![Δύο-τρία παλιά σπίτια επιβιώνουν υπενθυμίζοντας πώς θα μπορούσε να ήταν ο οικισμός του Ιλισού. [Νίκος Μαγουλιώτης]](https://insidestory.gr/sites/default/files/styles/article-main/public/field/image/cover_13.jpg?itok=8hJeRr5O)
Περπατώντας κατά μήκος πολλών μεγάλων δρόμων της πόλης, βλέπουμε την πρόθεση των πολεοδόμων να φτιάξουν μεγάλες ευθείες στις οποίες τα αυτοκίνητα θα μπορούν να τρέχουν γρήγορα. Όμως ενίοτε διακρίνουμε και τα εμπόδια και τις εξαιρέσεις που υπήρξαν σε αυτή τη διαδικασία.
Η Αθήνα υπήρξε μια πόλη με μεγάλη αδράνεια στις αλλαγές, ακόμα και στις περιόδους της έντονης ανοικοδόμησής της. Πάρτε για παράδειγμα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Περπατώντας κατά μήκος της διαπιστώνει κανείς ότι τα μέτωπα των πολυκατοικιών βρίσκονται πότε κοντά στο δρόμο δημιουργώντας μικρά πεζοδρόμια, και πότε σε υποχώρηση διαμορφώνοντας μικρές νησίδες πρασίνου, μακρόστενα παρκάκια που εμφανίζονται σε τυχαίες θέσεις. Αυτά τα παρκάκια εκατέρωθεν της μεγάλης λεωφόρου οφείλονται στο ότι στο ίχνος της κάποτε έτρεχε ένα ποτάμι.
Όταν στα μεταπολεμικά χρόνια τα ΙΧ αυξάνονταν ραγδαία στην Αθήνα, πολλά από τα ρέματα και τα ποτάμια της πόλης έπρεπε να υπογειοποιηθούν για να φτιαχτούν πάνω τους δρόμοι. Το να κρυφτεί μια τέτοια φυσική ομορφιά για χάρη της αυτοκίνησης σήμερα ακούγεται χυδαίο. Τότε όμως αποτελούσε μια λογική λύση σε ένα φλέγον πρόβλημα. Έτσι τα ποτάμια υπογειοποιήθηκαν και από πάνω τους στρώθηκαν πολλοί από τους μεγάλους δρόμους της πόλης. Δε μιλάμε όμως για μια ομαλή διαδικασία. Πέραν της τεχνικής δυσκολίας που είχε η κατασκευή των υποδομών που θα επέτρεπαν στο νερό να κυλάει υπόγεια, υπήρχε το πρόβλημα τι γίνεται από πάνω, στο επίπεδο της πόλης. Τα ποτάμια διέτρεχαν συνήθως καμπύλες πορείες, που διαμορφώνονταν από την πορεία του νερού πάνω στο φυσικό ανάγλυφο της γης. Όμως οι δρόμοι έπρεπε να είναι ευθείες, ώστε τα αυτοκίνητα να τρέχουν εύκολα, χωρίς πολλές στροφές. Τα ίχνη των ποταμιών σταδιακά εξορθολογικοποιούνταν και χαράζονταν όσο το δυνατόν πιο ευθείς δρόμοι.
Τα κομμάτια της καμπύλης που ξέφευγαν από τις ευθείες ήταν πάντοτε “αμήχανα” κομμάτια της πόλης. Το λασπώδες υπέδαφός τους τα έκανε ακατάλληλα τόσο για την κατασκευή δρόμων, όσο και για τη θεμελίωση κτιρίων. Έτσι, πολλά από αυτά τα ανεπιθύμητα και κατακερματισμένα κομμάτια γης έμεναν για καιρό σε ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς, μέχρι που συνήθως μετατρέπονταν σε μικρά πάρκα. Κάπως έτσι απέκτησε και η Αλεξάνδρας τη μακρόστενη πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας και τις άλλες μικρές λωρίδες πρασίνου κατά μήκος της.
Μέχρι να γίνουν πάρκα, αυτά τα μικρά κομμάτια γης, όντας σε ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς σε εποχές που η αγορά ενός οικοπέδου ή ενός διαμερίσματος ήταν κάτι που μόνο λίγοι άντεχαν οικονομικά, συχνά αποτελούσαν κατάλληλο σημείο για την κατασκευή προσωρινών κατοικιών και παραπηγμάτων. Μια τέτοια είναι και η ιστορία του Οικισμού του Ιλισού στις όχθες του ομώνυμου ποταμού, πάνω στη σημερινή οδό Μιχαλακοπούλου. Είναι ένα σημείο που προσπερνούμε συχνά χωρίς να του δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή. Η ιστορία του είναι θαμμένη κάτω από πολλά κυβικά μέτρα άσφαλτο, τσιμέντο και χώμα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στο ύψος του ποταμού Ιλισού όπου βρίσκεται σήμερα η οδός Μιχαλακοπούλου υπήρχε μια μεγάλη έκταση με αμπέλια. Για χρόνια το μόνο κτίσμα εκεί ήταν το σπίτι του επιστάτη. Η βασίλισσα Όλγα δώρισε το 1915 την έκταση στην Ρωσική πρεσβεία με σκοπό την κατασκευή μιας βιβλιοθήκης. Όμως η Οκτωβριανή Επανάσταση ματαίωσε τα σχέδια του Ρώσου πρέσβη και προκάλεσε ασάφεια γύρω από το μέλλον του οικοπέδου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, η Αθήνα δεχόταν πολυάριθμους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι άνθρωποι αυτοί έφταναν με λίγα υπάρχοντα και συχνά εγκαθίσταντο σε πρόχειρα καταλύματα, σχηματίζοντας προσφυγικούς συνοικισμούς στην περιφέρεια αλλά και σε κεντρικές περιοχές της πόλης. Οι όχθες των ποταμιών αποτελούσαν προνομιακό σημείο, καθώς προσέφεραν τρεχούμενο νερό για τις βασικές ανάγκες τους.
Ο επιστάτης των κτημάτων προσκάλεσε τον γιο του, που μόλις είχε έρθει πρόσφυγας από τη Σμύρνη να εγκατασταθεί κοντά στο σπίτι του, στις όχθες του Ιλισού. Σταδιακά ακολούθησαν κι άλλοι πρόσφυγες και στο σημείο άρχισε να σχηματίζεται ένας οικισμός με λίγα σπίτια. Μιλάμε για μια εποχή που ο κρατικός μηχανισμός προσπαθούσε να στεγάσει τους πρόσφυγες σε σύγχρονα κτίρια κατοικιών, αλλά αυτή η παροχή δεν ήταν ποτέ ικανή να καλύψει τη ζήτηση. Οι πρόσφυγες του ’22 στέριωναν σε διάφορα μέρη ανά τη χώρα, είτε συντονισμένα σε καταυλισμούς όπου τους παρεχόταν στοιχειώδης βοήθεια από τους φορείς, είτε διάσπαρτα, όπου έβρισκαν. Αυτό συνήθως σήμαινε πρόχειρες κατασκευές που δημιουργούνταν τη νύχτα, κρυφά από την αστυνομία και γενικότερα σε ένα καθεστώς καχυποψίας και φόβου.
Παρά τις δυσκολίες, ο μικρός οικισμός του Ιλισού επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του ’50 και άρχισε να εμπλουτίζεται με νέα σπίτια που έχτισαν εσωτερικοί μετανάστες που κατάτρεχαν στην ανωνυμία της Αθήνας μετά τον εμφύλιο. Όμως οι κάτοικοι του οικισμού είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν νέες δυσκολίες. Η περιοχή γύρω τους είχε πάψει να είναι η ειδυλλιακή εξοχή που ήταν παλιότερα. Το ποτάμι είχε αρχίσει να μολύνεται από βοθρολύματα και σημεία του είχαν ήδη αρχίσει να καλύπτονται. Παράλληλα, οι πολυκατοικίες έκαναν την παρουσία τους αισθητή και περικύκλωναν τον οικισμό. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, οι πολεοδομικές αρχές άρχισαν να διώκουν τους παραπηγματούχους και ενίοτε να γκρεμίζουν τα σπίτια τους.
Οι κάτοικοι του οικισμού αντιστάθηκαν και υπερασπίστηκαν τα μικρά τους σπίτια από κάθε απειλή και δυσκολία. Από τις πρώτες απόπειρες εκκένωσης του οικισμού από στρατιώτες του Μεταξά τη δεκαετία του ’30, μέχρι τις πιο ήπιες προσπάθειες εκδίωξης τους στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι τοπογράφοι που κατέφθαναν προκειμένου να καταγράψουν τον οικισμό έφευγαν κυνηγημένοι από τους κατοίκους, το μικρό “γαλατικό χωριό” επέδειξε μεγάλο σθένος. Μέσα από μια επιτροπή που ίδρυσαν το 1946, οι κάτοικοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν ρεύμα στον οικισμό και στη συνέχεια και αποχετευτικό δίκτυο, σκάβοντας και τοποθετώντας οι ίδιοι σωληνώσεις κομμάτι-κομμάτι κάτω από τα σπίτια τους. Η επιτροπή απέκτησε δύναμη, προσλαμβάνοντας δικηγόρους και συμβούλους και λέγεται πως ο επικεφαλής της έφτασε στο σημείο να διαπραγματευτεί τη μεταστέγαση των κατοίκων σε καλύτερα καταλύματα μιλώντας τηλεφωνικά με τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Στη δεκαετία του ’60 η πόλη γύρω από το μικρό οικισμό του Ιλισού χτίζεται μετά μανίας. Οι δρόμοι έχουν καλύψει τα ποτάμια και οι αγροτικές εκτάσεις που περιέβαλαν την κάποτε μικρή Αθήνα έχουν γίνει οικόπεδα στα οποία ξεφυτρώνουν πολυκατοικίες. Μέσα στην οικοδομική καταιγίδα, η μικρή συστάδα σπιτιών ήταν ένα παράδοξο. Ένα μικρό χωριό που αρνούνταν να συμβαδίσει με την υπόλοιπη πόλη. Φωτογραφίες της εποχής δείχνουν πως οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει ένα περιβάλλον που θύμιζε παραδοσιακό οικισμό και –παρά τις δυσκολίες– προσέφερε μια ζωή πολύ διαφορετική από αυτή της πόλης.
Όμως οι εργολάβοι που έχτιζαν πολυκατοικίες τριγύρω ανησυχούσαν ότι οι γειτονικές «τρώγλες», όπως αναφέρονταν σε καταγγελτικά δημοσιεύματα του Τύπου, θα έριχναν τις τιμές των νέων διαμερισμάτων. Έτσι συνέχιζαν να χτίζουν πολυκατοικίες ασφυκτικά κοντά στα μικρά σπίτια, ενώ παράλληλα φρόντιζαν να καταγγέλλουν κάθε νέα κατασκευή στην αστυνομία, η οποία ερχόταν όλο και πιο συχνά πλέον στον οικισμό. Και σαν να μην έφτανε αυτό το τείχος των πολυκατοικιών από τη μία πλευρά, οι πολεοδόμοι της Αθήνας φρόντισαν να κλείσουν τον οικισμό και από την πλευρά του ποταμιού: Η πρώτη υπογειοποίηση του ποταμιού στις αρχές του ’60 είχε ως αποτέλεσμα έναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας, τη Λεωφόρο Ιλισού (σημερινή Μιχαλακοπούλου) δίπλα ακριβώς στον οικισμό. Λίγα μόνο χρόνια αργότερα, ο δρόμος αυτός υπερυψώθηκε αρκετά μέτρα, για να φτάσει την στάθμη της γύρω πόλης που ολοένα μπαζωνόταν και χτιζόταν. Έτσι, ο οικισμός βρέθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ένα στενό, σκοτεινό αυλάκι: από τη μια πλευρά έστεκε ο μπετονένιος τοίχος μιας υπερυψωμένης λεωφόρου που έφτανε 2-3 μέτρα πάνω από τις στέγες των σπιτιών του και από την άλλη δέσποζε μια σειρά νέες πολυκατοικίες. Αυτή η νέα κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο οικισμός να πλημμυρίζει συχνά και οι συνθήκες διαβίωσης να επιδεινωθούν.
Το τέλος δεν άργησε να έρθει για τον οικισμό Ιλισού. Το 1967, οκτώ μήνες μετά την εγκατάσταση των Συνταγματαρχών στην εξουσία, μπουλντόζες κατέφθασαν στην τοποθεσία και γκρέμισαν τα μικρά σπίτια. Κάποιοι από τους κατοίκους μεταστεγάστηκαν σε συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, ενώ άλλοι που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τέτοιες παροχές, αναζήτησαν πιθανά την τύχη τους σε άλλους αυθαίρετους οικισμούς ή φτηνές εργολαβικές πολυκατοικίες στα λαϊκά προάστια της πόλης. Η Χούντα, που λίγο καιρό αργότερα θα αναγκαζόταν να επιδείξει την ίδια ελαστικότητα με προηγούμενες κυβερνήσεις στο πολύπλοκο θέμα των αυθαίρετων οικισμών, είχε προς το παρόν δείξει το αυστηρό της πρόσωπο: Οι «τρώγλες» γκρεμίστηκαν, οι περαστικοί απαλλάχθηκαν από το “αποτρόπαιο” θέαμα και τα γειτονικά μπαλκόνια απολάμβαναν πλέον μια πιο ουδέτερη θέα.
Όμως, όπως συνέβαινε συνήθως με αυτά τα παραποτάμια περισσεύματα γης, το μέγεθός, το σχήμα και το λασπώδες υπέδαφος τους δεν επέτρεπε την εμπορική τους εκμετάλλευση με τη συνήθη ανοικοδόμηση πολυκατοικιών. Έτσι, διαμορφώθηκε εκεί ένα μακρόστενο πάρκο, το οποίο σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα την ιστορία του μικρού οικισμού.
Το οφιοειδές σχήμα της σημερινής οδού Μιχαλακοπούλου σίγουρα θυμίζει το ότι κάποτε ο δρόμος αυτός ήταν ποτάμι. Τα λιγοστά νερά του κυλούν πλέον σε μπετονένιους αγωγούς, αρκετά μέτρα κάτω από την άσφαλτο. Μόνο αρκετά παρακάτω, στη συμβολή των οδών Αρδηττού, Καλλιρόης και Βουλιαγμένης (λίγο μετά το Καλλιμάρμαρο), μπορεί κανείς να δει την παλιά, άνυδρη πλέον κοίτη. Όμως στην περιοχή των Ιλισίων, λίγο κάτω από το Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, η μικρή νησίδα πρασίνου θυμίζει την ιστορία του οικισμού που θάφτηκε μαζί με το ποτάμι. Το μικρό μακρόστενο πάρκο έχει μερικές στοιχειώδεις διαμορφώσεις: λίγα δέντρα, γρασίδι και μερικά παγκάκια, τοποθετημένα χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα.
Ανάμεσα σε όλα αυτά συναντά κανείς δύο ανδριάντες Λατινοαμερικάνων αγωνιστών του 18ου και 19ου αιώνα, έναν για τον Φρανσίσκο ντε Μιράντα από τη Βενεζουέλα, και έναν για τον Χοσέ Μαρτί από την Κούβα. Μαζί με την απέναντι τριγωνική πλατεία Βραζιλίας, η τοποθεσία παραπέμπει σε ιστορίες ακόμα πιο μακρινές από αυτές του μικρού οικισμού και θολώνει ακόμα περισσότερο την ανάμνηση του.
Λίγους δρόμους παραπάνω, σε μια τρίγωνη νησίδα γης κατακερματισμένη από τους κάθετους δρόμους, δυο-τρία παλιά σπίτια επιβιώνουν υπενθυμίζοντας πώς θα ήταν ο οικισμός του Ιλισού. Όμως στο παρκάκι λίγα ίχνη του μικρού “χωριού” έχουν μείνει: μερικά ζιγκ-ζαγκ και περίεργα περιγράμματα του κράσπεδου στην πάνω πλευρά υπονοούν ότι κάτι υπήρξε εδώ. Περπατώντας μέσα από το πάρκο, τα λίγα διάσπαρτα γλυπτά που ανακαλύπτει κανείς στον ήσυχο χώρο που διαμορφώνουν τα λιγοστά δέντρα δημιουργούν μια κατάσταση που ξεφεύγει από την γύρω πόλη. Μας επιτρέπουν ίσως να φανταστούμε τον οικισμό, τις μικρές αυλές και τα σοκάκια του, ένα παρελθόν που η πόλη έθαψε κάτω από τη σκόνη, καθώς έτρεχε βιαστικά προς την ανοικοδόμηση.
Οι περισσότερες από τις πληροφορίες για την ιστορία του οικισμού, όπως και οι φωτογραφίες της δεκαετίας του ’60, προέρχονται από έρευνα που έκανε το 1966 η ομάδα των Δημήτρη Φιλιππίδη, Bjorn Roe, James Maltby και Cecily Martin για λογαριασμό του γραφείου Δοξιάδη και δημοσιεύτηκε το 1979 στο βιβλίο Settlements in Greece των Paul Oliver και Ορέστη Δουμάνη.
Σχόλια