώς το εισπράττει ο καθένας που το βλέπει».
Από την πλευρά της, η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα τονίζει: «Ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά στο βάθος ένας αριστοκράτης της τέχνης. Ήταν ευγενής, προσηνής, πάντα καλοντυμένος και προσεγμένος σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες ήταν λίγο άτσαλοι ή εξτραβαγκάντ. Στο βάθος ήταν ένας άνθρωπος πολύ εσωστρεφής, δεν άφηνε ποτέ να καταλάβεις ότι είχε προβλήματα. Ο Μόραλης ήταν κλασικός. Εκτός από τη συμπεριφορά και το ντύσιμό του ήταν κλασικός και στο έργο του. Από την αρχή της καριέρας του και μέχρι και τα πιο αφαιρετικά του έργα συνομιλούσε με την κλασική αρχαιότητα, με την Πομπηία, με τις επιτύμβιες στήλες, με τα Φαγιούμ. Όχι μόνο στη φόρμα, αλλά και στο αίσθημα που αποπνέουν οι φόρμες του. Του ταιριάζει πάρα πολύ μια έκφραση που ανήκει στον Σικελιανό και αναφέρεται στο αίσθημα που αποπνέει η ζωφόρος του Παρθενώνα και μιλάει για το “μακάριο πένθος”. Αυτό είναι το αίσθημα που αποπνέουν τα έργα του Μόραλη. Ο έρωτας είναι το αντίδοτο στον θάνατο. Όσο προχωρεί προς το γήρας, τόσο υπερτερεί ο έρωτας του θανάτου».
Όλα αυτά είναι διακριτά σε αυτήν την έκθεση, η οποία αποτελεί ένα απαραίτητο μάθημα Ιστορίας της Τέχνης για τον καθένα από εμάς. Όπως λέει πολύ εύστοχα ο κ. Γιώργης Μαγγίνης, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη:
«Εάν απευθυνόμουν σε μία ιστορικό τέχνης, θα της έλεγα ότι αυτή η έκθεση αποτελεί μια σπάνια ευκαιρία να δει έργα του Μόραλη από διαφορετικά Ιδρύματα συγκεντρωμένα σε έναν χώρο. Επειδή όμως έχει περισσότερο νόημα να απευθυνθώ σε ένα πιο γενικό κοινό, θα μεταφέρω την αυθόρμητη αίσθηση που αποκόμισα έτσι όπως είδα σε μια περιήγησή μου την έκθεση, ενόσω ήταν ακόμα μισοστημένη. Ο Γιάννης Μόραλης είναι ένας μεγάλος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Ένας καλλιτέχνης πολυποίκιλος, ο οποίος πειραματίστηκε παραμένοντας συνεπής στις αρχές του. Δημιούργησε μια τέχνη που δεν απαιτεί από τον θεατή οικειότητα με ελληνικές αναφορές προκειμένου να την κατανοήσει και να τον συγκινήσει – είναι μια τέχνη δυνάμει διεθνής, πανανθρώπινη. Είναι κρίμα που δεν υπάρχουν έργα του σε συλλογές αναφοράς του εξωτερικού, όπως στην Πινακοθήκη Tate, στο Moυσείο Mοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ή στο Κέντρο Πομπιντού. Ο Μόραλης δεν εκπροσωπείται διεθνώς αλλά έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και την ποιότητα για να αναδειχθεί, έστω και μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, σε έναν μοντέρνο κλασικό».
Την έκθεση συμπληρώνει και εμπλουτίζει με τον καλύτερο τρόπο το αρχείο του Μόραλη, κοινώς ανέκδοτες φωτογραφίες, έγγραφα, αλληλογραφία που είχε δωρίσει στο ΜΙΕΤ το 2009.
Όπως λέει ο διευθυντής του ΜΙΕΤ Διονύσης Καψάλης, «είναι σημαντικό να γίνονται τέτοιες συνεργασίες ανάμεσα σε Ιδρύματα, ιδίως στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, όπου κανείς μας δεν έχει την άνεση να υποστηρίξει εξ ολοκλήρου μια τέτοια έκθεση». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπό μία έννοια το είχε υπαγορεύσει και ο ίδιος ο Μόραλης, καθώς όπως λέει ο κ. Καψάλης «προετοίμαζε με στρατηγικό τρόπο την υστεροφημία του, γι’ αυτό και είχε κάνει δύο τεράστιες δωρεές με έργα του. Η μία ήταν στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου έδωσε τα ωραιότερα έργα του και η άλλη στο Μουσείο Μπενάκη, όπου έδωσε όλο το υλικό από τις εφαρμογές (εξώφυλλα, βιβλία, το υλικό προετοιμασίας για τα χαρακτικά του Hilton, τις μακέτες των σκηνικών για το θέατρο). Έπειτα είναι και η συλλογή Ζουμπουλάκη, με πολλά σπουδαία έργα».
Η σχέση του Μόραλη με τη γκαλερί και την οικογένεια Ζουμπουλάκη παρουσιάζεται σε δυο προθήκες με φόντο τους αφαιρετικούς πίνακες «Πανσέληνος», «Αίγινα» και «Ερωτικό», οι οποίοι προετοιμάζουν τον επισκέπτη για τα γλυπτά μεγάλων διαστάσεων του Μόραλη, μία από τις τελευταίες εικαστικές αναζητήσεις του, στο αίθριο του μουσείου. «Όλο το σύμπαν του Μόραλη έχει περάσει από τη γκαλερί Ζουμπουλάκη» θα σχολιάσει ο Νίκος Παΐσιος.
Ο Μόραλης είχε γνωρίσει τον Τάσο Ζουμπουλάκη από τότε που τον είχε μαθητή στην Καλών Τεχνών και αργότερα συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις της γκαλερί. Το 1972 θα πραγματοποιήσει την πρώτη ατομική του έκθεση της αφαιρετικής περιόδου στο νούμερο 7 της οδού Κριεζώτου και η συνεργασία του με τη γκαλερί θα γίνει μόνιμη και αποκλειστική. Από την επόμενη χρονιά που ανοίγει και η γκαλερί στο Κολωνάκι, θα δίνει καθημερινά το «παρών» και στους δύο εκθεσιακούς χώρους.
Δίπλα σε φωτογραφίες από το αρχείο της γκαλερί και ένα μικρό δείγμα από μικρά γλυπτά και κοσμήματα που είχε φιλοτεχνήσει ο Μόραλης, παρουσιάζονται μία επιστολή και ένα αντίγραφο της διαθήκης του, μέσα από τα οποία εξουσιοδοτούσε το 2006 την Πέγκυ Ζουμπουλάκη να διαπραγματεύεται τις μελλοντικές πωλήσεις της δουλειάς του καθώς και να προστατεύει το έργο του από τα πλαστά. Με δυο λόγια της ανέθεσε να αντιπροσωπεύει την υστεροφημία του.
«Στα 45 χρόνια που συνεργαστήκαμε και γίναμε οικογένεια μπορούσαμε να συνεννοούμαστε χωρίς λόγια» θα πει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Ο Μόραλης είχε ανέκαθεν ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ. Γέλαγε πολύ όταν άκουγε ανέκδοτα. Του άρεσε να λέει κι εκείνος, αλλά κυρίως του άρεσε να διηγείται παλιές ιστορίες με τον Νικολάου ή με τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι, τόσο που τις είχαμε ακούσει όλες πολλές φορές. Ποτέ δεν βαριόμασταν όμως. Δεν μπορούσε να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο, που ήταν πολύ πλούσιος και πολύπλοκος. Αλλά φαινόταν, από τις λίγες του κουβέντες μπορούσες να τον διακρίνεις. Υπήρξαν και στιγμές που είχα δει τα μάτια του να δακρύζουν. Μόλις το καταλάβαινε ότι ανοιγόταν, σταματούσε και έκλεινε ξανά. Τα πάντα όμως έβγαιναν στο έργο του».
H έκθεση «Γιάννης Μόραλης» στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) διαρκεί από τις 20/9/2018 έως τις 5/1/2019.
Σχόλια