Η επικείμενη δίκη της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου τον ερχόμενο μήνα, για τον τρόπο με τον οποίον αναφέρθηκε στο ισλάμ σε άρθρο της μετά την τρομοκρατική επίθεση του Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι, έφερε και πάλι στο προσκήνιο τον αντιρατσιστικό νόμο (βάσει του οποίου διώκεται η συγγραφέας).
Η εφαρμογή του νόμου φάνηκε ότι θα ήταν επεισοδιακή ήδη από την πολύκροτη υπόθεση με την οποίαν “εγκαινιάστηκε”: σε ένα πολύ έντονο κλίμα, ο καθηγητής Ιστορίας Χάινς Ρίχτερ κατηγορήθηκε για «άρνηση εγκλημάτων ναζισμού», λόγω του τρόπου με τον οποίον παρουσίασε τη Μάχη της Κρήτης σε βιβλίο του. Στη δίκη αθωώθηκε, όμως ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε ήταν μεγάλος.
Σε μια χώρα όπου οι νεοναζί απολαμβάνουν τη δυνατότητα να εκφέρουν λόγο μίσους από τα βουλευτικά έδρανα, η ακροδεξιά ρητορική διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο και οι μετανάστες και πρόσφυγες τίθενται συχνά στο στόχαστρο με λεκτική ή σωματική βία, τα περιστατικά με ρατσιστικό κίνητρο δεν είναι δυνατόν να εκλείπουν: μόνο το 2016, οι αστυνομικές αρχές κατέγραψαν 84 πιθανά περιστατικά προς περαιτέρω εξέταση.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η επίκληση του νόμου, όμως, κι ακόμη περισσότερο ο τρόπος με τον οποίον επιλέγεται να μην αξιοποιηθεί σε ορισμένες