«Για τους επισκέπτες που εισρέουν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι η Κατοχή είναι πρακτικά αόρατη […]. Για εκείνους όμως που ξέρουν πού να ψάξουν –πίσω από τους φράκτες των εγκαταλειμμένων εβραϊκών επαύλεων, στη Θεσσαλονίκη, στο Χαϊδάρι, όπου οι καινούργιες πολυκατοικίες κόβουν τη θέα προς το χώρο της άλλοτε διαβόητης “Βαστίλης της Ελλάδας”–, οι ουλές από τις κατοχικές πληγές της υπάρχουν ακόμη».
Αυτό σημειώνει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ (Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 407), αναφερόμενος μεταξύ άλλων και στη μνημονική αποσιώπηση που συνόδευσε για πολλές δεκαετίες τη λειτουργία του μεγαλύτερου στρατοπέδου συγκέντρωσης κατά την Κατοχή στην ελληνική επικράτεια (το δεύτερο μεγαλύτερο ήταν το στρατόπεδο Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη). Πράγματι, το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου αποτελεί «μια λησμονημένη όψη της πόλης του Χαϊδαρίου αλλά και όλης της χώρας, ένα κομμάτι της ιστορίας της στο οποίο εγγράφονται τα ίχνη του παρελθόντος» (Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης, σ. 149).
Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1937 στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κέντρο εκπαίδευσης του ελληνικού στρατού. Ωστόσο οι εργασίες κατασκευής διακόπηκαν με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού