
An Englishman in Κυπαρίσσι
Κυπαρίσσι Λακωνίας, Αύγουστος του 2018. Κάθομαι στο μοναδικό μπαρ/καφέ του μικρού, παραθαλάσσιου χωριού και, κατενθουσιασμένη, παίρνω στο skype τον έναν μετά τον άλλο φίλο για να τους δείξω το αναπάντεχο μικρό διαμάντι που ανακάλυψα κρυμμένο κάπου στους κόρφους των βουνών της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Γυρνώ συνεχώς την οθόνη από εδώ κι από εκεί, δείχνω τα σπίτια πάνω στο νερό με την πλάτη στα κυπαρίσσια και το πυκνό δάσος, τη σχεδόν παντελή απουσία αυτοκινήτων, τα πρασινογάλαζα νερά, κυρίως την ησυχία: Άκου! άκου, τους λέω, δεν ακούγεται τίποτα! Είναι λες κι ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1960!

Δίπλα μου κάθεται ήσυχος κι αγναντεύει το κύμα που σκάει μπροστά μας ένας άνδρας μεταξύ 50 και 60 ετών, με τη βερμούδα του κι ένα λευκό κοντομάνικο. Φοράει στο χέρι μια ασημένια ταυτότητα. Είναι ξένος: τα χρώματά του, η ήρεμη παρουσία του, το λίγο κοκκινισμένο από τον ήλιο δέρμα του το μαρτυρούν. Την τρίτη φορά που κλείνω το τηλέφωνο, γυρνάει πολύ ήσυχα προς το μέρος μου, με κοιτάει σοβαρά και, με τόνο πολύ πιο οξύ απ’ ό,τι περίμενα, μου λέει: «Μα θα το βουλώσεις, επιτέλους; Δεν έχεις αφήσει άνθρωπο για άνθρωπο που δεν το έχεις πει».
Και κάπως έτσι, ο Τζέιμς Φουτ –ο Άγγλος ζωγράφος με τη