
Aνάμεσα στις λίστες με τα αγαπημένα βιβλία του 2016 του Μπιλ Γκέιτς, του New Yorker, του New York mag, των New York Times, του Βrain Pickings, του Business Insider, του Quartz, του Newsweek, του NPR, του Slate, του Atlantic, τα καλύτερα ε.φ. και φαντασίας του Verge, τα μουσικά του Rolling Stone, τη φεμινιστική λίστα της Έμα Γουάτσον, όλα τα βιβλία που πρότεινε ο Ομπάμα στη διάρκεια της θητείας του, τα τοπ τεν του Guardian και τα 100 βιβλία της ζωής του Ντέιβιντ Μπάουι, της μεγαλύτερης απώλειας του 2016, αυτή είναι η λίστα του inside story. Δύο συντάκτες επέλεξαν το ίδιο βιβλίο, κανείς τους δεν υποχωρούσε.
Πάρα πολύ θα ήθελα να δω τον Γιόζεφ Ροτ να ξεπροβάλει από μια γωνία στο κέντρο της σημερινής Αθήνας, με γεμάτα περιέργεια μάτια και φορώντας την μακριά καπαρντίνα, το μεγάλο καπέλο του. Αλλά εις μάτην, ο Ροτ περιπλανήθηκε στο Βερολίνο του μεσοπολέμου και έγραψε τις επιφυλλίδες αυτές που είναι σωστά ποιήματα. Η οξυδέρκεια του Ροτ συνοψίζεται από την πρώτη κιόλας φράση: «Αυτό που βλέπω είναι η γραμμούλα, το γελοία ασήμαντο σημάδι στο πρόσωπο του δρόμου και της μέρας». Και έτσι, στον δρόμο μιας μητρόπολης, συλλέγει τα θέματα του μέσα στο ασήμαντο που προσπερνιέται, μέσα σε καπηλειά, ταβερνάκια και μπαρ, σε άσυλα και κοιτώνες αστέγων. Τον αγάπησα, θα διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του. Τέλος, όλος αγωνία μετά το απροσδόκητο εκτός τόπου και χρόνου συναπάντημα αυτό, θα έψαχνα να βρω πού δημοσιεύτηκαν οι επιφυλλίδες από τις φανταστικές αθηναϊκές περιηγήσεις του αγίου πότη Ροτ.
Ενώ οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να συμμετάσχουν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μπάτσοι στο Λος Άντζελες έδιναν τις δικές τους μάχες στους δρόμους που είχαν κατακλυστεί από δαίμονες, σκληροπυρηνικούς ακροδεξιούς, Nαζί Μεξικανούς συμμορίτες, παρακλάδια της κινέζικης μαφίας και κομμουνιστές γόνους της υψηλής κοινωνίας. Ο Έλροι με το Perfidia επιστρέφει στην αγαπημένη του πόλη και ξαναγράφει –με το ιδιαίτερο βίαιο στυλ γραφής του– την ξεχασμένη ιστορία της, από το πογκρόμ των Αμερικανών πολιτών ιαπωνικής καταγωγής μέχρι το κυνήγι των κομμουνιστών. Άλλωστε, όπως λέει πάντα ο συγγραφέας, η Αμερική γεννήθηκε μέσα από τη βία και το αίμα, εκείνος απλά φροντίζει να το υπενθυμίζει με τις ιστορίες του.
Όχι επειδή πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής μέσα στο 2016, όμως η Ημέρα Ανεξαρτησίας είναι λογοτεχνικό βάλσαμο. Χάρη στην υπνωτιστική αλλά κρυστάλλινα διαυγή γραφή του, ο Φορντ καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για 700 ολόκληρες σελίδες και μάλιστα χωρίς να περιγράφει τίποτε το συνταρακτικό για το μικρό road trip ενός μεσίτη από το Νιου Τζέρσι στο Κονέκτικατ προκειμένου να συναντήσει τον γιο του ένα σαββατοκύριακο στις αρχές Ιουλίου του 1988. Καθώς πλησιάζει τη μέση ηλικία, ο ήρωας του Φορντ, Φρανκ Μπάσκομπ (ο οποίος πρωταγωνιστεί και στα The Sportswriter, The Lay of the Land και Let Me Be Frank with You), είναι τελικά ένας υπαρξιακός φιλόσοφος απαλλαγμένος από αυταπάτες ο οποίος παράλληλα παρατηρεί τη μεγάλη χώρα στην άχρωμη καθημερινότητά της και στέκεται με θυμόσοφη διάθεση απέναντι στην εσωτερική μοναξιά της.
Η ιστορία της σχέσης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά και την νταντά που προσλαμβάνουν προκειμένου η μητέρα να επιστρέψει στη δουλειά της. Στην πραγματικότητα αυτό που πραγματεύεται είναι οι σχέσεις εξάρτησης που δημιουργούνται ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου. Το κύριο πρόσωπο είναι η μυστηριώδης και ταυτόχρονα εξαιρετική νταντά. Με αφήγηση σε ρυθμό καταιγιστικό και λιτότητα η συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη από την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα στον τρόμο, και από εκεί στην τελική ανατριχιαστική πράξη, με την οποία άλλωστε ξεκινά και το πρώτο κεφάλαιο. To μυθιστόρημα κέρδισε το Prix Goncourt 2016.
Συστήνεται ως συλλογή διηγημάτων, όμως πρόκειται για ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα, ένα πεζογραφικό timelapse που παρακολουθεί τις πορείες φαινομενικά ασύνδετων ανθρώπων στην αχανή Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια ενός αιώνα που μοιάζει ατελείωτος. Ο Μάρρα όμως υφαίνει ιστούς, αλλού πυκνούς, αλλού πιο ισχνούς, που ενώνουν τις ιστορίες και συνδέουν τους χαρακτήρες. Το χωροχρονικό αυτό σλάλομ από την εποχή του Στάλιν στις μέρες του Πούτιν, από τους λογοκριτές του Λένινγκραντ ως τους συμμορίτες της Τσετσενίας γίνεται μελετημένα, με στιβαρή δομή και γλωσσική επάρκεια, τόσο που συνιστά μια σπάνια αναγνωστική εμπειρία. Ο Μάρρα που είχε βάλει πολύ ψηλά τον πήχη με το Αστερισμός ζωτικών φαινομένων, την πρώτη του συγγραφική απόπειρα, δεν προσπαθεί να τον υπερβεί. Τον αφήνει στη θέση του και δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε άλλο σκάμμα. Το αποτέλεσμα δικαιώνει τόσο τον ίδιο όσο και τους αναγνώστες που επιλέγουν τον Τσάρο. Συνοδοιπόρος του στην έκδοση αυτή, ο κορυφαίος εν ζωή Έλληνας μεταφραστής, Αχιλλέας Κυριακίδης.
Γραμμένο με εντυπωσιακή ιστορική ακρίβεια, αλλά και με τη γνώση της περιπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης που χαρακτηρίζει πάντα το έργο του Χάρη Βλαβιανού, είναι ένα ακόμη δείγμα της διορατικότητας του λογοτέχνη. Προσωπικά συμμερίζομαι τις ανησυχίες του συγγραφέα που αναρωτιέται πώς ένας ασήµαντος, ταπεινής καταγωγής και ελλιπούς μόρφωσης εµµονικός άνθρωπος κατόρθωσε να σαγηνεύσει τους Γερµανούς, να τους συνεπάρει και να οδηγήσει μια χώρα στο πιο καταστροφικό για ολόκληρο τον κόσμο και για την ίδια μονοπάτι και να αποτελέσει την προσωποποίηση του απόλυτου κακού. Σε χαλεπούς καιρούς όπου ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός επιστρέφουν στο προσκήνιο θεωρώ το βιβλίο του Βλαβιανού δραματικά επίκαιρο...
Οι βιογραφίες είναι είδος που σπανίζει στην Ελλάδα κι όταν πέσει κάποια στα χέρια μου αρπάζω την ευκαιρία. Ίσως γιατί διαβάζοντας μια βιογραφία διαγράφεται η εποχή από μια άλλη οπτική μάτια απ’ ό,τι στα ιστορικά βιβλία. Ίσως είναι η περιέργεια που έχω για την ανθρώπινη φύση που με ιντριγκάρει σ’ αυτές. Και η συνεχής διαπίστωση ότι κανένας δεν είναι όμοιος με άλλον.
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο αναπροσδιοριζόταν ως «ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο. Μεγαλωμένος στη Λατινική Αμερική, όπου το ποδόσφαιρο είναι ενδημικό στοιχείο της καθημερινότητας των λαών, ο Ουρουγουανός συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο βγαλμένο από τις αλάνες του Μοντεβιδέο που φτάνει μέχρι το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Βραζιλία το 2014. Πρόκειται για μια ιστορική και βαθιά κοινωνιολογική ματιά στο δημοφιλέστερο άθλημα που καταγράφει με ζωντάνια και νοσταλγία «το θλιβερό ταξίδι του ποδοσφαίρου από το πηγαίο στο αναγκαίο», χωρίς να ξεπέφτει στον αποστασιοποιημένο ελιτισμό της υψηλής διανόησης που αποκηρύσσει το ποδόσφαιρο και μαζί την πρωτογενή λαϊκότητα του. Ο Γκαλεάνο στηλιτεύει την άκρατη βιομηχανοποίηση και τη συνακόλουθη απομάγευση του ποδοσφαίρου αλλά αγαπάει το ποδόσφαιρο , αφουγκράζεται τη δυναμική του και αποζητά το πάθος του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα από τις εκδόσεις Πάπυρος και αποτελεί το ωραιότερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για άθλημα.
Ανήμερα Χριστούγεννα του 1970, ένας νεοφερμένος μεταπτυχιακός φοιτητής στο χιονισμένο Παρίσι, θεονήστικος και με hangover, ανακαλύπτει ότι τα “βρωμερά” γαλλικά τυριά, συγκεκριμένα το πακετάκι Pont-L’ Évêque που διάλεξε τυχαία από το ανοιχτό μίνι μάρκετ για το αστείο όνομά του, μπορούν να είναι καλύτερα από σεξ. Έχει μάλλον μια έξτρα πλάκα και γοητεία να διαβάζεις κάτι αυτοβιογραφικό ενός ανθρώπου που νόμιζες ότι γνωρίζεις. Γιατί όσες στήλες του Βοκάκιος και του Διόδωρου Κυψελιώτη και αν έχεις διαβάσει στο Κυριακάτικο Βήμα, (ή παραδόσεις αν τον είχες καθηγητή), ακόμη δηλαδή και αν είσαι εξοικειωμένος με το αξεπέραστα γλυκοδιάβαστο κείμενό του (που καταφέρνει εδώ να κάνει ερωτικό ακόμη και ένα στραγάλι), τη ρομαντική φύση ή το πολιτικό ον που (δεν) κρύβει μέσα του, εδώ καταλαβαίνεις ότι τελικά δεν ήξερες τίποτα. Όπως ότι αυτός ο τύπος μετέφερε επί δικτατορίας εκρηκτικά από το Παρίσι στη Ρώμη με τραίνο και βρέθηκε κατά λάθος στη Νάπολη να μαθαίνει πως φτιάχνουν πέστο από έναν Ιταλό σύντροφο. Ότι χόρευε μπλουζ στο Ακροπόλ στην Πατησίων με Τόνι Πινέλι και ακριβό λευκό κρασί της μόδας, όμως στο τέλος άλλος κέρδισε το κορίτσι. Ότι γλίτωσε από τα νύχια των Καμπαλιστών χάρη σε πίτες Καυκάσου πίσω από το Πάντειο. Αλλά ακόμη και αν δεν τον ξέρεις, διαβάζονται μονορούφι τα 14 μικρά διηγήματα των Γευστικών Αναμνήσεων, ενώ ανάμεσα στις επαναστατικές μακαρονάδες, τα αντικαταθλιπτικά μελομακάρονα και τα καλοζωισμένα πούρα με κονιάκ στο Savoy, μαθαίνεις και λίγη χρήσιμη ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων.
Η αληθινή ιστορία των τελευταίων δύο χρόνων ζωής ενός 35χρονου νευροχειρούργου που μαθαίνει ότι πάσχει από μεταστατικό καρκίνο στους πνεύμονες. Το αξιοσημείωτο για αυτό το βιβλίο είναι ότι έχει γραφτεί από τον ίδιο, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο και τελικά εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του. Έχοντας αφιερώσει όλη του τη ζωή εκπαιδευόμενος στο πώς να σώζει ζωές άλλων ανθρώπων, ο Kalanithi ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του τη θνητότητα. Χρειάζεται να μάθει πώς να πεθαίνει όταν έχει στην ουσία μόλις ξεκινήσει να ζει. Και όλα αυτά τα γράφει με αφοπλιστική διαύγεια, ειλικρίνεια, γλυκύτητα και χάρη.
Το πήρα μαζί μου στις καλοκαιρινές διακοπές αλλά κάποια στιγμή πριν το ξεκινήσω σκέφτηκα ότι ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να διαβάζω για το θάνατο μέσα στη χαρά και το φως του ελληνικού καλοκαιριού. Τελικά συνειδητοποίησα ότι ενώ αυτό το βιβλίο διαπραγματεύεται το θάνατο, σου δείχνει τελικά πώς να ζεις πραγματικά τη ζωή.
Το Ούτου είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της σειράς «Σάγκα Μαορί» του Καρίλ Φερέ. Όπως και το πρώτο βιβλίο της σειράς, Χάκα, μας ξεναγεί στο σκληρό και γεμάτο αντιφάσεις κόσμο της Νέας Ζηλανδίας, όπου κάτω από τον εξωτικό μανδύα υποβόσκει η μακραίωνη δυσφορία των ιθαγενών κατοίκων της για την εκδίωξη τους τη γη τους, τον πολιτισμικό τους παραγκωνισμό και τη φυσική και συμβολική βία που έχουν υποστεί από τους λευκούς αποίκους. Ο Πολ Όσμπορν, ένας αιρετικός αστυνομικός ειδικευμένος σε θέματα Μαορί, επιστρέφει στη Νέα Ζηλανδία για να διαλευκάνει κατά συρροήν εγκλήματα και την περίεργη αυτοκτονία του φίλου του Τζακ Φιτζέραλντ και πέφτει πάνω στον απόκρυφο κόσμο των φυλετικών εντάσεων της χώρας, της διαφθοράς του ντόπιου πολιτικοοικονομικού κατεστημένου αλλά και των προσωπικών του παθών. Αδυσώπητα σκοτεινό και βίαιο, το Ούτου αναπτύσσεται σ’ έναν χωρίς ανάσα ρυθμό που καθηλώνει και σοκάρει. Ένα γνήσια νουάρ μυθιστόρημα που ξύνει λίγο ακόμα την πληγή της ανισότητας και του εκτοπισμού των ιθαγενικών πολιτισμών.
Είναι αλήθεια, η πρώτη επαφή μπορεί να αποθαρρύνει, ίσως, κάποιους αναγνώστες. Απαιτούνται τέσσερις ολόκληρες σελίδες, μοναχά για να καταγραφούν ονομαστικά οι ήρωες που εμφανίζονται στις περισσότερες από 700 σελίδες του βιβλίου. Το φόντο εναλλάσσεται διαρκώς, διατρέχοντας την Ευρώπη και την αιματοβαμμένη Ιστορία της: από την Ιερά Εξέταση στον ισπανικό εμφύλιο· από το Ολοκαύτωμα στο παρόν. Η ίδια η αφήγηση –με εναλλαγές προσώπων ακόμη και στην ίδια πρόταση και συνεχείς εγκιβωτισμούς να διακλαδώνονται στην ίδια παράγραφο– ίσως κάνει κάποιον να κλωτσήσει. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο πρόσφατα, όμως, και αφού πολλές φορές χρειάστηκε να σταματήσω την ανάγνωση, απλώς για να συλλογιστώ πόσο σπουδαία σύνθεση μας παρέδωσε ο Καταλανός συγγραφέας, είχα κατανοήσει γιατί θεωρείται το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Χαρακτηρίζεται συχνά «μελέτη του Κακού». Νομίζω πως η επιστολή του Αντριά Αρντεβόλ, άλλοτε παιδιού που δεν αγαπήθηκε όσο θα ήθελε, τώρα αναγνωρισμένου ακαδημαϊκού που γράφει πυρετωδώς πριν η μνήμη του χαθεί για πάντα, συνιστά μια ευρύτερη, πολύπλευρη εμβάθυνση στην ίδια την ανθρώπινη φύση, απ’ την οποία το Κακό γεννιέται. Με πρωτοφανή ευαισθησία και κατανόηση των αινιγμάτων της ανθρώπινης ψυχής, συνθέτοντας μια ιστορία στην οποία άτομα υπαρκτά και μη συνδέουν τις τύχες τους γύρω από ένα πολύτιμο, μυστηριώδες βιολί, παρουσιάζεται πρωτίστως ένας ύμνος στον έρωτα, τη φιλία και τη μουσική· μια σπαρακτική υπενθύμιση της ανάγκης των ανθρώπων για εξιλέωση· τέλος, μια καταβύθιση στα πάθη, τον πόνο, και τις εμμονές, που μόνο ξένα δεν μας είναι.
Το μοναδικό βιβλίο που διάβασα το 2016 είναι η ζωή του διπλού πράκτορα της Αλ Κάιντα και Δυτικών μυστικών υπηρεσιών, Morten Storm. Ασχολήθηκα με τη μετάφραση του από τα αγγλικά αλλά διαβάζοντας το και μπαίνοντας όλο και περισσότερο στις λεπτομέρειες, έφτασα να έχω πάθει κάτι σαν ιδρυματισμό. Όχι αδικαιολόγητα. Ο Storm είναι ένας Δανός πρώην συμμορίτης, μετέπειτα τζιχάντι, πιστός συνεργάτης του Ανουάρ Αλ Αλούακι του, πνευματικού καθοδηγητή της τζιχάντ στη Δύση, και τέλος πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Δανίας, της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ. Μάλιστα, πριν λίγο καιρό, ο ίδιος με ενημέρωσε ότι η Sony Pictures αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου, όποτε η συνέχεια αναμένεται επί της μεγάλης οθόνης.
Όταν άνοιξα το πρώτο βιβλίο του Γκουτιέρες, την Βρόμικη Τριλογία της Αβάνας, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε. Το έκλεισα αφού το τελείωσα, ήταν 8 το πρωί. Πρόκειται για έναν σύγχρονο Μπουκόφσκι, που περιγράφει την καθημερινότητα στην Κούβα της μετασοβιετικής εποχής καθηλωτικά. Αφήνοντας πίσω του τον μαγικό ρεαλισμό του Αλέχο Καρπεντιέρ που στοιχειώνει τους σύγχρονους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό την πραγματική ζωή στο νησί που έγινε σύμβολο όσων νοιώθουν ακόμα την ρομαντική ανάγκη να συνεχίσουν τον μύθο της επανάστασης του λαού. Το τελευταίο του μυθιστόρημα εκτυλίσσεται φυσικά στην Κούβα, αυτή τη φορά στην απαρχή του θριάμβου της επανάστασης.
Δυο συμμαθητές που μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, γίνονται φίλοι. Ο Πέδρο Χουάν, αθλητικός, γεροδεμένος και μελλοντικός εραστής φιλήδονων γυναικών. Ο Φαμπιάν ασθενικός, πιανίστας, φοβιτσιάρης και ομοφυλόφιλος, από ευκατάστατη μέχρι την επανάσταση, οικογένεια. Οι δύο φίλοι χωρίζουν και βρίσκονται ξανά, ενώ το νησί έχει μπει στην τροχιά της νέας, καλύτερης ελπίζουν, κοινωνίας. Με αρκετά αυτοβιογραφικά –όπως φαίνεται από το προηγούμενο αριστούργημά του, Διάλογος με τη Σκιά μου, μια ευφυή συνέντευξη του συγγραφέα στον εαυτό του– στοιχεία, το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από τις αντιθέσεις της χώρας, του λαού της και της ίδιας της επανάστασης: φως και σκιά, ζωντάνια και απελπισία, απόλαυση και καταπίεση.
Είμαι προκατειλημμένη, καταρχήν γιατί εκτιμώ απεριόριστα τον Θεοδόση, συνάδελφο στο Popaganda, αλλά και γιατί αγαπώ τον φρέσκο εκδοτικό οίκο Key Books, που τον έχουν φίλοι και συνοδοιπόροι. Tο Κράτα το Σόου το διάβασα στο λεωφορείο, βόλευε γιατί είναι 18 ιστορίες, τις διαβάζεις μία-μία, μετά συνειδητοποιείς ότι έχεις χάσει την στάση σου και περπατώντας προς την δουλειά την αφήνεις να καθίσει μέσα σου. Είναι και το θέμα, επειδή η εργασία μας απαιτεί να διαβάζουμε πολλά πράγματα, τα μουσικά βιβλία είναι αυτά που πραγματικά με ξεκουράζουν. Σε αυτό το rock memoir ο Θεοδόσης διηγείται 18 live και πώς τα βίωσε εκείνος, δημοσιογραφία σε πρώτο πρόσωπο, αλλά, όπως έγραψε ο Δημήτρης Αναστασόπουλος, «σημασία δεν έχει η διαρκής μετάβαση από την κασέτα στο cd ή το μπλέξιμο των μπλουζ του Λάνεγκαν με το σουρεαλιστικό τσίρκο των Flaming Lips, αλλά το πώς όλα αυτά ενώνονται σε ένα αλλόκοτο σάουντρακ όπου κάθε νότα είναι ένα μοναδικό κομμάτι της ζωής σου, πότε γλυκόπικρο, πότε μελαγχολικό, και συχνά αστείο σαν ένα roller coaster μπερδεμένων αναμνήσεων».
Πιθανώς η σύγχρονη εικόνα του τένις να μην φέρνει στο μυαλό την βρώμικη και βίαια ιστορία του αθλήματος που κατά την Αναγέννηση παιζόταν στους δρόμους και συχνά-πυκνά τελείωνε σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου μεταξύ των παικτών. Όμως στον Ξαφνικό Θάνατο, που μάζεψε αρκετά βραβεία σε όλο τον κόσμο μετά την μετάφραση του στα αγγλικά τον Φεβρουάριο, ένα τέτοιο βίαιο –όσο και αστείο– ματς μεταξύ του διαβόητου Ιταλού ζωγράφου Michelangelo Merisi da Caravaggio και του Ισπανού ποιητή Francisco de Quevedo μας ταξιδεύει από την Aναγέννηση την κατάκτηση της κεντρικής Αμερικής από τον Κορτέζ, την Καθολική παλινόρθωση και πίσω στα δραματικά κιαροσκούρο του θρυλικού ζωγράφου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με τεράστιες φιλοδοξίες στη γραφή, το χιούμορ και τη βαθιά γνώση της Ιστορίας, που παρακαλάει για μετάφραση.
Προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που ο έρωτας, η πολιτική και η ιστορία συνδέονται σε ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο τα Ανεξέλεγκτα στοιχεία του Οσμόν, δηλαδή ο ήρωας του βιβλίου και ο παλιός έρωτάς του, η Φεντόρα, μοιάζουν να αφορούν πολλούς χώρους πέρα από την πολιτική, και να συναντήθηκαν σε πολλές εποχές εκτός από τη δεκαετία του ’70. Παραθέτοντας μια ηλεκτρισμένη τοιχογραφία των επαναστατικών, αριστερίστικων κινημάτων της εποχής, των οποίων, ούτως ή άλλως και ο ίδιος υπήρξε μέρος, ο Οσμόν καταγράφει επίσης την αντανάκλαση της νεανικής ψυχής στην πολιτική δράση. Οι υπερβολές, οι στρεβλώσεις, το ρίσκο αλλά κυρίως η διαχρονική δίψα των νέων να καταλάβουν και να τούς καταλάβουν –εδώ σε μια Ευρώπη που φλέγεται– δίνουν σχήμα σε μια σαγηνευτική ιστορία με τα χαρακτηριστικά μεγάλου μυθιστορήματος.
Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας, σαν ένας σύγχρονος περιηγητής, μας δίνει τη μοναδική προσωπική του ματιά στα παράλια της Μικρά Ασίας. Οι περιγραφές του είναι ιδιαίτερες γιατί δεν είναι γραμμικές, ούτε επιχειρούν να είναι αντικειμενικές ή ιστορικές. Αντίθετα, μας παρουσιάζουν ένα απίστευτο πλούτο από προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που ο Μασσαβέτας γνωρίζει στα μέρη που επισκέπτεται, συνδυασμένες με τη βαθιά γνώση του συγγραφέα, αλλά και την ευαισθησία του και την τρυφερότητα του για τους τόπους αυτούς. Στο επίκεντρο της κάθε παρουσίασης, είναι η μοναδική ταυτότητα που ο Αλέξανδρος καταφέρνει να αναδείξει ό,τι προκύπτει από την ιστορία και το μείγμα των πολιτισμών που πέρασαν από τα μέρη αυτά, αλληλεπίδρασαν ο ένας με τον άλλον, και βρίσκοντας γόνιμο έδαφος, ανέπτυξαν και αναπτύχθηκαν οι ίδιοι.
Το Παλίμψηστο της μνήμης σε συνεπαίρνει σε πολλαπλά επίπεδα, σαν ένα προσωπικό ταξίδι του συγγραφέα/περιηγητή που, μέσα από την εκφραστική του δεινότητα, καταφέρνει να μοιραστεί με τον αναγνώστη την αίσθηση πως αυτοί οι τόποι σημαδεύτηκαν (σημαδεύονται) ξανά και ξανά από την Ιστορία.
«I am a spy, a sleeper, a spook, a man of two faces. Perhaps not surprisingly, I am also a man of two minds...». Με αυτές τις φράσεις ξεκινάει την ιστορία της ζωής του ο ήρωας του μυθιστορήματος του Viet Thanh Nguyen, πιάνοντας το νήμα της αφήγησης από την πτώση της Σαϊγκόν, τον Απρίλιο του 1975. Γιος μιας φτωχής Βιετναμέζας χωρικής κι ενός Γάλλου καθολικού ιερέα, έχει μεγαλώσει με το στίγμα του μπάσταρδου, του εκ γενετής και καταγωγής υπόπτου, του αουτσάιντερ, που δεν θα γίνει ποτέ απόλυτα αποδεκτός από την κοινότητα. Εκεί στο περιθώριο, όμως, μοιάζει να ανοίγεται κι ένα τεράστιο πεδίο ελευθερίας –αλλά αυτό θα το συνειδητοποιήσει πολύ αργότερα και δεν θα λειτουργήσει απαραίτητα πάντα προς όφελός του. Διπλός πράκτορας ήδη από την εφηβεία του, σπουδάζει στην Καλιφόρνια με αμερικανική υποτροφία που του έχει εξασφαλίσει ένας πράκτορας της CIA, ο οποίος τον ξεχωρίζει σαν καλή επένδυση και του διδάσκει όλα όσα ξέρει. Ανοίγοντάς του έτσι τις πόρτες για να γνωρίσει από μέσα τον εχθρό: την αμερικανική κουλτούρα. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο αμερικανοσπουδασμένος νεαρός ιδεολόγος κομμουνιστής –έχοντας εξοικειωθεί, όσον κι αν την απωθεί, με την ερεθιστική έννοια της αμφιβολίας– θα γίνει το δεξί χέρι ενός ισχυρού στρατηγού στον στρατό του Νοτίου Βιετνάμ. Μαζί του θα διαφύγει στις ΗΠΑ μέσα στο τελευταίο αεροσκάφος που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη πόλη, ώστε να παρακολουθεί και να ενημερώνει για τα ανατρεπτικά σχέδια που εξυφαίνουν τα μέλη της εξόριστης κοινότητας των ηττημένων Βιετναμέζων. Ένα βιβλίο για τους νικητές και τους ηττημένους του πολέμου του Βιετνάμ, μια ιστορία κατασκοπείας, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, μια ανελέητη σάτιρα, αλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το The Sympathizer είναι μια σκληρή, συναρπαστική και συγκινητική περιπέτεια αυτογνωσίας.
Δεν είμαι σίγουρος για το αποτύπωμα που θα μου αφήσει σε βάθος χρόνου αυτό το βιβλίο, καθώς το διάβασα πολύ πρόσφατα. Μέχρι στιγμής, πάντως, το βρίσκω εξαιρετικό. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων επιστημονικής και όχι μόνο φαντασίας, που εξερευνούν ζητήματα και έννοιες όπως είναι η γνώση, η επιστήμη, η γλώσσα, η θρησκεία, ο χρόνος, η μνήμη, η ελεύθερη βούληση... Ως γνωστόν, το ομώνυμο διήγημα μεταφέρθηκε στο σινεμά, στην πρόσφατη και πολυσυζητημένη ταινία του Ντενίς Βιλνέβ Άφιξη. Προσωπικά, πάντως, αγάπησα περισσότερο το καφκικής δομής και ατμόσφαιρας «Ο πύργος της Βαβυλώνας».
Ακόμα κι αν ο σάλος προκλήθηκε τελικά από την άρνηση του συγγραφέα να αποδεχθεί το σημαντικό βραβείο Γκονκούρ, δηλώνοντας ότι τα βραβεία και οι ανταγωνισμοί δεν έχουν καμία θέση στη ζωή του συγγραφέα, τo Για τα Πληγωμένα μας Αδέλφια του ψευδώνυμου και μυστικοπαθούς Νορμανδού Ζοζέφ Αντράς έφεραν στο γαλλικό 2016, αλλά και στο παγκόσμιο λογοτεχνικό σκηνικό, μία δυναμική πρόζα που είχε εν πολλοίς εκλείψει ως στυλιστική επιλογή. Η αντι-αποικιοκρατική στράτευση του Φερνάν Ιβτόν, γαλλοϊσπανικής καταγωγής εργάτη στο κατεχόμενο Αλγέρι που, μεριμνώντας να μην κινδυνεύσει καμία ανθρώπινη ζωή από τη βόμβα που είχε τοποθετήσει στο εργοστάσιο που δούλευε, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, υπό την πένα του Αντράς υπάγεται σ’ έναν ανθρωπισμό ο οποίος αντιμάχεται σθεναρά τον απογοητευμένο κομφορμισμό των πρωταγωνιστών της σύγχρονης γαλλικής πεζογραφίας. Σε μία Γαλλία που έχει εκχωρηθεί ιδεολογικά στη Μαρίν Λε Πεν, με τους δημόσιους διανοούμενους της να χτίζουν την επιστροφή του εθνικισμού, το μυθιστόρημα του Αντράς έρχεται να ξανανοίξει τις αποικιοκρατικές πληγές με πολλές άβολες υποσημειώσεις: άλλωστε, την απόφαση της θανάτωσης του 30χρονου Ιβτόν υπέγραψε με περηφάνια ο τότε σοσιαλιστής υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν.
Δεν έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο είδος «ιστορικό μυθιστόρημα», θα έλεγα ότι με απωθεί. Εδώ όμως μιλάμε για μια εντελώς ιδιάζουσα περίπτωση. Ο 32χρονος Αμερικανός Άντονι Μάρα είναι ένα σαγηνευτικό nerd που μέσα από ενδελεχή ιστορική έρευνα δημιουργεί ένα σαρωτικό σπονδυλωτό μυθιστόρημα ή μια συλλογή εννέα διηγημάτων που διαβάζεται σαν ενιαίο μυθιστόρημα (όπως θέλεις το εκλαμβάνεις) με φόντο τη Σοβιετική Ένωση. Snapshots ζωής με διαφορετικούς Ρώσους και Τσετσένους αφηγητές (π.χ. το πρώτο διήγημα εκτυλίσσεται το 1937, στο απόγειο δηλαδή των σταλινικών διώξεων, με ήρωα τον ζωγράφο-διορθωτή Ρομάν Μάρκιν που εξαφανίζει με αερογράφο πρόσωπα για λογαριασμό του τμήματος προπαγάνδας), οι οποίοι διασταυρώνονται αριστοτεχνικά χωρίς να πολτοποιούνται κάτω από τις ερπύστριες της Ιστοριογραφίας. Με ενθουσίασε το διαβρωτικό, σκοτεινό χιούμορ (αυτό που οι Ρώσοι αποκαλούν «chernukha»), η ηχώ επιστημονικής φαντασίας (ιδιαίτερα το σουλάτσο στο τεχνητό δάσος με τα μεταλλικά φύλλα) και κυρίως η υπενθύμιση ότι μπορείς να γράψεις σπαραχτική πρόζα χωρίς να ομφαλοσκοπείς.
Πειραιάς, 1919. Ο 13χρονος Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης που τότε εργάζεται σε μπακάλικο, τρυπώνει χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί σε ένα καΐκι. Προορισμός του, το Άγιο Όρος. Ύστερα από ένα δύσκολο ταξίδι με ενδιάμεσα λιμάνια αυτά του Βόλου και της Θεσσαλονίκης, φτάνει στο λιμανάκι της Δάφνης του Αγίου Όρους και από εκεί στα Καυσοκολύβια. Έναν τόπο γεμάτο από ασκηταριά. Εκεί ο Γέροντας Πορφύριος και νυν Όσιος περιγράφει, με τρόπο που ουδείς σκηνοθέτης μπορεί να αποδώσει, τη σκηνή που μετενσάρκωσε τη Θεία Χάρη. Ύστερα από αρκετούς σταθμούς, εκτός Αγίου Όρους, από το 1940 μέχρι και το 1970 εργάζεται ως εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών. Εκεί θα γίνει ιδιαίτερα αγαπητός από τους τοξικομανείς, τις πόρνες, τους ασθενείς και το νοσηλευτικό προσωπικό. To βιβλίο «Θα σας πω» αποτελεί ουσιαστικά την αυτοβιογραφία του Οσίου Πορφυρίου μέσα από ηχογραφημένες διηγήσεις του. Και τα εμπεριέχει όλα: ταξίδι, ένα χρονογράφημα της Ελλάδας από το 1913 έως το 1991, αλλά και χιούμορ, καθώς ο Όσιος Πορφύριος καταπιάνεται ακόμη και με ένα ερωτικό τραγούδι εξηγώντας πόσο διδακτικοί είναι οι στίχοι του. Άσχετα με το αν πιστεύει κανείς ή όχι, το Θα σας πω είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
Μου είχαν μιλήσει πολλοί για αυτή την ποιητική συλλογή, την οποία διάβασα πρόσφατα. Ένα μικρό φως που θα μπορούσε κάλλιστα να χαθεί μες στην άναρχη κάπως βιβλιοπαραγωγή, όπως και στο σκοτάδι της εποχής. Η Μαρία Φίλη, μια ποιήτρια μόλις 23 ετών, γράφει την πρώτη της συλλογή που διακρίνεται από τον δικό της ρυθμό και ένα ύφος που διατρέχει σαν ιστός αράχνης όλα τα ποιήματα της. Από το υπέροχο «Αγόρας», αφιερωμένο στον παππού της –τρυφερό, σκοτεινό, σφραγισμένο με υπαρξιακή αγωνία– έως τον ερωτικό της «Κυματοθραύστη». Με επιρροές από το ρομαντικό κίνημα, αφαιρετικά λυρική (αν μπορούν αυτές οι δυο λέξεις να αποτελέσουν ζευγάρι), η ποιήτρια στο δυναμικό της ντεμπούτο που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (εξ ημισείας με τον Χρίστο Κυθρεώτη για το έργο του Μια Χαρά) και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του λογοτεχνικού περιοδικού Αναγνώστης, δεν χάνει τη φρεσκάδα της ηλικίας της που αναδύεται σε κάποιους στίχους σαν έκπληξη και με μια αβίαστη ελληνικότητα: «Στον ουρανό της προέλευσής μου/Οι άνθρωποι σπέρνουν στάρι».
Τον γνωρίσαμε ως τον εγκυρότερο βιογράφο του Χίτλερ και του Σπέερ, συνομιλητή της Χάνα Άρεντ για την «κοινοτυπία του κακού», αλλά και καταγραφέα των τελευταίων ωρών στο μπούνκερ του Βερολίνου, δημιουργό του πρωτότυπου υλικού για την επική ταινία Η πτώση με τον αξεπέραστο Μπρούνο Γκαντς στο ρόλο του Χίτλερ. Κανένας άλλος διανοούμενος στη Γερμανία δεν εκλαΐκευσε τόσο εύστοχα και με τόση μεγάλη ενάργεια το οικοδόμημα του ναζιστικού καθεστώτος και τις προσωπικότητες των ηγετικών του φυσιογνωμιών. Ο Γιόακιμ Φεστ καθόρισε τον τρόπο που σκέφτονται πολλοί νεότεροι άνθρωποι στη χώρα του, αλλά και τον δικό μου. Ο πατέρας του τον συμβούλευε να παρατηρεί με λιγότερη ένταση τους ανθρώπους, για να μην είναι τόσο κριτικός απέναντί τους. Εκείνος έγραψε μια υπέροχη αυτοβιογραφία για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ, για την απόλυση του πατέρα του –ενός καθολικού κεντρώου– από το σχολείο που υπηρετούσε και για την αποξένωση της οικογένειας από τον κοινωνικό της περίγυρο λόγω της άρνησής του να συμφιλιωθεί με το καθεστώς. Όχι εγώ, λέγεται το βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2006. Το ξαναδιάβασα φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όταν έπεσε στα χέρια μου μια δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία οι θρήσκοι καθολικοί ψηφίζουν πολύ λιγότερο AfD από ό,τι ο μέσος όρος των Γερμανών.
Το Πρόσφατο μέλλον, κυκλοφορία του τέλους του έτους, αφήνει ένα πολύ ισχυρό στίγμα τόσο στις αρχαιογνωστικές επιστήμες όσο και στη μελέτη της πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας. Ο Πλάντζος, αναπληρωτής καθηγητής αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ, χρησιμοποιώντας πλήθος παραδειγμάτων, από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ως την Αμφίπολη, και από τη χρήση του Κούρου της Κερατέας στις διαμαρτυρίες για τον ΧΥΤΑ ως τον ναζιστικό χαιρετισμό του Κιτίδη και τον Ξένιο Δία, κερδίζει ένα διπλό στοίχημα: μελετά τη χρήση της αρχαιότητας με τα εργαλεία των μετααποικιακών και μεταδομιστικών σπουδών, δείχνοντας το ρόλο της όχι μόνον στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αλλά και στη συγκρότηση των σύγχρονων ελληνικών υποκειμενικοτήτων. Και ταυτόχρονα φωτίζει τα αρχαιογνωστικά εργαλεία που έχει χρησιμοποιήσει ο κυρίαρχος αλλά και ο αντισυστημικός λόγος για να κατασκευάσουν τις αντίπαλες ρητορικές και εικονοποιίες τους. Επιπλέον: απολαυστικά καλογραμμένο και ιδιοφυώς ειρωνικό, όπως κάθε καλό βιβλίο αρχαιογνωσίας.
Σχόλια