29 Νοεμβρίου 1970. Πρώτα την βλέπει ένα 12χρονο κορίτσι. Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα ανάμεσα στις πέτρες. Κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να δει αυτό το θέαμα.
Η μικρή έχει πάει εκείνη την Κυριακή πεζοπορία με τον πατέρα της και τη μικρή της αδελφή στην κοιλάδα του Ίσνταλ έξω από το Μπέργκεν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Νορβηγίας. Έχουν απομακρυνθεί από τα γνωστά μονοπάτια προκειμένου να θαυμάσουν τη θέα της όμορφης και συνάμα ζοφερής κοιλάδας που κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ήταν γνωστή και ως «Κοιλάδα του Θανάτου», επειδή ήταν τόπος αυτοκτονιών, ενώ αργότερα, τη δεκαετία του 1960, κάποιοι περιπατητές έπεσαν στον θάνατό τους μέσα στην ομίχλη.
Όταν οι τρεις τους βγαίνουν σε ένα ξέφωτο, βλέπουν σε μια πλαγιά την καμμένη γυναίκα. Είμαστε στο 1970 και δεν υπάρχουν κινητά. Ο πατέρας και οι δύο κόρες περπατούν για ώρα κατά μήκος της λίμνης Σβαρτεντίκετ μέχρι να φτάσουν στο Μπέργκεν και να καταγγείλουν το εύρημά τους. Προσπαθούν να μην σκέφτονται την πιθανότητα να παραμονεύει κάποιος δολοφόνος στο δάσος.
Ένας από τους πρώτους που φτάνουν στο σημείο είναι ο 31χρονος νομικός σύμβουλος της αστυνομίας Καρλ Χάλβορ Ας, ο μοναδικός από εκείνην την πρώτη ομάδα που ζει σήμερα. Tο πρώτο που θυμάται