Ας μεταφερθούμε στην περασμένη άνοιξη και στο ερεθιστικό κλίμα της αλήστου μνήμης πρώτης αξιολόγησης του τρίτου ελληνικού μνημονίου. Στον απόηχο παλινωδιών, διαρροών διαλόγων ανάμεσα σε στελέχη του ΔΝΤ στο Wikileaks και ανταλλαγής πυρών με την τρόικα, τελικώς η τροπολογία που περιέχει τον περίφημο «κόφτη» –ή, πιο επίσημα, τον «μηχανισμό δημοσιονομικής προσαρμογής του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης»– ψηφίζεται ως μέρος ενός ακόμη πολυνομοσχεδίου στις 22 Μαΐου.
Πρόκειται για το –όχι απολύτως συγκεκριμένο– περίγραμμα ενός μηχανισμού που θα εξοικονομεί δαπάνες, στην περίπτωση που υπάρχει απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του μνημονίου. Ο κόφτης αφορά την περίοδο από το 2017 έως το 2019, και οι υπολογισμοί θα γίνονται με βάση τους οικονομικούς δείκτες του 2016, του 2017 και του 2018 αντιστοίχως.
Καθώς μετά τα αποτελέσματα του πιο πρόσφατου Eurogroup, οι στόχοι διατήρησης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% θα παραμείνουν σε ισχύ για τουλάχιστον τρία ακόμη χρόνια, δημιουργούνται νέες ανάγκες. Όπως η ανάγκη για έναν νέο κόφτη, έναν νέο αυτοματισμό λιτότητας, ο οποίος θα ενεργοποιείται στην περίπτωση που η όποια κυβέρνηση του μέλλοντος δεν επιτυγχάνει τον στόχο.