
Η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει την προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των μυστηρίων του ιού SARS-CoV-2 και βέβαια της νόσου Covid-19. Ένας από τους δυσεπίλυτους γρίφους είναι η ανοσολογική απόκριση στον νέο κορονοϊό. Όπως αναγνωρίζουν οι ειδικοί, όσα ακόμη αγνοούμε είναι περισσότερα και πιο κρίσιμα απ’ όσα γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Σύμφωνα με την επιδημιολόγο και τεχνική επικεφαλής του ΠΟΥ για τη νόσο Covid-19, Μαρία Βαν Κερκόφ, απαιτούνται μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η παρουσία αντισωμάτων συνεπάγεται και ανοσία. «Περιμένουμε ότι τα άτομα που έχουν μολυνθεί με τον ιό θα αναπτύξουν μια αντίδραση που να τους παρέχει κάποιο επίπεδο προστασίας, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσο ισχυρή είναι αυτή η προστασία, αν ισχύει για όλους τους φορείς και βέβαια για πόσο διάστημα διαρκεί».
Αυτές τις μέρες που υπάρχει ανάγκη για ξεκάθαρη ενημέρωση κι ανάλυση, το inside story προσφέρει όλα τα άρθρα γύρω από τον Covid-19 ελεύθερα σε όλους τους αναγνώστες. #ΜένουμεΑσφαλείς: Ανακαλύψτε πάνω από 2.500 ρεπορτάζ και ιστορίες του inside story. Γραφτείτε για έναν μήνα δωρεάν EΔΩ |
- Η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών που αναρρώνουν από τη νόσο Covid-19 έχουν αντισώματα έναντι του ιού, που ανιχνεύονται στο αίμα τους.
- Οι περισσότεροι ασθενείς αναπτύσσουν αντισώματα περίπου 10-15 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Κατά κανόνα, η απόκριση αυτή συμπίπτει χρονικά με τις πρώτες ημέρες της ανάρρωσης.
- Οι ασθενείς που νόσησαν πιο βαριά, φαίνεται να έχουν υψηλότερα επίπεδα των ουδετεροποιητικών αντισωμάτων, τα οποία προφανώς είναι και τα σημαντικότερα.
- Οι ασθενείς που νόσησαν ηπιότερα ή και ασυμπτωματικά εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα ουδετεροποιητικών αντισωμάτων. Σε ορισμένους τα αντισώματα αυτά ήταν και μη ανιχνεύσιμα.
- Όπως πιθανολογούν οι ειδικοί, σε αρκετούς φορείς του ιού που δεν ανιχνεύονται καν αντισώματα αυτό είναι λόγω της ανοσοαπόκρισης των Τ-κυττάρων, που οδήγησε σε «εκκαθάριση» του ιού.
- Οι περισσότερες δοκιμές αντισωμάτων δεν μπορούν να διακρίνουν με ακρίβεια μεταξύ εξουδετερωτικών και μη εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Αυτή η παράμετρος είναι ιδιαίτερα σημαντική, ειδικά για την ανάπτυξη θεραπειών που θα βασίζονται στα εξουδετερωτικά αντισώματα.
- Οι δοκιμές ταχείας ανίχνευσης αντισωμάτων (rapid-tests) δεν μπορούν να προσδιορίσουν την ποσότητα των αντισωμάτων.
Η «απάντηση» του οργανισμού στη λοίμωξη εκφράζεται μέσω αφενός της κυτταρικής και αφετέρου της ανοσολογικής απόκρισης:
Τα Τ-κύτταρα αναγνωρίζουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV-2, και τα μεν CD8 κύτταρα επιτίθενται στα μολυσμένα κύτταρα, σκοτώνοντας έτσι τον ιό, ενώ τα CD4 κύτταρα διεγείρουν τα Β-κύτταρα που παράγουν αντισώματα έναντι του ιού:
1. Τα αντισώματα IgM παράγονται σε πρώτη φάση (περίπου 4-7 ημέρες μετά την επιμόλυνση) και εξαφανίζονται έπειτα από μερικές εβδομάδες.
2. Τα αντισώματα IgG παράγονται μερικές ημέρες αργότερα (κατά μέσο όρο 15 ημέρες μετά τη μόλυνση) και ενδέχεται να παραμείνουν στον οργανισμό για μήνες ή χρόνια.
Η αποτελεσματικότητα της απόκρισης εξαρτάται από:
- Την ποιότητα των αντισωμάτων: κατά πόσο δηλαδή είναι ικανά να εμποδίζουν τον ιό να εισέλθει στα κύτταρα και να πολλαπλασιαστεί
- Την ποσότητα των παραγόμενων αντισωμάτων
- Τη διάρκεια της παραμονής των αντισωμάτων στον οργανισμό
- Τη σταθερότητα του αντιγόνου, σε σχέση με τις μεταλλάξεις του ιού
Προς το παρόν, ουδείς μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Οι ειδικοί επιστήμονες του ΠΟΥ αναγνωρίζουν ότι δεν διαθέτουν αρκετά δεδομένα για να επιβεβαιώσουν ότι τα αντισώματα πράγματι προστατεύουν από νέα επιμόλυνση, ποια επίπεδα αντισωμάτων απαιτούνται ή για πόσο διάστημα θα διαρκέσει η εν λόγω ανοσία.
Αυτό που εικάζουν βάσιμα οι επιστήμονες είναι ότι, όπως και με τις υπόλοιπες γνωστές ιογενείς λοιμώξεις, τα άτομα που αναρρώνουν προστατεύονται από νέα λοίμωξη ή νοσούν ελαφρύτερα. Το ίδιο συνέβη και με τον SARS-CoV-2 σε μια μελέτη Κινέζων επιστημόνων σε μακάκους. Τονίζεται βέβαια ότι για να συμβεί το ίδιο και στους ανθρώπους, πρέπει τα παραγόμενα αντισώματα να είναι εξουδετερωτικά έναντι του ιού και να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα (από άποψη ποσότητας). Γνωρίζουν επίσης ότι η προστασία από την εκ νέου μόλυνση από ενδημικούς κορονοϊούς (όπως αυτοί που συνδέονται με το κοινό κρυολόγημα) είναι συνήθως βραχυπρόθεσμη και συνήθως δεν ξεπερνάει τον έναν χρόνο. Για τον κορονοϊό που προκαλούσε το σύνδρομο SARS, όπως και γι’ αυτόν που προκαλούσε το σύνδρομο MERS, έχουν εντοπιστεί αντισώματα ακόμη και αρκετά χρόνια μετά την αρχική μόλυνση.
Παράλληλα, οι ειδικοί ελπίζουν ότι οι σχετικά αμελητέες μεταλλάξεις του ιού (τουλάχιστον προσώρας) δεν θα διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στο επίπεδο της ανοσολογικής απόκρισης. Είναι γνωστό ότι οι παραλλαγές των ιών ενδέχεται να επηρεάσουν την ανοσολογική απόκριση (κάτι που συμβαίνει κατά κανόνα με τους ιούς της γρίπης). Η σαφής γνώση για όλα τα ζητήματα δεν θα είναι χρήσιμη μόνο για τους επιδημιολόγους, αλλά και για όσους ασχολούνται με την ανάπτυξη εμβολίων.
Ένα θετικό αποτέλεσμα σε τεστ αντισωμάτων είναι η βασική πιστοποίηση ότι ένα άτομο μολύνθηκε στο παρελθόν με τον SARS-CoV-2, άσχετα αν εμφάνισε ή όχι συμπτώματα. Στην περίπτωση που τόσο τα IgM όσο και τα IgG είναι θετικά, συνεπάγεται ότι η μόλυνση έχει γίνει τις τελευταίες ημέρες ή εβδομάδες. Στην περίπτωση που τα IgM είναι αρνητικά και τα IgG θετικά, συνεπάγεται ότι η μόλυνση είχε συμβεί πριν από αρκετές εβδομάδες ή και μήνες.
Αυτό που δεν μας δείχνει με βεβαιότητα ένα θετικό αποτέλεσμα, είναι αν το άτομο έχει αναρρώσει, ούτε όμως αποκλείει το ενδεχόμενο της επίμονης λοίμωξης (αυτό που εικάζουν οι ειδικοί ότι συμβαίνει με άτομα που βγαίνουν θετικά σε τεστ αρκετές εβδομάδες μετά την ανάρρωσή τους). Τα περισσότερα τεστ αντισωμάτων δεν μας δείχνουν επίσης αν τα αντισώματα είναι εξουδετερωτικά, ούτε ποια είναι τα επίπεδα αντισωμάτων (γι’ αυτό απαιτείται η ειδική ανάλυση ELISA).
Αντίστοιχα, ένα αρνητικό αποτέλεσμα σε τεστ αντισωμάτων σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει μολυνθεί στο (απώτερο) παρελθόν. Ενδέχεται όμως να έχει μολυνθεί τις τελευταίες 8-10 ημέρες και να μην έχουν αναπτυχθεί ακόμη αντισώματα. Αυτό, εν ολίγοις, ενέχει τον κίνδυνο ένα άτομο με αρνητικό τεστ αντισωμάτων να νοσεί. Ενδέχεται όμως, το άτομο να έχει μολυνθεί από τον ιό και ο οργανισμός του να τον αντιμετώπισε χωρίς συμπτώματα και χωρίς να αναπτύξει αντισώματα. Επίσης πιθανό είναι να υπήρχε απόκριση αντισωμάτων, αλλά όχι σε επαρκή ποσότητα ώστε να ανιχνευθεί από τη δοκιμασία. Τέλος, ένα αρνητικό τεστ σε καμία περίπτωση δεν είναι ενδεικτικό για την πιθανότητα επιμόλυνσης ενός ατόμου στο μέλλον.
Στο πλαίσιο της «Εμβληματικής Δράσης» των ελληνικών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και εργαστηρίων, τα μέλη της σύμπραξης έχουν ήδη ξεκινήσει την έρευνα για την ανάπτυξη ενός rapid τεστ για να διαπιστώνεται αν κάποιος νοσεί.
«Η παραγωγή αντισωμάτων έναντι του ιού, που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα γρήγορο τεστ, θα μας επιτρέψει τη διενέργεια ελέγχων επί τόπου και σε σύντομο διάστημα, αντί για το χρονοβόρο rt-PCR test», λέει στο inside story ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Θάνος. Όπως μαθαίνουμε, πιθανότατα ο έλεγχος θα γίνεται με ρινοφαρυγγικό δείγμα, αλλά θα διερευνηθεί αν είναι δυνατός ο έλεγχος και με αιμοληψία.
Παράλληλα, θα παρασκευαστούν αντιδραστήρια που θα χρησιμοποιηθούν για να προσδιοριστεί αν κάποιος έχει αντισώματα έναντι του ιού, εφόσον είχε μολυνθεί στο παρελθόν (πιθανότατα κατά τη διάρκεια του περασμένου 12μήνου). Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να προσδιοριστεί η ανοσία του πληθυσμού, και όπως κάποιοι υποστηρίζουν να επιταχυνθεί η επαναλειτουργία αρκετών τομέων της οικονομίας, όπως ο τουρισμός. Ο κ. Θάνος επισημαίνει πάντως το γεγονός ότι εφόσον κάποιος έχει μολυνθεί στο παρελθόν δεν συνεπάγεται ότι είναι και άνοσος, καθώς δεν γνωρίζουμε αν τα αντισώματα που φέρει είναι εξουδετερωτικά. Είναι επίσης καίριο τα τεστ αντισωμάτων να δοκιμαστούν επαρκώς ώστε να διαπιστωθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις (υψηλό ποσοστό ευαισθησίας και ακρίβειας).
Ο Βασίλειος Γοργούλης, καθηγητής και Διευθυντής στο Εργαστήριο Ιστολογίας-Εμβρυολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, μας εξηγεί ότι τα ανοσολογικά τεστ θα διεξάγονται σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη αντισωμάτων εναντίον των αντιγόνων του ιού με την τεχνική ELISA. Η διαδικασία αυτή είναι σε εξέλιξη και όπως εκτιμά ο κ. Γοργούλης τα πρώτα αντισώματα έναντι του ιού θα είναι έτοιμα έως τα τέλη Μαΐου ή τις αρχές Ιουνίου. Το πλεονέκτημα της εν λόγω δοκιμασίας είναι η ταχύτητα (εκτιμάται ότι εντός μίας ώρας από τη λήψη του δείγματος θα έχουμε αποτέλεσμα), αλλά το μειονέκτημα είναι ότι προς το παρόν δεν γνωρίζουμε την αποτελεσματικότητα και την ευαισθησία της μεθόδου. «Αυτό είναι όπλο στη φαρέτρα της υγειονομικής δομής της χώρας τόσο για το καλοκαίρι, όσο και για ένα ενδεχόμενο ενδημικό κύμα το φθινόπωρο» λέει στο inside story ο κ. Γοργούλης.
Δεδομένου μάλιστα ότι ο ανοσολογικός έλεγχος μπορεί να διεξάγεται παράλληλα με τον μοριακό (στο ίδιο δείγμα του ίδιου ασθενούς), και εφόσον διαπιστωθεί ανάλογη ευαισθησία του τεστ αντισωμάτων με την RT-PCR, θα έχουμε δύο αυτόνομα όπλα στη μάχη κατά του ιού. Όπως επισημαίνει ο κ. Γοργούλης, εφόσον το τεστ δοκιμαστεί επιτυχώς από τα εντεταλμένα ερευνητικά εργαστήρια, θα είναι στο χέρι της πολιτείας να προχωρήσει σε παραγωγή μεγάλης κλίμακας.
Ο δεύτερος άξονας της «Εμβληματικής Δράσης» είναι η παραγωγή στο εργαστήριο μεγάλων ποσοτήτων πρωτεϊνών του ιού, οι οποίες θα βοηθήσουν στην παρακολούθηση της ανοσιακής απάντησης του οργανισμού. Όπως εξηγεί ο κ. Γοργούλης, αυτό γίνεται ώστε να προσδιορίσουμε τον τίτλο αντισωμάτων των ασθενών που έχουν αναρρώσει. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό» τονίζει, «γιατί θα μας δώσει οριστική απάντηση στο ερώτημα αν όσοι αναρρώνουν από τη λοίμωξη μπορούν να ενταχθούν κανονικά στην κοινωνία». Προκειμένου όμως να συμβεί αυτό πρέπει να προσδιοριστεί το επίπεδο άμυνας του οργανισμού – αυτό που επιστημονικά αποκαλείται «ικανός τίτλος αντισωμάτων» έναντι του λοιμογόνου παράγοντα.
Όπως αναγνωρίζει ο καθηγητής, αυτό παραμένει ένα γκρίζο κεφάλαιο στο βιβλίο της πανδημίας για την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. «Αν αναπτύξουμε επιτυχώς αυτή τη δοκιμασία, θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποιοι και πότε μπορούν να επανέλθουν στην κοινωνία χωρίς να απαιτείται να λαμβάνουν προφυλάξεις». Ο λόγος είναι γιατί θα μπορεί να προσδιοριστεί και το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανοσία – όπως δηλαδή λειτουργούν τα εμβόλια που γίνονται στα παιδιά και τους προσφέρουν ανοσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, ορισμένα δε εξ αυτών και ισόβια. Το ερωτηματικό που προς το παρόν δεν έχει απαντηθεί από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είναι αν η ανοσία που αποκτούν όσοι μολύνθηκαν από τον SARS-CoV-2 είναι παρατεταμένη ή βραχύβια. Παράλληλα, ο έλεγχος αντισωμάτων –εφόσον είναι εκτεταμένος– θα μας δώσει σαφή εικόνα για το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ήδη νοσήσει και συνεπώς έχει αποκτήσει ανοσία.
Ελλείψει όλων αυτών των επιστημονικών δεδομένων, όμως, η ιδέα της ανοσίας της αγέλης, σύμφωνα με τον κ. Γοργούλη, είναι άκρως παρακινδυνευμένη και απειλεί όχι μόνο τα συστήματα υγείας, αλλά και την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα. Ο κ. Γοργούλης αισιοδοξεί πάντως ότι σύντομα θα έχουμε τα πρώτα δείγματα της έρευνας. «Ήδη μελετούμε ορούς ασθενών και ίσως και μέσα στον Μάιο να έχουμε τις πρώτες απαντήσεις για την ανοσολογική απόκριση» μας λέει.
Υπάρχει όμως κίνδυνος επαναμόλυνσης; Η μελέτη στο πλαίσιο της «Εμβληματικής Δράσης» ενδέχεται να μας δώσει απαντήσεις σε έναν ακόμη δυσεπίλυτο γρίφο. Όπως σημειώνει ο κ. Γοργούλης, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη διατύπωση αντίστοιχων θέσεων, και σίγουρα περιττεύει η βιασύνη, ειδικά για ζητήματα στα οποία υπάρχει πίεση της κοινής γνώμης.
Η ομάδα των επιστημόνων που συντονίζει την «Εμβληματική Δράση» (οι κ.κ. Βασίλειος Γοργούλης, Δημήτριος Θάνος και Κώστας Σταματόπουλος) συμφωνεί ότι θα πρέπει να υπάρξει στοχευμένος έλεγχος του πληθυσμού. Ο λόγος είναι γιατί μέχρι σήμερα ακολουθείται η τακτική των ελέγχων σε όσους έχουν συγκεκριμένα συμπτώματα (πυρετό, βήχα, δύσπνοια) ή όσους διακομίζονται με αναπνευστικά προβλήματα στα νοσοκομεία αναφοράς. Αυτό στην επόμενη φάση της πανδημίας θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί μέσω των στοχευμένων ελέγχων, ώστε να εντοπίσουμε τους ασυμπτωματικούς φορείς. Οι έλεγχοι αυτοί θα είναι καταρχάς μοριακοί και εν συνεχεία και ανοσολογικοί, εφόσον βέβαια διαπιστωθεί η αξιοπιστία τους. Η δειγματοληψία θα πρέπει, σύμφωνα με τους καθηγητές, να γίνει με τα εξής κριτήρια:
- Πυκνότητα πληθυσμού
- Περιοχές όπου εμφανίστηκαν τα περισσότερα (αναλογικά) κρούσματα
- Χωροχρονική διάσταση (ενδεικτικά, ανά 14 ημέρες που είναι και ο μέγιστος χρόνος επώασης του ιού).
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο προβληματισμός για τα διαβατήρια ανοσίας, ενός πιστοποιητικού (έντυπου ή ηλεκτρονικού) δηλαδή που θα ενημερώνει για την κατάσταση υγείας ενός ατόμου (κατά βάση αν έχει προσβληθεί από τον SARS-CoV-2). Και παρότι η ιδέα ακούγεται λογική, αφού θα επιτρέψει την ομαλότερη μετάβαση στην επόμενη μέρα, η πρακτική εφαρμογή της δημιουργεί πολλές ανησυχίες.
Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το inside story έθεσε το ερώτημα για την αξιοπιστία των ανοσολογικών τεστ εν όψει της άρσης των μέτρων ειδικά στον κλάδο του τουρισμού, αλλά και για την πιθανότητα μια αντίστοιχη πρακτική να οδηγήσει σε νέο ενδημικό κύμα στη χώρα.
Η Κέιτι Σμόλγουντ, Senior Health Emergency Officer του ΠΟΥ στην Ευρώπη, μας απάντησε ότι πράγματι ανησυχούν για ένα ενδεχόμενο νέο κύμα σε όλες τις χώρες. «Δεν γνωρίζουμε πώς θα συμπεριφέρεται ο ιός στο μέλλον, αλλά σίγουρα πρέπει να παρακολουθούμε πολύ στενά τους κινδύνους με την πάροδο του χρόνου». Όσον αφορά τους μαζικούς ορολογικούς ελέγχους, η εκπρόσωπος του ΠΟΥ απαντάει ότι ενθαρρύνουν τους ελέγχους επιπολασμού στην κοινότητα, καθώς θα μας δώσουν ενδείξεις για το ποιος έχει μολυνθεί και βέβαια θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε το συνολικό ποσοστό μόλυνσης ενός πληθυσμού.
Όπως όμως επισημαίνει η κ. Σμόλγουντ, δεν μπορούμε να εξαγάγουμε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τα αποτελέσματα αυτών των δοκιμών για συγκεκριμένα άτομα αυτή τη στιγμή, για διάφορους λόγους: «Πρώτον, επειδή υπάρχει ένα περιθώριο σφάλματος στα αποτελέσματα των ελέγχων και αυτές οι δοκιμές μέχρι στιγμής δεν έχουν λάβει την απαιτούμενη πιστοποίηση. Δεύτερον, όπως αναφέρατε, δεν διαθέτουμε ακόμη σαφή γνώση αναφορικά με την ανοσία που αποκτούν τα άτομα μετά τη μόλυνση και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Γι' αυτό θα συνιστούσαμε πολύ προσεκτική ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων σε ατομικό επίπεδο και σίγουρα αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για να προσδιορίσουν ποιοι θα επιστρέψουν στην εργασία τους ή σε άλλες δραστηριότητες, ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τις ηθικές επιπτώσεις».
Λίγες μέρες μετά την απάντηση της επιστημονικής υπεύθυνης για την αντιμετώπιση της πανδημίας στον ΠΟΥ Ευρώπης, στην ερώτηση του inside story, το Γραφείο Τύπου του ΠΟΥ εξέδωσε συμπληρωματική ανακοίνωση ειδικά για τα «διαβατήρια ανοσίας». Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ο κίνδυνος που προκύπτει από τις ανακριβείς ανοσολογικές εξετάσεις, καθώς ενδέχεται να δώσουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα για άτομα που έχουν μολυνθεί, αλλά και ψευδώς θετικά για άτομα που έχουν μολυνθεί στο παρελθόν από άλλους ιούς της οικογένειας των κορονοϊών (όπως ο SARS-CoV-1, ο MERS, αλλά και τουλάχιστον τέσσερις κορονοϊοί που κυκλοφορούν και στην Ελλάδα και συνδέονται με το κοινό κρυολόγημα) που παράγουν αντίστοιχα αντισώματα με τον SARS-CoV-2.
«Σε αυτή τη φάση της πανδημίας, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της ανοσίας που προκαλείται από αντισώματα προκειμένου να διασφαλιστεί η ακρίβεια ενός διαβατηρίου ή πιστοποιητικού ανοσίας» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του ΠΟΥ, όπου επισημαίνεται ο βασικότερος κίνδυνος από αντίστοιχες πρακτικές: Άτομα που θεωρούνται άνοσα σε μια δεύτερη λοίμωξη επειδή έχουν λάβει θετικό αποτέλεσμα εξέτασης, να αγνοήσουν τις συμβουλές δημόσιας υγείας, αυξάνοντας τους κινδύνους εκθετικής διάδοσης του ιού στην κοινότητα. O κίνδυνος είναι αυξημένος στις περιπτώσεις που τα πιστοποιητικά ανοσίας χορηγούνται σε υγειονομικό προσωπικό, όπως ήδη συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Στις σχετικές ανακοινώσεις που βασίζονται σε νέες μελέτες, επισημαίνεται ότι να μεν τα περισσότερα άτομα που έχουν αναρρώσει έχουν αντισώματα έναντι του ιού, αλλά ορισμένοι εξ αυτών έχουν πολύ χαμηλά επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Εκτός των άλλων, ανακύπτουν και ηθικά ζητήματα που συνδέονται με το ενδεχόμενο π.χ. να επιμολυνθούν ορισμένοι οικειοθελώς, μόνο και μόνο για να αποκτήσουν το πιστοποιητικό ανοσίας και να επιστρέψουν «ασφαλείς» στην κοινωνία και την εργασία τους. Όπως όμως επισημαίνουν οι ειδικοί, μόνο ασφαλής δεν είναι αυτή η πρακτική.
Ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης εισηγήθηκε τη χρήση «υγειονομικού διαβατηρίου» ειδικά για τον τουριστικό κλάδο, καταθέτοντας μάλιστα σχετικά πρόταση στους Ευρωπαίους ομολόγους του, προκειμένου να καθοριστεί μια κοινή μεθοδολογία ασφαλούς εισόδου και εξόδου τουριστών στις χώρες της ΕΕ.
Ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας πάντως, έχει εκφραστεί κατά της χρήσης του διαβατηρίου ανοσίας. «Το μοναδικό διαβατήριο είναι πάντα η αυστηρή τήρηση των κανόνων υγιεινής. Είναι η απομόνωση όταν έχω τα συμπτώματα» δήλωσε χαρακτηριστικά. Σε μεταγενέστερη τοποθέτησή του, ο κ. Τσιόδρας ανέφερε: «Είναι νωρίς για να απαντήσουμε με βεβαιότητα τι θα είναι το σωστό και ποιο κριτήριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ώστε να επιτραπεί μία ελεγχόμενη είσοδος και έξοδος από μία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πιθανολογώντας ότι θα είμαστε σε θέση να απαντήσουμε στο τέλος Μαΐου. «Στην πρώτη φάση της επιδημίας πολλές χώρες ζήταγαν από ανθρώπους οι οποίοι ταξίδευαν σε αυτές να έχουν αρνητικό τεστ και να το έχουν στα χέρια τους με ένα ιατρικό πιστοποιητικό, ώστε όταν έμπαιναν σε μία χώρα να πιστοποιείται ότι είναι αρνητικοί στην παρουσία του ιού. Αυτοί οι άνθρωποι έμεναν μετά καραντίνα 14 ημέρες σε ειδικές δομές της χώρας. Όπως καταλαβαίνετε, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει στον τουρισμό».
Ο κ. Τσιόδρας έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί στην επιστημονική αβεβαιότητα για το ζήτημα των αντισωμάτων και για το αν προξενούν ή όχι ανοσία. «Αυτό που μπορούμε να πούμε με ασφάλεια, είναι ότι από τα δεδομένα από άλλους κορονοϊούς, θεωρούμε ότι θα υπάρξει ανοσία σε αυτούς τους ανθρώπους για τουλάχιστον έναν χρόνο. Τώρα, το αν επιβεβαιωθεί αυτό θα το δούμε στις μελέτες που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες» ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. «Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή επιστημονικά δεδομένα ότι αυτοί που έχουν περάσει τη νόσο έχουν ξανακολλήσει. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να έχουν θετική παρουσία του ιού με τις μοριακές εργαστηριακές τεχνικές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όχι πολλοί. Είναι λίγοι οι άνθρωποι οι οποίοι διατηρούν θετική την ανίχνευση του ιού για έναν μήνα. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό και αν σημαίνει δυνατότητα να μολύνεις τους άλλους. Μάλλον δεν σημαίνει δυνατότητα να μολύνεις τους άλλους, με τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα, από πολύ αξιόπιστες επιστημονικές ομάδες που δουλεύουν στη Γερμανία».
Παράλληλα, ο κ. Τσιόδρας επισήμανε ότι οι επιφυλάξεις στελεχών του ΠΟΥ είναι λογικές, καθώς «είναι σωστό να μιλάμε εκ του ασφαλούς και να μην προτρέχουμε σε προβλέψεις για το τι σημαίνει ή όχι η παρουσία αντισωμάτων». Προέβλεψε επίσης ότι σύντομα θα αξιοποιούμε τον συνδυασμό μοριακού και αντισωματικού ελέγχου, ειδικά όσο αίρονται οι εργαστηριακές αβεβαιότητες και πιστοποιείται η αξιοπιστία των τεστ.
Εκτός από τους επιδημιολόγους και τους ανοσολόγους, η ιδέα των διαβατηρίων ανοσίας ειδικά για τον τουρισμό δεν φαίνεται να βρίσκει υποστηρικτές ούτε στις τάξεις των επιστημόνων που ασχολούνται με τον κλάδο. Το inside story συζήτησε για το ζήτημα με τον Δημήτριο Μπούχαλη, καθηγητή και Διευθυντή του eTourism Lab στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth στο Ην. Βασίλειο.
«Χωρίς να είμαι λοιμωξιολόγος ή να έχω επιστημονική άποψη για αυτά τα τεστ, βρίσκω την πρόταση πλήρως ανεδαφική» είπε στο inside story ο κ. Μπούχαλης, θεωρώντας ότι η ιδέα των διαβατηρίων ανοσίας είναι πρακτικά ανεφάρμοστη λόγω της έλλειψης επαρκών επιστημονικών δεδομένων για τον νέο κορονοϊό. «Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην περίπτωση που έχουμε αποτελεσματικό εμβόλιο» μας λέει ο κ. Μπούχαλης, υποσημειώνοντας ότι πρόκειται για μια πρακτική ετών στον κλάδο, ειδικά για όσους επισκέπτονται περιοχές που πλήττονται από λοιμώδεις νόσους και διαφόρων τύπων επιδημίες, όπως την Αφρική και κάποιες χώρες της Ασίας και της Νότιας Αμερικής.Το πιστοποιητικό (International Certification of Vaccination) που χρησιμοποιείται κατόπιν οδηγίας του ΠΟΥ τα τελευταία χρόνια, αφορά στον εμβολιασμό έναντι του κίτρινου πυρετού και της χολέρας, και προαπαιτείται για την είσοδο σε συγκεκριμένες χώρες. Συμπληρωματικά, σε ορισμένες περιοχές απαιτούνται πιστοποιητικά εμβολιασμού και για τέτανο και διφθερίτιδα, κοκκύτη, ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά, και πολιομυελίτιδα.
Δεδομένου λοιπόν ότι το εμβόλιο έναντι του SARS-CoV-2 δεν θα είναι έτοιμο σύντομα, ορισμένοι παράγοντες του τουρισμού και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη ανά τον κόσμο προκρίνουν τη λύση εναλλακτικών «διαβατηρίων» δύο τύπων, προκειμένου να επαναλειτουργήσει έστω και στοιχειωδώς ο κλάδος εν μέσω πανδημίας:
α) τους ταχείς διαγνωστικούς ελέγχους (rapid-tests) που πιστοποιούν σε μικρό χρονικό διάστημα (15-30 λεπτά από τη λήψη) αν το άτομο που εξετάζεται είναι φορέας του ιού, και
β) τους ανοσολογικούς ελέγχους που θα διερευνούν την παρουσία αντισωμάτων στον οργανισμό προκειμένου να εντοπίζονται όσοι έχουν νοσήσει από Covid-19 στο παρελθόν.
Προς το παρόν, βέβαια, αμφότερες οι διαγνωστικές μέθοδοι δεν έχουν πιστοποιηθεί πλήρως, αναφορικά με την ευαισθησία και την ακρίβειά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ψευδώς αρνητικά και ψευδώς θετικά αποτελέσματα, που μπορούν να δημιουργήσουν σειρά προβλημάτων.
Αν για παράδειγμα ένας τουρίστας φέρει ένα ψευδώς θετικό διαβατήριο ανοσίας (πιθανότατα γιατί έχει νοσήσει στο παρελθόν από παλαιότερο κορονοϊό), σημαίνει ότι δεν έχει νοσήσει και ότι κινδυνεύει εξίσου με επιμόλυνση. Πιθανότατα και περισσότερο, γιατί το διαβατήριο θα του προσφέρει λανθασμένη αίσθηση ασφάλειας. Αντίστοιχα, ένα ψευδώς αρνητικό τεστ για τρέχουσα νόσηση θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο τόσο για τον φορέα όσο και για όσους συναντήσει στο ταξίδι και στον προορισμό.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μπούχαλης στο inside story, οι κίνδυνοι μιας αντίστοιχης πρακτικής είναι πολλαπλοί, ακόμη κι αν βελτιωθεί η ακρίβεια των τεστ. «Πρέπει να ανάβει πράσινο φως σε τρία σημεία του ταξιδιού: Στην αφετηρία, στον προορισμό αλλά και σε όλη την ενδιάμεση πορεία. Αν ένα από αυτά είναι κόκκινο, δεν επιτρέπεται η μετακίνηση, άρα είναι επικίνδυνη η ταξιδιωτική δραστηριότητα, επισφαλής γιατί οι αρχές θα πρέπει να πάρουν μέτρα για να μη μολυνθούν ταξιδιώτες, υπάλληλοι που παρέχουν υπηρεσίες και τοπικός πληθυσμός, εκεί που θα περάσει o ταξιδιώτης. Θα θέσουν λοιπόν ταξιδιώτες σε καραντίνα ή θα εμποδίσουν τις μετακινήσεις, δημιουργώντας πρόβλημα σε όλους; Σε περίπτωση νέων κρουσμάτων, όπως πρόσφατα στην Ιαπωνία, προορισμοί θα πρέπει να κλείσουν εκ νέου και κάποιες δομές να μπουν σε καραντίνα. Όπως καταλαβαίνετε, η τουριστική βιομηχανία που βασίζεται σε μια ομαλότητα, με προγραμματισμένες πτήσεις charter και μεταφορά μεγάλων αριθμών τουριστών, δεν θα μπορεί να διαχειριστεί τέτοιο ρίσκο και κόστος».
Όπως λέει ο καθηγητής, ακόμη κι αν ένας τουρίστας υποβληθεί σε έλεγχο προτού μπει στο αεροπλάνο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κολλήσει κατά τη διάρκεια της πτήσης, στο ταξί ή στο τρένο φεύγοντας από το αεροδρόμιο. Και βέβαια, ουδείς μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα επιμολυνθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών του, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιο, τους οικείους του, το περιβάλλον και όσους θα συναντήσει, και κατ’ επέκταση για το τοπικό σύστημα υγείας. Ο κ. Μπούχαλης επισημαίνει επίσης το ζήτημα του κόστους των ελέγχων λογικά θα είναι υψηλό για τον μέσο ταξιδιώτη, ενδεχομένως και απαγορευτικό, π.χ. για μια οικογένεια που ταξιδεύει για λόγους αναψυχής.
Εξίσου σημαντικό, σύμφωνα με τον κ. Μπούχαλη, είναι το ζήτημα των υποδομών και των εγκαταστάσεων που απαιτούνται στον προορισμό για να αντιμετωπίσουν τα πιθανά κρούσματα, αλλά και των διαθέσιμων διαγνωστικών κιτ. «Πώς για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία, που δεν διαθέτουν αρκετά τεστ για να εξεταστούν οι υγειονομικοί, θα χορηγηθούν αφειδώς σε τουρίστες;» αναρωτιέται. Επισημαίνει τέλος τον κίνδυνο να μην καλύπτονται αυτό το διάστημα οι τουρίστες, αλλά και οι αεροπορικές εταιρείες και τα ξενοδοχεία από προγράμματα ταξιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και από τις πιθανές αποζημιώσεις που θα ζητήσουν σε περίπτωση μόλυνσης άλλοι ταξιδιώτες, υπάλληλοι ή ντόπιος πληθυσμός
Όσον αφορά τις προβλέψεις για τον πορεία του εισερχόμενου τουρισμού το φετινό καλοκαίρι, ο Δημήτριος Μπούχαλης θεωρεί ότι δεν πρέπει να τρέφουμε υπερβολικές ελπίδες. «Ο τουρισμός φέτος στην Ελλάδα θα είναι υποτυπώδης. Ενδέχεται να υπάρχει ισχνή τουριστική κίνηση στην Αθήνα, αλλά και σε απομακρυσμένους τουριστικούς προορισμούς που δεν εξαρτώνται από τον μαζικό τουρισμό. Το ίδιο ισχύει και διεθνώς. Ακόμη κι αν ανοίξουν τα σύνορα και επιτραπούν οι τουριστικές αφίξεις, είναι απίθανο να έχουμε μαζικό τουρισμό. Το πιθανότερο είναι να έχουμε ήπιο τουρισμό τους επόμενους μήνες, με επιτρεπόμενη μετακίνηση μεταξύ συγκεκριμένων κοντινών χωρών όπως π.χ. η Κύπρος». Όπως τονίζει στο inside story, οι κυβερνήσεις θα είναι ιδιαίτερα διστακτικές στην άρση των περιορισμών, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο ή μια αποτελεσματική θεραπεία. Όπως πιθανολογεί ο κ. Μπούχαλης ενδέχεται να ενισχυθούν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και οι πλατφόρμες τύπου Airbnb, καθώς θα προσφέρουν αφενός την αίσθηση της «απομόνωσης» συγκριτικά με ένα πολυσύχναστο ξενοδοχείο, ενώ υπό προϋποθέσεις σωστής και έγκαιρης απολύμανσης και υπηρεσιών καθαριότητας, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επίσης ενισχυτικά για πολλούς επισκέπτες.
Ο καθηγητής Μπούχαλης, εξάλλου, «φωνάζει BRACE BRACE BRACE» από τις αρχές Μαρτίου και υποστηρίζει ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με τον τουρισμό θα πρέπει «να αναπτύξουν αντανακλαστικά και να εφαρμόσουν έξυπνες (smart) τεχνικές για να μπορούν να αξιολογήσουν τα δεδομένα σε πραγματικούς χρόνους, να στοχεύσουν πιθανές ανοιχτές αγορές, να πάρουν σημαντικά υγειονομικά μέτρα, να αναπροσαρμόσουν τις διαδικασίες λειτουργίας και να επανεξετάσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο, καθώς το κόστος, το όφελος και η τιμολόγηση αλλάζουν ραγδαία. Στρατηγικά θα πρέπει να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα, να εφαρμόσουμε διοίκηση ρίσκου και να ξανασχεδιάσουμε την τουριστική δραστηριότητα».
Σχόλια