
Πάνε πάνω από οχτώ χρόνια από τότε που προσλήφθηκα για πρώτη φορά ως δημοσιογράφος. Με μεγάλη δυσκολία μπορώ να ανακαλέσω τα πρώτα ρεπορτάζ που έκανα ή τις πρώτες ειδήσεις που συνέταξα, σε αυτήν την αδιάκοπη και συχνά θλιβερή ροή ενημέρωσης που ακολούθησε.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι η αμηχανία και το άγχος του πρώτου καιρού, μπαίνοντας σε μία αίθουσα σύνταξης που αποτελούνταν κατά 80% από άνδρες. Κάθε πρωί επιτελούσα μια νευρωσική τελετουργία –βγαλμένη από τις ταινίες του Γούντι Άλεν– μπροστά από τη ντουλάπα μου. Το βασικό μου μέλημα ήταν να ντυθώ “κατάλληλα”, ώστε να μην αφήσω περιθώρια παρερμηνειών ή υπαινικτικών σχολίων στους άνδρες συναδέλφους μου.
Μετά, κατά τη διάρκεια της βάρδιας, προσπαθούσα να είμαι σχεδόν αόρατη και όσο το δυνατόν πιο παραγωγική, να μην αντιδρώ στο δικό τους λεκτικό ή εξωλεκτικό και βαθιά ανδρικό κώδικα επικοινωνίας, να μην βγαίνω για τσιγάρο, να μην χαζεύω ένα πεντάλεπτο έξω από το παράθυρο, να μην πονάω όταν ήμουν αδιάθετη. Ήταν ένα ιδιότυπο δικό μου διάβημα, για να αποδείξω ότι ήμουν αντάξιά τους.
Δεν ήταν ότι δεν με είχε ακουμπήσει η σύγχρονη φεμινιστική θεωρία. Το αντίθετο. Είχα ξεπατικώσει ήδη αρκετή Μπάτλερ και Κρίστεβα, είχα διαδηλώσει ενάντια στην έμφυλη βία, είχα καλέσει αρκετές φορές την αστυνομία όταν άκουγα νυχτερινά γυναικεία ουρλιαχτά πόνου πίσω από κάποια κλειστή πόρτα. Δεν είχα κατορθώσει όμως να αποτινάξω από πάνω μου το ίχνος ανασφάλειας ή εκ προοιμίου εσωτερικευμένη ενοχής του να είσαι γυναίκα, που μας κληροδότησε ένας αμείλικτα πατριαρχικός κόσμος.
Δεν μπορούσα επαρκώς να ανιχνεύω και να αντιπαλεύω τις καθημερινές, άρρητες, διάχυτες εκδοχές του σεξισμού που είναι τόσο βαθιά ριζωμένες στο συλλογικό ασυνείδητο, ώστε να φυσικοποιούνται και να κατακλύζουν το σύμπαν μας. Πέρασε πολύς καιρός για να εγκαταστήσω μια πιο ισότιμη σχέση μαζί τους. Κάποια “κάστρα”, βέβαια, δεν γκρεμίστηκαν ποτέ. Μέχρι τη στιγμή που έφυγα δεν είχαν πεισθεί ότι αντιλαμβανόμουν όντως τη λειτουργία του offside στο ποδόσφαιρο.
Αυτή είναι η δική μου –μία μεταξύ αμέτρητων άλλων– εμπειρία του καθημερινού σεξισμού και του τρόπου που αυτός διεισδύει στην ίδια την υποκειμενικότητα, ακρωτηριάζοντας μεθοδικά και αθόρυβα ένα κομμάτι της ελευθερίας της. Ο Eduardo Bonilla-Silva στο βιβλίο του «Ρατσισμός χωρίς Ρατσιστές» εξήγησε πως ο ρατσισμός εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη στην ισότητα και την ευημερία της μαύρης κοινότητας στην Αμερική, παρά το γεγονός ότι κανείς πλέον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ρατσιστής.
Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε το φαινόμενο του «σεξισμού χωρίς σεξιστές», καθώς στις μέρες μας η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον σεξισμό, αλλά αυτός πάντα ξεγλιστράει από τις «ομολογίες πίστης» στα δικαιώματα των γυναικών και διαχέεται παντού. Τον διαβάζεις στα σχολικά εγχειρίδια, στρογγυλοκάθεται στα διπλανά έδρανα του πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου, αντανακλάται στο βλέμμα του αφεντικού και των συναδέλφων σου στη δουλειά, σου κορνάρει με αναίδεια στο δρόμο, σε περιορίζει στο μετρό, ξεπετιέται ξεδιάντροπα και κυνικά τα βράδια από την οθόνη της τηλεόρασης.
Μπορεί η κυρίαρχη εννοιολόγηση του σεξισμού να συνίσταται κυρίως στις μορφές της έμφυλης βίας, που μετριούνται σε σημαδεμένα σώματα και ψυχές και σε δελτία αστυνομικών συμβάντων. Ωστόσο, η έμφυλη βία είναι το οριακό και καθόλου μεμονωμένο ή ασυνήθιστο απόσταγμα της σεξιστικής κουλτούρας. Υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων, μηχανισμών, αντιλήψεων και συμπεριφορών που συγκροτούν με ατσαλένια πυγμή και ευλαβική προσήλωση το οικοδόμημα του σεξισμού, σύμφωνα με το οποίο στην κοινωνικά διαμορφωμένη αντίθεση του φύλου η γυναίκα ταυτίζεται πάντα με τη θέση της υποτέλειας ή της μειονεξίας. Αυτό ακόμα κι αν δεν λέγεται ρητά, υπονοείται με αφοπλιστική σαφήνεια μέσα από την αναπαραγωγή των έμφυλων στερεοτύπων.
«Έχουμε μάθει να θεωρούμε φυσιολογικές πολλές συμπεριφορές, χωρίς αυτό να τις κάνει λιγότερο σεξιστικές: βλέμματα ή σχόλια –όχι πολύ χυδαία– στο δρόμο, αναφορές σε δουλειές του σπιτιού ως γυναικείες, φράσεις του τύπου “πως κάνει έτσι αυτή, περίοδο έχει/αγάμητη είναι;”. Το πρόβλημα με τον μη βίαιο σεξισμό είναι ότι εκδηλώνεται με τρόπο που είναι δύσκολο να τον περιγράψεις. Νιώθεις ότι υπάρχει ένας καταμερισμός υποχρεώσεων, εμπιστοσύνης ή ότι σου μιλάνε απλά αλλιώς, με λιγότερο σεβασμό από όταν απευθύνονται σε άνδρες», αναφέρει η Άννα Σιγαλού, φοιτήτρια και μέλος των φεμινιστικών πρωτοβουλιών «Καμία Ανοχή» και «Φύλο Συκής».
Η ίδια συνεχίζει σταχυολογώντας τις δικές της βιωματικές εμπειρίες: «Ένας φίλος μου σε μία εκδρομή εμπιστεύτηκε αμέσως το αυτοκίνητό του στους άνδρες της παρέας και όχι σε μένα –παρά μόνο αφού τσακωθήκαμε– κι ας ήμασταν εξίσου καλοί (ή κακοί) οδηγοί. Αν πας να μιλήσεις για ένα μη βίαιο περιστατικό που δεν αφήνει σημάδι ή δεν επηρεάζει με μόνιμο τρόπο, δεν θα βρεις ακροατήριο να σε καταλάβει. Το να σε κοιτούν στο λεωφορείο επίμονα και να νιώθεις στριμωγμένη δεν θεωρείται σοβαρό, παρότι συμβαίνει σε όλες. Υπάρχει ένα διαρκές στρίμωγμα των γυναικών στον δημόσιο χώρο».
Ο σεξισμός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εξουσίας, όχι μόνο με την κατασταλτική και απαγορευτική της διάσταση αλλά με τον τρόπο που η φουκωική σκέψη τη βλέπει, ως μια δύναμη που «είναι παντού», διάχυτη και ενσωματωμένη στο λόγο. Το φύλο δεν είναι μια σταθερή και αναλλοίωτη κατηγορία νοήματος. Γίνεσαι γυναίκα ή άνδρας μέσα από την ενεργητική αναπαραγωγή της νόρμας για τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα. Μόνο που αυτοί οι κοινωνικοί ρόλοι δεν αναπτύσσονται σε μία ανώδυνη συνθήκη ισότητας. Πατάνε εξαρχής στο χνάρι της πατριαρχίας.
Έτσι ο σεξισμός εμφιλοχωρεί στις ζωές μας από τα πρώτα στάδια της ύπαρξής μας και δημιουργεί ένα νεφέλωμα από πάνω μας, που μας συνοδεύει σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Κανονικοποιείται. Το είδωλο του γίνεται μια οικεία, παρότι πάντα διαστρεβλωτική και ενδόμυχα στενάχωρη, αναπαράσταση του εαυτού μας. Δεν μας αρέσει, μας κάνει να νιώθουμε άβολα, μας εξωθεί στη συμβίωση με την αμηχανία ή την πειθαρχική αφομοίωση υποτιμητικών συμπεριφορών.
Είναι τόσο συχνή και ενίοτε προβλέψιμη η εμφάνισή του, που δεν μας σοκάρει. Οι γυναίκες ξέρουμε ότι θα προσπαθήσουμε πολύ περισσότερο για την επαγγελματική μας ανέλιξη. Έχουμε επίγνωση ότι το πέρασμα του χρόνου, το γήρας, η παρέκκλιση από τα πρότυπα ομορφιάς σε μας είναι ασυγχώρητα. Εμείς μετά τα 40 πάντα θα γινόμαστε οι «καημένες που έσπασε η μούρη τους», ενώ εκείνοι θα γίνονται οι γοητευτικοί τύποι με τη «χαριτωμένη καράφλα» ή τις «σέξι γκρίζες τρίχες». Για τις δικές μας σεξουαλικές δυσλειτουργίες θα φταίμε εμείς ως «ανέραστες» ή «ξενέρωτες», για τις δικές τους θα φταίμε πάλι εμείς. Αυτό μαθαίνουμε από μικρές και εφευρίσκουμε στρατηγικές άμυνας και απώθησης για να το διαχειριστούμε. Κι όταν επιλέξουμε το δρόμο της συζήτησης, πιθανότατα θα σκοντάψουμε στην αδυναμία κατανόησης ή την ανοιχτή ειρωνεία.
Μία από τις χειρότερες στιγμές των διαφημίσεων της γνωστής αλυσίδας καταστημάτων, που δέχθηκε πολύ αρνητική κριτική.
«Από τις πιο δυσάρεστες στιγμές του ελεύθερου χρόνου μου είναι όταν στο πλαίσιο μιας εξόδου καλούμαι άρρητα να χαμογελάσω ή έστω να μειδιάσω επειδή κάποιος στην ομήγυρη θα κάνει ένα σεξιστικό σχόλιο», επισημαίνει η Ανθή Παζιάνου, δημοσιογράφος στα τοπικά μέσα της Λέσβου Εμπρός και Ράδιο Αίολος και ανταποκρίτρια της εφημερίδας Καθημερινή. «Εκεί οι επιλογές που μου ανοίγονται είναι δύο: αδιαφορία (και άρα καταπίεση) ή άνοιγμα της συζήτησης με την έκφραση της δυσφορίας μου. Οι πρώτες στερεότυπες ατάκες που θα ακούσω, είναι “ε, εντάξει είσαι υπερβολική”, ή η πιο ψαγμένη “αμάν με το πολίτικαλ κορέκτνες, δεν μπορούμε να κάνουμε μια συζήτηση”».
«Δουλεύω σε ένα περιβάλλον γεμάτο… τεστοστερόνη, δηλαδή με άντρες που θέλουν να κάνουν εμφανή την αντρική τους παρουσία. Μία γυναίκα δημοσιογράφος πρέπει να αποδείξει ότι αξίζει την εν λόγω επαγγελματική ιδιότητα και να υιοθετήσει ένα παραδοσιακό αντρικό ύφος γραφής. Ακόμα και η θεματολογία θεωρείται εκ προοιμίου κατανεμημένη κατά φύλο. Σπάνια για παράδειγμα ασχολείται με την ύλη του πολιτισμού ένας άντρας συνάδελφος. Ή επίσης θεωρείται περίεργο που στα επεισόδια που κατά καιρούς εκτυλίσσονται στο Κέντρο της Μόριας πηγαίνω μόνη μου», προσθέτει.
Η Ανθή με τη μαρτυρία της φανερώνει μια πτυχή της καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες-εργαζόμενες στον κλάδο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πρόκειται για έναν πολύ κομβικό κλάδο, που έχει μια ξεκάθαρη λειτουργία ως ιδεολογικός μηχανισμός που παράγει και αναπαράγει στερεότυπα. Από τον ακατέργαστο μισογυνισμό του Θέμου Αναστασιάδη που ανέλαβε εργολαβικά μέσω της εφημερίδας του την επιχείρηση συμβολικής εξόντωσης γυναικών, μέχρι τις ηδονοβλεπτικές και αντικειμενοποιημένες απεικονίσεις του γυναικείου σώματος στα life style περιοδικά, τα ελληνικά media ζέχνουν σεξισμό.
«Αντιμετωπίζουν τις γυναίκες είτε ως αντικείμενα του σεξ, είτε ως “νοικοκυρές” και “μανούλες” στο ψυχαγωγικό κομμάτι και στο ενημερωτικό είναι σχεδόν απούσες. Τα πάνελ των ενημερωτικών εκπομπών είναι ανδροκρατούμενα, με εξαίρεση τις ελάχιστες γυναίκες βουλευτίνες και υπουργούς. Η ίδια η δομή της ελληνικής τηλεόρασης υπονοεί ότι οι γυναίκες δεν είναι ικανές για σοβαρές αναλύσεις παρά μόνο για μαγείρεμα, μόδα και κουτσομπολιό. Ενοχλούμαι πολύ όταν σεξιστικά εγκλήματα όπως οι γυναικοκτονίες ή η ενδοοικογενειακή βία δεν αναφέρονται ως τέτοια, αλλά κάτω από τον βαθιά προσβλητικό και παραπλανητικό τίτλο του “εγκλήματος πάθους”. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν αθωωτικά επί της ουσίας για τους δράστες και αποσιωπούν την πατριαρχική ρίζα αυτών των εγκλημάτων», προσθέτει η Ανθή Παζιάνου.
Η αλήθεια είναι ότι στην εποχή μας υπάρχει μεν η αναβίωση του καθάριου, ατόφιου και άγαρμπου σεξισμού, όπως αυτός ενσαρκώνεται στη φυσιογνωμία του Ντόναλντ Τραμπ, εντούτοις πολλοί άνδρες επιδιώκουν να αποτινάξουν την ταμπέλα του σεξισμού. Συχνά όμως τα επιχειρήματά τους, παρά τις πρόχειρες εξωραϊστικές πινελιές, εκπορεύονται από την ίδια τη μήτρα του σεξισμού: η επίκληση της διαφοράς των φύλων που απλώς υπερασπίζεται τον έμφυλο καταμερισμό εργασιών και αρμοδιοτήτων, ο θαυμασμός της «γυναικείας φύσης» ή του «ωραίου φύλου» που επιμένει στην παραδοσιακότητα του γυναικείου ρόλου και επιδιώκει την πατερναλιστική αντιμετώπιση της γυναίκας, η συνομωσιολογία που αντιλαμβάνεται τις γυναίκες ως υποχθόνια πλάσματα με μαγικές ιδιότητες και τους άνδρες ως αθέατες μαριονέτες ή η άρνηση της πατριαρχίας και άρα της ανάγκης ύπαρξης του φεμινισμού, είναι όλες συγκαλυμμένες εκδοχές του σεξισμού.
Πλάι σε αυτές ξεφυτρώνουν νέες μορφές σεξισμού και γυναικείας καταπίεσης, όπως η πρακτική των ανδρών να αφαιρούν το προφυλακτικό κατά τη διάρκεια του σεξ χωρίς τη συγκατάθεση των συντρόφων τους, πρακτική που σύμφωνα με αμερικανική έρευνα εξελίσσεται σε «μόδα». Επίσης το slut shaming, το κοινωνικό στίγμα που αποδίδεται στις γυναίκες εξαιτίας της διαχείρισης της σεξουαλικότητάς τους ή η δημοσιοποίηση στοιχείων σεξουαλικού περιεχομένου μιας κοπέλας (φωτογραφίες, μηνύματα, βίντεο) χωρίς τη συναίνεσή της. Πρόκειται για δύο εκδοχές που έχουν στον πυρήνα τους τον έλεγχο της γυναικείας σεξουαλικότητας και την τιμωρία των γυναικών που επιδιώκουν τη χειραφέτησή τους. Με την παντοκρατορία των social media προσλαμβάνουν μεγάλη ένταση, σπιλώνοντας συνειδήσεις και καταρρακώνοντας προσωπικότητες.
Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσε να συμβεί από τη στιγμή που η ίδια η πολιτεία ως συντεταγμένη ολότητα δεν αρθρώνει με παρρησία ένα υπόδειγμα αντισεξισμού, αλλά βγάζει από τα σπλάχνα της τα αποκρουστικά ομοιώματα του αντιφεμινισμού; Ο σεξισμός εκλέγεται στο κοινοβούλιο, γίνεται πολιτικό ιδίωμα και χειροκροτείται με πάθος. Το πολιτικό ρεπορτάζ βρίθει περιπτώσεων, από το αλήστου μνήμης «πάψε, μωρή καλτσοδέτα» του Σωκράτη Ξυνίδη προς την Εύα Καϊλή, το «εδώ γυναίκα παίρνεις και μπορεί να σου βγει σκάρτη» του Ιορδάνη Τζαμτζή μέχρι τον τρόπο που αξιοποιήθηκαν εργαλειακά στο δημόσιο μικροπολιτικό καλαμπούρι ως λάφυρα τα ονόματα της Σκάρλετ Γιόχανσον και της Γεωργίας Βασιλειάδου.
Οι γυναίκες πολιτικοί δεν σχολιάζονται στη δημόσια σφαίρα τόσο για το έργο τους, όσο ως γυναίκες. Ο Στέφανος Κασιμάτης μάλιστα πρόσφατα για την περίπτωση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου δεν δίστασε να επιδείξει ωμό μισογυνισμό, που ο ίδιος βάφτισε αργότερα ως «χιούμορ», παρότι κανείς δεν γέλασε. Τα σκάγια παίρνουν συχνά και τις συντρόφους των πολιτικών. Η εκστρατεία της Αυριανής εναντίον της Δήμητρας Λιάνη έγραψε μια από τις πιο βρώμικες σελίδες στον ελληνικό τύπο. Η ίδια εφημερίδα, βέβαια, δεν φάνηκε να μετανοεί, αφού επανήλθε το 2015 καλώντας τον σύζυγο της Ζωής Κωνσταντοπούλου «να τη μαζέψει».
Οι Έλληνες αρθρογράφοι και πολλοί απλοί χρήστες του διαδικτύου δεν έχουν άποψη μόνο για τις συντρόφους των Ελλήνων πολιτικών. Όχι, ο σεξισμός δεν έχει σύνορα. Μια χαρά ξεσπάθωσαν εναντίον της Μπριζίτ Τρονιέ, της συζύγου του Εμανουέλ Μακρόν. Δεν είναι ότι δεν έχουν παρελάσει από τη δημόσια σφαίρα ζευγάρια με εικοσιπέντε χρόνια διαφοράς μεταξύ τους. Πολλοί άνδρες πολιτικοί και μη, είναι παντρεμένοι με μικρότερες ηλικιακά γυναίκες. Αυτό είναι ΟΚ. Μπορεί μάλιστα να τους προσδίδει πόντους στο κοινωνικό βαρόμετρο. Ένας άνδρας με μια μικρότερη σύντροφο πλαισιώνεται συνήθως από συμφραζόμενα «μαγκιάς».
Η περίπτωση της Τρονιέ, προκάλεσε σάλο ακριβώς γιατί διέρρηξε την εγκατεστημένη ιεράρχηση των έμφυλων ρόλων. Οι θεματοφύλακες της πατριαρχίας είτε με μασκαρεμένο σεξισμό που εκτρέπεται σε φθηνές ψυχολογιοποιήσεις περί «οιδιπόδειου», είτε με απροσχημάτιστη κριτική προς την ερωτική επιλογή του Μακρόν –αυτόβουλη βεβαίως γιατί ουδείς ζήτησε τη γνώμη τους– ξιφούλκησαν υπέρ ενός φαλλοκρατικού κατεστημένου.
Μια γυναίκα με μεγάλη θητεία στον μεταπολιτευτικό φεμινισμό αλλά και αποδέκτρια σεξιστικών συμπεριφορών ως βουλευτίνα και ιστορικός, η Μαρία Ρεπούση, καταθέτει στο inside story τη δική της εμπειρία: «Οι γυναίκες πολιτικοί δέχονται πολλές σεξιστικές επιθέσεις, προκειμένου να ακυρωθούν πολιτικά. Ένας πρόσφορος τρόπος είναι η εμφάνισή μας. Αν βάλετε στο google “Ρεπούση και κάλτσες”, θα εμφανιστούν μια σειρά φωτογραφίες με τις γάμπες μου την ώρα που ψηφίζω στη Βουλή. Οι γυναίκες στο κοινοβούλιο κρινόμαστε πολλές φορές όχι για τις απόψεις μας αλλά για τα ρούχα, τις τσάντες, τα τακούνια, κ.λπ».
«Το δυστύχημα δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ότι δεν υπάρχει από τη μεριά των γυναικών πολιτικών μια ενιαία σταθερή στάση αλληλεγγύης ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο ανήκει η πολιτικός που δέχεται τη σεξιστική επίθεση. Γενικά η πολιτική στην Ελλάδα είναι ακραία πατριαρχική. Ο φεμινισμός είναι γι’ αυτήν μια καρικατούρα, ακόμα και όταν για λόγους πολιτικής ορθότητας υπερασπίζεται την ισότητα των φύλων. Από τις πιο δύσκολες μέρες της βουλευτικής μου θητείας ήταν η 8η του Μάρτη, που άκουγα τους δεκάρικους λόγους των κομμάτων για τις γυναίκες».
«Οι γυναίκες γινόμαστε συχνά εύκολος στόχος στις αντιπαραθέσεις, ακριβώς διότι ανασύρεται η έμφυλη ιδεολογία και η στοχοποίηση επιτυγχάνει πλήρως. Και στη δική μου περίπτωση αλλά και σε άλλες που ο στόχος ήταν γυναίκα, η διαμάχη αποκτά ακραία χαρακτηριστικά που αφορούν ακόμα και τη σωματική μας ακεραιότητα. Για παράδειγμα, υφυπουργός της τωρινής κυβέρνησης προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ καλούσε τους Χρυσαυγίτες να με “συνωστίσουν” στη Βουλή για να καταλάβω τι σημαίνει συνωστισμός. Στη διαδικασία της υπουργοποίησής του, αυτό δεν μέτρησε καθόλου».
Ένα πολύ καθοριστικό εργαλείο για τη θεμελίωση του σεξισμού της καθημερινότητας είναι η γλώσσα. Όταν ζητάμε από τους συνομιλητές μας να μην κάνουν σεξιστικά αστεία, να μην αξιώνουν το ρόλο του κριτή στην εμφάνιση των γυναικών, να μην σχολιάζουν τη σεξουαλική δραστηριότητα με όρους κυριαρχίας, να μετουσιώσουν το συντακτικό τους ώστε να είναι πιο συμπεριληπτικό, μας φέρονται σαν να είμαστε ξωτικά από την άγνωστη χώρα της πολιτικής ορθότητας. Λες και ο λόγος δεν είναι ένα φορτισμένο πεδίο που νοηματοδοτεί την πραγματικότητα. Στη λακανική σκηνή μάλιστα, ο λόγος νοείται ως δύναμη κατασκευής της υποκειμενικότητας με τον φαλλό σε περίοπτη θέση.
Ο επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικής-Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ Δημήτρης Ζάχος εξηγεί πως ο λόγος που διαπραγματευόμαστε παραμένει σκληρά φαλλικός: «Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι προκατειλημμένη. Έχει θεσπιστεί (από άνδρες γλωσσολόγους) κανόνας, με βάση τον οποίον “το αρσενικό προηγείται του θηλυκού”. Π.χ. στο σύνταγμα του ελληνικού κράτους ο όρος “Ελληνίδες” αναφέρεται μόλις μία φορά, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις κυριαρχεί ο όρος “Έλληνες”. Στο συντακτικό επίπεδο ο κανόνας είναι ότι όταν τα υποκείμενα μιας πρότασης είναι διαφορετικού γένους, επικρατέστερο θεωρείται το αρσενικό, π.χ. “Ο Κώστας και η Νίκη υπήρξαν συνάδελφοι στο παρελθόν”. Στο σημασιολογικό επίπεδο, ας σκεφτούμε μόνο τη σημασία που δίνουμε στις λέξεις γυναικάκι, γυναικοδουλειά, γυναικωτός, γύναιο και από την άλλη πλευρά ανδρεία, ανδρείκελο, ανδρειώνομαι».
Για να καταδείξει τη δομική παρουσία του σεξισμού και το πώς διαμορφώνεται το κατάλληλο υπόβαθρο για την εκδήλωση της έμφυλης βίας, η Γαλλίδα σκηνοθέτρια Eleonore Pourriat δημιούργησε μια ιδιαίτερα ευφυή και πειραματική ταινία μικρού μήκους, με τίτλο «Oppressed Majority» (Καταπιεσμένη Πλειοψηφία).
Στην ταινία παρουσιάζεται η πραγματικότητα αντεστραμμένη, με τις γυναίκες να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς οι άνδρες, να τρέχουν για παράδειγμα γυμνόστηθες στον δρόμο πλάι σε άνδρες που σέρνουν καροτσάκια με μωρά, να ουρούν ελεύθερα στα στενάκια της πόλης, να πειράζουν τους περαστικούς άνδρες, να τους παρενοχλούν σεξουαλικά. Είναι ένα εξαίσιο σκαρίφημα για τη σεξιστική αποικιοποίηση της καθημερινότητας και την επικινδυνότητα που ενέχει.
Το ενθαρρυντικό είναι πως υπό το πρίσμα της αναγέννησης του φεμινισμού τόσο στην τέχνη, όσο και στη δημοσιογραφία, υπάρχει μια διεθνής τάση αποκάλυψης του καθημερινού σεξισμού, ακόμα και στις πιο εμπεδωμένες του όψεις. Πρόσφατα έγινε viral ένα βίντεο του ABC για τη γυναικεία περίοδο και την ανάγκη να απαλλαγεί από την περιφρονητική της παθολογικοποίηση στη δημόσια σφαίρα και τις σημασιοδοτήσεις μιαρότητας. Το να επανοικειοποιηθούμε την περίοδο, για παράδειγμα, σαν μια απλή και βασική λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος και να σταματήσουμε να ανταλλάσσουμε σερβιέτες και ταμπόν με συστολή και μυστικοπάθεια σαν να κάνουμε νταραβέρι ναρκωτικών στην Ομόνοια, είναι μια μικρή νίκη έναντι του σεξισμού.
Η πλατφόρμα Everyday sexism project είναι ένας χώρος όπου οι γυναίκες μπορούν να καταθέτουν τις μαρτυρίες τους για τον καθημερινό σεξισμό. Στο επίκεντρο αυτού του σύγχρονου προβληματισμού είναι το βίωμα των ίδιων των γυναικών, όχι ως μια εξατομικευμένη υπόθεση αλλά ως ένα εν δυνάμει συγκρουσιακό εγχείρημα. Εξάλλου, αυτό που μας έμαθε η θεωρία του μεταμοντερνισμού είναι ότι το βίωμα είναι πάντα πολιτικό. Το να μιλήσουμε, λοιπόν, εμείς οι γυναίκες για το σώμα και την καθημερινότητα μας, σημαίνει ότι ανακαλύπτουμε και μιλάμε για τους υποφωτισμένους τόπους της καταπίεσης και της κακοποίησης. Σημαίνει ταυτόχρονα μια διαδικασία επίγνωσης, που γυρνάει ανάποδα την κλεψύδρα της ανοχής.
Σχόλια