Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε την τελευταία βουτιά για να προσγειωθεί, με έπιασε η ίδια αγωνία που με πιάνει πριν από κάθε επίσκεψη στην Βηρυτό. Θα έβρισκα άραγε τα σημάδια από τις σφαίρες σε όσα κτίρια δεν αφάνισε η φρενήρης ανοικοδόμηση της τελευταίας εικοσιπενταετίας; Πολλοί επισκέπτες περιέγραψαν τις διάτρητες προσόψεις σαν γιγάντια κομμάτια γραβιέρα. Εμένα πάλι μου θύμιζαν σαρακοφαγωμένα κομμάτια ξύλου. Σε κάθε περίπτωση, είναι η πιο εύγλωττη υπενθύμιση πως για δεκαπέντε χρόνια η Βηρυτός ήταν συνώνυμο του θανάτου.
Το ξέρω πως η αγωνία μου για τα ίχνη από τις σφαίρες ακούγεται εκκεντρική, ιδίως σε μία πόλη όπου αγωνιούν να εξαφανίσουν το γρηγορότερο τα χνάρια του εμφυλίου. Αυτός υπήρξε αιματηρός όσο και μακρόχρονος: διήρκεσε από το 1975 ως το 1990 και στοίχησε την ζωή σε περίπου 120.000 ανθρώπους. Για πολλούς οι ουλές στους τοίχους της Βηρυτού αποτελούν αιτία ντροπής, κάτι το οπτικά δυσάρεστο που πρέπει «να διορθωθεί». Εγώ έβλεπα πάντοτε κάτι το ιερό στους διάτρητους τοίχους, λες και κάθε κοιλότητα είναι και μνήμα ενός από τους εκατό και πλέον χιλιάδες νεκρούς του πολέμου.
Τον εμφύλιο του Λιβάνου δεν τον έζησα από κοντά. Αποτελεί όμως σημαντικό κομμάτι της οπτικής μου μνήμης. Από