Φιλοξένησα την Ντανιέλα στην Αθήνα για σχεδόν δύο εβδομάδες, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου. Δημοσιογράφος για γερμανόφωνα μέσα, ήρθε στην Ελλάδα να δουλέψει θέματα γύρω από το προσφυγικό, και στρώθηκε γρήγορα στη δουλειά: έφευγε νωρίς το πρωί και επέστρεφε εξαντλημένη, συνήθως αφού είχε νυχτώσει.
Ένα σαββατιάτικο απόγευμα, μπήκε στο σπίτι με χαμόγελο και δυο μεγάλες σακούλες στο κάθε χέρι και έφυγε σφαίρα για το πλυντήριο. «Πού τα βρήκες όλα αυτά τα ρούχα;», τη ρώτησα λίγο αργότερα, όταν τα σκοινιά στο μπαλκόνι όπου καθόμουν είχαν πια γεμίσει από φρεσκοπλυμένα φορέματα, φούστες, T-shirt και ένα μαγιό.