Κάποτε ο Μαρκ Σμιθ των Fall απάντησε απαυδισμένος σε έναν δημοσιογράφο που τον ρωτούσε για τις συνεχείς αλλαγές στη σύνθεση του συγκροτήματός του «αν είμαι εγώ στο μικρόφωνο και η γιαγιά σου στο πιάνο, τότε είμαστε οι Fall».
Αυτή την απάντηση θα συνυπέγραφε και ο Ρόμπερτ Σμιθ, καθώς είναι ο μόνος από την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος των Cure που εδώ και σαράντα χρόνια παραμένει η κινητήρια δύναμή τους. Αυτός ήταν που πρωτοπόζαρε με τις ατίθασες τούφες του να κρύβουν το μοτοσυκλετίστικο δερμάτινο μπουφάν. Αυτός καθιέρωσε το κακότεχνο μακιγιάζ που θυμίζει θλιμμένο κλόουν. Αυτός έγραψε τους στίχους που κρύβουν μια μελαγχολική οργή. Και αυτός ήταν ο αρχιτέκτονας του ζοφερού ονειρικού ήχου των πρώτων δίσκων που έκαναν τους Cure να ξεχωρίζουν από τον σωρό των νεορομαντικών συγκροτημάτων τα οποία είχαν αλώσει την μουσική σκηνή. Και αυτοί οι δίσκοι τους χάρισαν μία στρατιά από φανατικούς οπαδούς που ξεχωρίζαν με τα φαρδιά μαύρα ρούχα, τα αλλόκοτα χτενίσματα και τo απαραίτητο αϊλάινερ.
1. Three Imaginary Boys και Boys Don’t Cry (1979-1980)
Για τον πρώτο τους δίσκο, που εμφανίστηκε σε δύο εκδοχές, θα μπορούσε να γραφεί μεταπτυχιακό για το πώς μία δισκογραφική μπορεί να καταστρέψει τους