
Η δεύτερη ζωή των πιάτων για σπάσιμο
«Παντελή, τι έγινε, έπηξε;»
Όση ώρα μιλάμε, καθισμένοι στο γραφειάκι στην είσοδο της βιοτεχνίας που βρίσκεται ανάμεσα σε συνεργεία αυτοκινήτων, εργαστήρια επιγραφών και αποθήκες στη βιομηχανική ζώνη πάνω από το λιμάνι του Πειραιά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πως η έγνοια του Μπάμπη Σταμπούλογλου τρέχει αλλού.
Κάθε λίγο, ο ηλικιωμένος άνδρας γυρίζει να δει τι συμβαίνει στα μηχανήματα, όπου οι γιοι και εγγονοί του παρέα με τον Νασέρ και τον Γιώργο χύνουν τον ιδρώτα τους αυτό το πρωινό, ετοιμάζοντας τη σημερινή φουρνιά γύψινων πιάτων. Εκατοντάδες ετοιμοπαράδοτα πιάτα συσκευασμένα σε παλέτες σχηματίζουν μικρούς πύργους γύρω μας.

Με το κεφάλι μισογυρμένο, ο κύριος Σταμπούλογλου ρίχνει πάλι μια ανυπόμονη φωνή: «Έπηξε, Μπάμπη;». Η κόρη του, καθισμένη δίπλα του, του ζητά να σταματήσει να ανησυχεί για τον γύψο και να απαντήσει στις ερωτήσεις μου.
«Εξήντα χρόνια είμαι στη δουλειά», λέει, όταν επιστρέφει σε μένα. «Εξήντα χρόνια», επαναλαμβάνει το νούμερο αργά. «Από 65 χρονών έπρεπε να πάρω σύνταξη, αλλά εγώ τώρα σταμάτησα, στα 87 μου. Αρρώστησα, αλλιώς δεν θα τα παράταγα. Μου κακοφαίνεται. Έχω λυσσάξει και θέλω να είμαι διαρκώς πάνω από τη δουλειά, να βλέπω». Χαμογελά.
