Μπορεί να καθυστέρησε μήνες, αλλά πλέον υπάρχει το πλαίσιο με βάση το οποίο μπορεί να “χτίσει” ένας πολίτης το αφορολόγητό του, χρησιμοποιώντας τις αποδείξεις των ηλεκτρονικών συναλλαγών και πληρωμών που έχει κάνει στη διάρκεια του χρόνου. Το μέτρο αφορά μισθωτούς, συνταξιούχους και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες (σ.σ. αν το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα) και εφαρμόζεται από την αρχή του 2017.
Τα καλά νέα είναι ότι το ποσό που ζητείται ως δαπάνη είναι μικρό –κυμαίνεται από το 10% έως το 20% του ετήσιου εισοδήματος– και οι δαπάνες που “περνούν” καλύπτουν σχεδόν τα πάντα: από την αγορά τροφίμων, ποτών και ρούχων έως τις ΔΕΚΟ, τα κοινόχρηστα και τα έξοδα για υπηρεσίες υδραυλικού ή ηλεκτρολόγου (αν βεβαίως οι τελευταίοι έχουν POS).
Μόνο που τα ψιλά γράμματα των σχετικών διατάξεων ξεδιπλώνουν, σύμφωνα με φοροτεχνικούς, μια σειρά από πεδία που πρέπει να προσέξουν οι καταναλωτές, τώρα αλλά και στο μέλλον. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πώς “χτίζεται” το αφορολόγητο
Με βάση τη σχετική απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για να διατηρηθεί η μείωση φόρου ο φορολογούμενος απαιτείται να πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης