Ο ήλιος έχει πια δύσει και οι μουσουλμάνοι ξεκινούν τις προετοιμασίες για το βραδινό γεύμα. Αφού σπάσουν τη νηστεία με χουρμάδες, όλοι μεταβαίνουν στον χώρο λατρείας, όπου προσεύχονται. Η φωνή του ιμάμη και τα 99 επίθετα που υμνούν τις ιδιότητες του Αλλάχ στους τοίχους του τζαμιού τραβούν την προσοχή μου όσο περιμένω τον Νάσερ να τελειώσει την προσευχή. «Πώς είναι δυνατόν να μην τρως και να μην πίνεις τίποτα όλη μέρα με τόση ζέστη;», τον ρωτάω. «Η πίστη», μου απαντάει. Γνώρισα τον Νάσερ πριν από μερικές ημέρες και μου ζήτησε να επισκεφτώ το τζαμί κατά τη διάρκεια του ραμαζανιού, «να δω πώς είναι να είσαι μουσουλμάνος».
Πλάι στον Νάσερ κάθονται παιδιά διαφόρων ηλικιών. Το μάτι μου πέφτει σε δύο μικρά, ηλικίας δημοτικού. Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται μόνα τους σε ένα παράνομο τζαμί στην οδό Πειραιώς. Οι μεγαλύτεροι μου εξηγούν πως τα παιδιά είναι όλα ασυνόδευτοι ανήλικοι που εγκατέλειψαν τη Συρία για να ταξιδέψουν στην Ευρώπη και τελικά εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα. Τα δύο μικρότερα είναι ο Ιμπραήμ (τα ονόματα δεν είναι τα πραγματικά τους) και ο Νιζάρ. Μένουν στο Μέλλον, ένα παλιό ξενοδοχείο με ανατριχιαστικά προφητικό όνομα, που βρίσκεται