Τα τελευταία χρόνια όσο κουρασμένος κι αν αισθάνεται, αργά το βράδυ ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού του και κοιτάζει ανήσυχος προς τα βουνά. Από τότε που έχει το δικό του κοπάδι, έχει έναν μόνιμο φόβο. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο ένιωθε ότι είχε βάλει πια τη ζωή του σε τάξη. Τα είχε όλα σχεδιάσει. Μόλις ξεχρέωνε το δάνειο του σπιτιού του, θα αφοσιωνόταν εξ ολοκλήρου σε αυτό που του άρεσε καλύτερα, την κτηνοτροφία. Από μικρός εξάλλου, όταν τελείωνε το σχολείο, εκείνος μαζί με τον αδερφό του έφευγαν από το χωριό και ζούσαν πάνω στο βουνό περπατώντας το σπιθαμή προς σπιθαμή και βόσκοντας τα ζώα τους. Επέστρεφαν το φθινόπωρο αγνώριστοι και η μάνα τους έφερνε κομμώτρια από την Αθήνα για να τους κουρέψει. Εδώ και λίγο καιρό είχε φτιάξει καινούριους στάβλους για τα περίπου 310 γίδια που είχε μαζί με τον αδερφό του, είχε αγοράσει στηρίγματα και μπάλες τριφυλλιού. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο.
Ήταν περίπου ένα τέταρτο μετά τις 03.00 τα ξημερώματα της Τρίτης 13 Αυγούστου, όταν τον ξύπνησαν οι σειρήνες της πυροσβεστικής. Για ακόμα μια φορά ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του, αυτή τη φορά όμως αντίκρισε αυτό που πάντα φοβόταν. Χωρίς να χάσει χρόνο φόρεσε την ολόσωμη φόρμα του, γάντια