Αυτό που εννοώ είναι ότι τα ερωτήματα που θέτει ένα βιβλίο απαντώνται μόνο μέσα από το γράψιμό του. Γράφεις, διορθώνεις, απογοητεύεσαι και ξαναγράφεις και ξαναδιορθώνεις. Με βρίσκει σύμφωνη η άποψη του Καχτίτση: ένα μυθιστόρημα πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα.
Έτσι και σήμερα, προσπαθώντας να αναπαραστήσω το γράψιμο του Μπαρόκ –δηλαδή τον σχεδιασμό του, την αγωνία του, το γράψιμο και ξαναγράψιμό του– δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Πώς ξεκινάει άραγε ένα βιβλίο; Θα ήταν ωραίο και ρομαντικό να ξεκινάει άγρια μεσάνυχτα, με τον συγγραφέα άυπνο. Αρπάζει το μολύβι (ακόμη καλύτερα, την πένα), ξεβιδώνει ένα μπουκάλι ουίσκυ και κάθεται στο γραφείο με το χέρι σε στάση πονοκεφάλου. Αλλά δεν είναι έτσι.
Το Μπαρόκ ξεκίνησε μέρα μεσημέρι ως προσωπικό στοίχημα: πίστευα ακράδαντα αυτό που έγραφε ο Φίλιπ Ροθ στα Γεγονότα, ότι δηλαδή «όταν περάσεις τα πενήντα χρειάζεσαι τρόπους για να καταστήσεις τον εαυτό σου ορατό στον εαυτό σου». Αυτό ήθελα. Να γράψω την ιστορία μου, όσα έζησα, χωρίς όμως το ναρκισσισμό της αυτοβιογραφίας. Ήθελα να κινηθώ στο γνώριμο για μένα χώρο της μυθοπλασίας, εκεί που ζούσα από παιδί. Σκάρωνα ιστορίες ξαπλωμένη στο περσικό χαλί του σαλονιού, παρατηρώντας το