Τον Ιούλιο του 2020 πέρασα, για πρώτη φορά, από την Πάτμο στην Λέρο. Με είχε προσκαλέσει Τούρκος φίλος, αυτοεξόριστος στην Ελλάδα, που ζει τον μισό χρόνο στο νησί. Ελάχιστα γνώριζα γι’ αυτό – είχα ακούσει για τους Αιγυπτιώτες, για την ρασιοναλιστική πόλη των Ιταλών στο Λακκί και, φυσικά, για το ψυχιατρείο, η σκιά του οποίου ακόμη βαραίνει όποτε αναφέρεται το νησί. Άφησα την Πάτμο χωρίς να ξέρω τι να περιμένω.
Καθώς το καταμαράν πλησίαζε στο λιμάνι της Αγίας Μαρίνας, αντίκρυσα κάτι το ειδυλλιακό στο πρωινό φως. Στον λόφο δεσπόζει το κάστρο των Κομνηνών, με τον οικισμό του Πλατάνου –την ιστορική «χώρα»– στην πλαγιά. Στα ριζά του λόφου απλώνεται ένας από τους ωραιότερους κόλπους που έχω δει, με αρμυρίκια και ευκαλύπτους να στοιχίζονται στην ακτογραμμή του. Κατά μήκος της ο ένας παράλιος οικισμός διαδέχεται τον άλλον.
Τα σπίτια της Αγίας Μαρίνας και του Πλατάνου, κύβοι νησιώτικης αρχιτεκτονικής, είναι, κατά την δωδεκανησιακή παράδοση, μια χρωματική πανδαισία: άλλα τα έχουν βάψει λευκά, άλλα σε γήινα χρώματα. Κοντά στο λιμάνι, κάποια είναι κτισμένα πάνω στο κύμα· σε ένα σημείο ένας μύλος ξεπηδά μέσα απ’ τα νερά. Με το που πάτησα στην προβλήτα, η Λέρος άρχισε να με καταπίνει. Καθίσαμε