Στον Ντιέγκο άρεσαν πολύ τα μακριά παραδοσιακά φορέματα, του άρεσε να τη βλέπει με τα πολύχρωμα γουιπίλ των Μαζατέκ και να στολίζει τα πιασμένα της μαλλιά με λουλούδια. Τα γυαλιά πεταλούδα, οι ροζ μπότες και το βάψιμο των φρυδιών με το ebony μολύβι της Revlon προκειμένου να ενώνουν, ήταν δική της ιδέα.
Όταν τον γνώρισε, ήταν μόλις 15 ετών. Εκείνος ήταν ο μεγάλος ζωγράφος που είχε αναβιώσει τη μεξικανική τοιχογραφία δίνοντας με τα έργα του φωνή στους αυτόχθονες ανώνυμους εργάτες. Ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερός της. Όταν ξανασυναντήθηκαν, έμεινε άναυδος με το ταλέντο της. Έσμιξαν αμέσως. Οι γονείς της δεν έκρυβαν τον αποτροπιασμό τους για τη σχέση. Τους αποκαλούσαν «ο ελέφαντας και το περιστέρι».
Στον γάμο τους το 1929, η Κάλο φόρεσε μια μακριά φούστα και ένα σάλι ρεμπόζο, καίριο σύμβολο θηλυκότητας για τις γυναίκες του Μεξικό. Ήταν η εποχή που ο κόσμος ντυνόταν όπως στο Χόλιγουντ ή την Ευρώπη, όμως ο τότε υπουργός Παιδείας του Μεξικό προσπαθούσε να προωθήσει τις παραδοσιακές μεξικάνικες αξίες – μεταξύ άλλων αναθέτοντας σε ζωγράφους όπως ο Ριβέρα τεράστιες τοιχογραφίες σε δημόσια κτίρια. Η Κάλο ταυτιζόταν με την ανάγκη αποθέωσης της Mexicanidad, της μεξικανικότητάς.
Ο πατέρας είχε