![Ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2016. [Angelos Tzortzinis/AFP]](https://insidestory.gr/sites/default/files/styles/article-main/public/field/image/ce000_h45nf.jpg?itok=OD9tYpLK)
Το καλοκαίρι του 2012, ο Αλέξης Τσίπρας, ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, επισκέφτηκε το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Εκείνη την ημέρα, ο λόγος του ήταν αρκετά οξύς κατά της πρακτικής της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να διορίζουν μετακλητούς υπαλλήλους: «H παθογένεια της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας έγκειται κυρίως στο γεγονός της λαφυραγώγησης του δημόσιου τομέα από τις κυβερνήσεις που επιβάλλουν μια κομματοκρατία, που επιβάλλουν πελατειακές σχέσεις, από τους υπουργούς, που κάθε φορά που αναλαμβάνουν φέρνουν μαζί τους στρατιά συμβούλων και μετακλητών που παρακάμπτουν την ιεραρχία στη δημόσια διοίκηση, και κυρίως από την έλλειψη στρατηγικού και επιτελικού σχεδιασμού». Ο κ. Τσίπρας προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας τι θα κάνει όταν έρθει στην εξουσία: «Εμείς δεν θέλουμε να βασιστούμε σε ένα κράτος πελατειακό, έτσι όπως το έστησαν τα δυο κόμματα εξουσίας. Εμείς δεν είμαστε με το κράτος. Είμαστε με τις ανάγκες της κοινωνίας και θέλουμε ένα δημόσιο αξιοκρατικά δομημένο προκειμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας, τις ανάγκες του πολίτη [...] Υπάρχουν οι δυνατότητες, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση για έναν δημόσιο τομέα που θα στηρίζεται στην αξιοκρατία και στα εκπαιδευμένα στελέχη της δημόσιας διοίκησης».
Από εκείνη την ημέρα έχουν συμπληρωθεί σχεδόν επτά χρόνια. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν καταπολέμησε την πρακτική της «λαφυραγώγησης» του δημόσιου τομέα με την αθρόα πρόσληψη μετακλητών, αντίθετα, φαίνεται πως έδωσε νέα, ακόμα μεγαλύτερη, έκταση στο πρόβλημα. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία της «Απογραφής», της ιστοσελίδας του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου.
Ας δούμε τι λένε οι αριθμοί. Σύμφωνα με την «Απογραφή», τον Δεκέμβριο του 2012 ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων ήταν 1.855, ενώ το 2013 ο μέσος αριθμός ανήλθε σε 1.760 υπαλλήλους. Το 2014 ο αριθμός τους ήταν 1.839 υπάλληλοι. Τι συνέβη στα χρόνια της σημερινής κυβέρνησης; Από τη μελέτη των στοιχείων προκύπτει ότι το 2015 είχαμε σημαντικές διακυμάνσεις του αριθμού των μετακλητών, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις. Ως εκ τούτου, ενώ τον Δεκέμβριο του 2014 ο αριθμός τους ήταν 1.888, τον Ιανουάριο του 2015 μειώθηκε ραγδαία στους 994, για να αυξηθεί σταδιακά μέσα στους επόμενους μήνες (1.125 τον Μάρτιο, 1.233 τον Απρίλιο, 1.676 τον Αύγουστο). Αντίστοιχη μείωση με αυτήν του Ιανουαρίου του 2015 συναντάμε και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, όταν οι μετακλητοί περιορίστηκαν στους 957, για να εκτοξευτούν ωστόσο ταχύτατα μέσα στους επόμενους μήνες και συγκεκριμένα σε 1.578 τον Οκτώβριο, 1.814 τον Νοέμβριο και 1.901 τον Δεκέμβριο. Οι έντονες αυξομειώσεις κατά τις περιόδους των εκλογών οφείλονται στο ότι οι νέες κυβερνήσεις πάντα απομακρύνουν μεγάλο μέρος των μετακλητών των προκατόχων τους, για να φέρουν αυτούς που πρόσκεινται ευνοϊκά στους ίδιους.
Για να κρίνουμε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα των μετακλητών, αξίζει να δούμε πως κυμάνθηκε ο αριθμός τους κατά τη διάρκεια του 2016, του 2017 και του 2018, χρονιές χωρίς εκλογικές αναμετρήσεις. Το 2016, ο μέσος αριθμός έφτασε τους 2.017, αύξηση κατά 6,8% σε σύγκριση με το 2014. Το 2017, ο μέσος αριθμός έφτασε τους 2.282, αύξηση κατά 20,7% σε σύγκριση με το 2014. Το 2018 και συγκεκριμένα την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο (ο τελευταίος μήνας για τον οποίο διαθέτουμε στοιχεία), ο μέσος αριθμός μετακλητών ανήλθε σε 2.513, αύξηση κατά 33% σε σύγκριση με το 2014.
Έτος | Αριθμός μετακλητών |
2014 | 1.839 |
2016 | 2.017 |
2017 | 2.282 |
2018 (Ιαν.-Οκτ.) | 2.513 |
Αντίστοιχες αυξήσεις συναντώνται και σε άλλες κατηγορίες απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα. Για παράδειγμα, το 2014 ο μέσος αριθμός προέδρων και μελών Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και οργάνων διοίκησης σε δημόσιες επιχειρήσεις και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) ανήλθε σε 858, την ώρα που το 2016 το ύψος του αντίστοιχου προσωπικού ανήλθε σε 980, αύξηση κατά 14% σε σύγκριση με το 2014. Το 2017 ανήλθε σε 1.176, αύξηση κατά 37% σε σύγκριση με το 2014, και τους πρώτους 10 μήνες του 2018 ανήλθε σε 1.429, αύξηση κατά 70% σε σύγκριση με το 2014.
Έτος | Αριθμός διορισθέντων |
2014 | 858 |
2016 | 980 |
2017 | 1.176 |
2018 (Ιαν.-Οκτ.) | 1.429 |
Αυξήσεις εντοπίζονται και στην κατηγορία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, των συμβασιούχων και των ωρομισθίων στις δημόσιες επιχειρήσεις και ΝΠΔΔ. Ο μέσος αριθμός συμβασιούχων για το 2014 ήταν 57.833 υπάλληλοι. Στα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο παραπάνω αριθμός υπαλλήλων έκτακτου χαρακτήρα αυξήθηκε σημαντικά, αφού το 2016 ανήλθε κατά μέσο όρο σε 63.326 υπαλλήλους, αύξηση κατά 9% σε σύγκριση με το 2014 και το 2017 ανήλθε σε 67.765 υπαλλήλους, αύξηση κατά 17% σε σύγκριση με το 2014.
Έτος | Αριθμός προσληφθέντων |
2014 | 57.833 |
2016 | 63.326 |
2017 | 67.765 |
Παρότι η «Απογραφή» διαθέτει στοιχεία για τον αριθμό των συμβασιούχων και των ωρομισθίων στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) μόνο από τα μέσα του 2015 και έπειτα –άρα είναι αδύνατη η σύγκριση με το 2014– και σε αυτήν την κατηγορία παρατηρείται μία σταδιακή αύξηση στα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Για να το καταλάβουμε αυτό, μπορούμε να συγκρίνουμε το πρώτο 10μηνο από τα έτη 2016, 2017 και 2018.
Πιο αναλυτικά, ενώ το πρώτο δεκάμηνο του 2016 ο μέσος αριθμός συμβασιούχων και ωρομισθίων στα ΝΠΙΔ ήταν 10.322, την αντίστοιχη περίοδο του 2017 ο αριθμός τους ανήλθε σε 12.171, αύξηση κατά 18% σε σύγκριση με το 2016, και την αντίστοιχη περίοδο του 2018 ο αριθμός αυτός ήταν 15.435, αύξηση κατά 49,5% σε σύγκριση με το 2016.
Έτος | Αριθμός υπαλλήλων |
2016 | 10.322 |
2017 | 12.171 |
2018 | 15.435 |
Ακόμη, αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η λειτουργία μικρότερων και πιο αποτελεσματικών υπουργικών συμβουλίων με εξορθολογισμό των υπουργείων, τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αυξήσει και τους γραμματείς στα υπουργεία πάνω από 40%, προβλέποντας ταυτόχρονα νέους διοικητικούς γραμματείς και αναπληρωτές διοικητικούς γραμματείς. Η αύξηση των παραπάνω θέσεων έχει ως αποτέλεσμα αύξηση και των μετακλητών υπαλλήλων, που εργάζονται πέριξ αυτών. Σύμφωνα με την «Απογραφή», το τακτικό προσωπικό που απασχολείται στα ΝΠΙΔ αυξήθηκε από τις 33.571 υπαλλήλους τον Δεκέμβριο του 2015 σε 36.047 υπαλλήλους τον Δεκέμβριο του 2017.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έχει αυξηθεί το κόστος μισθοδοσίας του δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία από τον κρατικό προϋπολογισμό και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2019-2022, η δαπάνη για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 15,6 δισ. ευρώ το 2015 σε 16,3 δισ. ευρώ το 2017 και σε 17,9 δισ. ευρώ το 2018, για να εκτιμηθεί ότι θα φτάσει τα 18,1 δισ. ευρώ το 2020 και τα 18,2 δισ. ευρώ το 2022.
Αν λάβει κανείς υπόψιν ότι τα τελευταία χρόνια οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων παραμένουν σταθεροί και ο αριθμός τους κινείται στα ίδια επίπεδα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η αύξηση του μισθολογικού κόστους οφείλεται εν πολλοίς στις προσλήψεις συμβασιούχων και υπαλλήλων ορισμένου χρόνου, δηλαδή στις κατηγορίες όπου τα στοιχεία της «Απογραφής» δείχνουν σημαντική αύξηση.
Έτος | Δαπάνη |
2015 | 15,6 |
2017 | 16,3 |
2018 | 17,9 |
2020 | 18,1 |
2022 | 18,2 |
Η ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης δεν σημαίνει ένα δόγμα περικοπών και απολύσεων, όπως αυτό που εφαρμόστηκε στα χρόνια των μνημονίων. Οι προσπάθειες για να καταστεί το δημόσιο αποτελεσματικό και να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών σημαίνουν εξορθολογισμό της λειτουργίας του δημοσίου, αξιολόγηση, αλλά και προσλήψεις ανθρώπων ικανών να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα για τα οποία προσλαμβάνονται. Ωστόσο, σε αυτό ακριβώς το σημείο εγείρονται κάποια σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το αν η αύξηση των προσλήψεων γίνεται με γνώμονα την κάλυψη των αναγκών των πολιτών ή την κάλυψη των εκλογικών αναγκών της κυβέρνησης.
Τόσο δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η ποιότητα των προσλήψεων δείχνουν ότι και η σημερινή κυβέρνηση εργαλειοποιεί τις προσλήψεις –όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ τα προηγούμενα χρόνια– για να διευρύνει την εκλογική της στήριξη από τα στρώματα των σημερινών και μελλοντικών δημοσίων υπαλλήλων, ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων που θα λάβουν χώρα το τρέχον έτος. «Οι δημόσιοι υπάλληλοι που φοβούνται τις απολύσεις, αλλά και όσοι φιλοδοξούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, με την ψήφο τους θα σας στείλουν στις ψευδαισθήσεις που έχετε διαμορφώσει», είπε τον περασμένο Ιανουάριο, απευθυνόμενη προς τη ΝΔ, η Γ’ Αντιπρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, Τασία Χριστοδουλοπούλου. Από αυτήν τη δήλωση, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι ότι η προοπτική ενός εξασφαλισμένου μέλλοντος στο δημόσιο γίνεται αντιληπτή από τον ΣΥΡΙΖΑ ως μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αποσπάσει την ψήφο όσων ακόμη φιλοδοξούν να εργαστούν σε κάποια δημόσια υπηρεσία.
Το είδος των προσλήψεων στις οποίες έχει προβεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την ημέρα ανάληψης της εξουσίας ουσιαστικά επιβεβαιώνει την εφαρμογή στην πράξη της αντίληψης που εξέφρασε η κ. Χριστοδουλοπούλου. Η ποιότητα των προσλήψεων δεν προκύπτει μόνο από το ότι μέλη της κυβέρνησης τοποθέτησαν συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα στο δημόσιο. Πράγματι, ο Γιώργος Τσίπρας, αν δεν ήταν πρώτος εξάδελφος του πρωθυπουργού, ίσως να μην είχε τοποθετηθεί τον Ιανουάριο του 2015 ως ειδικός σύμβουλος στο γραφείο του τότε υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, όπως επίσης να μην είχε διοριστεί τον Απρίλιο του 2015 ως Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Οικονομικής Συνεργασίας του ΥΠΕΞ, όπως επίσης να μην είχε διοριστεί τον Οκτώβριο του 2017 ως διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Αλέξη Τσίπρα. Ακόμη, η Αθανασία Ψαρουδάκη, σύζυγος του Γιώργου Τσίπρα, ενδέχεται να μην είχε διοριστεί ως ειδική σύμβουλος του υπουργού Υποδομών, Χρήστου Σπίρτζη. Αυτές οι περιπτώσεις είναι απλώς ενδεικτικές ενός συνόλου από εκατοντάδες.
Περαιτέρω, η ποιότητα των προσλήψεων φαίνεται και από το είδος των υπαλλήλων που ζητούν οι υπηρεσίες του δημοσίου για να καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών. Προς ενημέρωση των βουλευτών στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, μετά από ερώτηση του βουλευτή του Ποταμιού, Γιώργου Μαυρωτά, ο Θάνος Παπαϊωάννου, αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ, ανέφερε το περασμένο φθινόπωρο σε έγγραφό του (βλ. παρακάτω) ότι μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 2018, βρίσκονταν σε εξέλιξη διαδικασίες προσλήψεων που αφορούσαν σε 12.995 θέσεις τακτικού προσωπικού, τόσο μόνιμου, όσο και προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ). Από αυτές τις θέσεις, προκαλεί έκπληξη ότι μόλις οι 148 (1,1%) ήταν θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, μόλις οι 2.021 (15%) ήταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και μόλις οι 487 (4%) ήταν τεχνολογικής εκπαίδευσης. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων ήταν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (4.507, δηλαδή το 35% του συνόλου), και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (5.832, 45% του συνόλου).
Όσον αφορά στις προσλήψεις προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στις 31.10.2018 εκκρεμούσαν στο ΑΣΕΠ προς έγκριση 258 ανακοινώσεις διάφορων φορέων που αφορούσαν στην κάλυψη 3.419 συνολικά θέσεων, εκ των οποίων μόλις 263 (8%) ήταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και μόλις 120 (3%) ήταν τεχνολογικής εκπαίδευσης, καθώς και πάλι οι περισσότερες ήταν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (1.363, δηλαδή το 40% του συνόλου) και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (1.673, δηλαδή το 49% του συνόλου).
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι προσλήψεις για ανθρώπους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος επί του συνόλου των προσλήψεων, ανερχόμενες στο 15% των θέσεων του τακτικού προσωπικού και στο 8% των θέσεων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι προφανές: η παραπάνω μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ των θέσεων για άτομα ανώτερης και υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποτελεί ένδειξη ότι το κριτήριο της κυβέρνησης για τις προσλήψεις είναι η κάλυψη των αναγκών των πολιτών ή η διαμόρφωση μίας εκλογικής πελατείας;
Αναφερόμενος στον πολύ χαμηλό αριθμό προσλαμβανόμενων ειδικών επιστημόνων και ατόμων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ο κ. Παπαϊωάννου σχολίασε πρόσφατα σε άρθρο του στην Καθημερινή ότι «θα πρέπει να προβληματιστούμε ως χώρα για τις ιεραρχήσεις που κάνουμε σχετικά με τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης στα προσεχή χρόνια», προσθέτοντας σχετικά με τις πρακτικές της στένωσης ή διεύρυνσης των προσόντων που ζητά η διοίκηση για την πλήρωση των θέσεων του δημοσίου: «Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα πτυχία που ζητεί ο φορέας είναι τόσο ευρέος φάσματος ώστε να πολλαπλασιάζονται οι υποψηφιότητες [...] Σε άλλες, περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο. Ο ενδιαφερόμενος φορέας είτε περιορίζει τα επιλέξιμα πτυχία είτε διαμορφώνει (με νόμους ή υπουργικές αποφάσεις) τα κριτήρια μοριοδότησης κατ’ εξαίρεση του ν. 2190/1994 προκειμένου να ευνοήσει τους υπηρετούντες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου [...] Επιβάλλεται, επιπλέον, να σταματήσει η μαζική παραγωγή ειδικών διατάξεων που θέτουν κριτήρια μοριοδότησης και διαδικασίες κατά παρέκκλιση του ν. 2190/1994. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργείται για κάθε φορέα μια ειδική μοριοδότηση και διαδικασία για να ικανοποιηθούν συνδικαλιστικά και άλλα αιτήματα».
Σχετικά με τον περιορισμένο αριθμό ατόμων με ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση που «ζητά» το δημόσιο μέσω των προσλήψεων, ο Νίκος Μηλαπίδης, νομικός με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο, είπε στο inside story: «Το διεθνές πλεονέκτημα της Ελλάδας συγκριτικά με το μέγεθός της είναι η υπερ-εκπαίδευση των Ελλήνων. Παρά ταύτα, μόνο κατ’ ελάχιστο η χώρα κεφαλαιοποιεί τους κόπους και την υπεραξία της εκπαίδευσης, πολλώ δε μάλλον ο δημόσιος τομέας που χρειάζεται ανανέωση. Η Ελλάδα δεν υποφέρει μόνο από τη μετανάστευση της πιο μορφωμένης γενιάς Ελλήνων αλλά κατέχει και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αγγίζοντας σχεδόν το 20%. Πάρα ταύτα η κυβέρνηση επιλέγει για πελατειακούς λόγους να στελεχώνει τις δημόσιες υπηρεσίες σχεδόν αποκλειστικά με ανθρώπους χαμηλών δεξιοτήτων. Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, οι σφραγίδες είναι περιττές».
Η μεγάλη εικόνα στη λογική με την οποία η κυβέρνηση Τσίπρα αντιμετωπίζει τις προσλήψεις –ως εργαλείο πολιτικής ενσωμάτωσης και όχι κάλυψης των πραγματικών αναγκών του δημοσίου– είναι ότι αναπαράγει την ίδια αντίληψη που οδήγησε στη διόγκωση και κακοδιαχείριση του δημόσιου τομέα συνολικά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, την αντίληψη που επέτρεψε στον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, να προβεί επί κυβέρνησης Καραμανλή σε προσλήψεις που έφτασαν τις 865.000, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ. «Αν και η χώρα δεν ξέφυγε ποτέ από την πελατειακή λογική, όταν χρεοκοπήσαμε, κάποιοι λίγοι καταλάβαν ότι η μεταρρύθμιση του κράτους είναι το κλειδί για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας», σχολίασε στο inside story o κ. Μηλαπίδης. «Όμως οι δυνάμεις της αδράνειας επανέκαμψαν και ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε κυβερνητικό πόστο σε εξάδελφό του και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκος Παππάς, διόρισε τον πατέρα του πρόεδρο του ΟΑΣΘ. Ο ΟΑΣΘ, λοιπόν, που βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης, θα προσλάβει προσωπικό! Εκεί βρισκόμαστε. Η επιβίωση του πελατειακού κράτους καθορίζει την ποιότητα των θεσμών και της δημοκρατίας, την πορεία προς την οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική πολιτική, καθώς και την εθνική ανεξαρτησία και την ποιότητα της σχέσης της χώρας μας με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο που είμαστε ακόμα σε καραντίνα».
*Στη συλλογή και επεξεργασία των στοιχείων από την «Απογραφή» συνέβαλε ο νομικός Νίκος Μηλαπίδης.
Σχόλια