Καθώς το 1789, τη χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Eπανάσταση, οι ταραχές στη Γαλλία κορυφώνονταν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ παρέμενε στη μοναξιά του κελιού του στη Βαστίλη, που δέσποζε στο φτωχικό προάστιο Σεντ Αντουάν. Από παντού έρχονταν μηνύματα ότι πλησίαζε μία ακόμα εξέγερση. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ καλούσε στρατεύματα στο Παρίσι, όπου σημειώνονταν ταραχές και λεηλασίες. Η τιμή του ψωμιού ανέβαινε και η πολιτική αστάθεια συνεχιζόταν.
Στις αρχές Μαΐου, ο ντε Σαντ διαβάζοντας κάτι παλιές εφημερίδες είχε συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος να βγει από τη φυλακή μετά από δώδεκα χρόνια ήταν να εκμεταλλευτεί την κοινωνική αναταραχή. Η Βαστίλη ήταν μία φυλακή όπου είχαν απομείνει μόνο εφτά κρατούμενοι. Αλλά ήταν ένα σύμβολο της βασιλικής εξουσίας και κυρίως της δυναστείας των Βουρβόνων.
Έτσι στις 2 Ιουλίου του 1789, ο ντε Σαντ πήρε ένα αυτοσχέδιο χωνί, που χρησιμοποιούσε για να βγάζει τα βρομόνερα από το κελί, σκαρφάλωσε στο καγκελόφραχτο παράθυρο και άρχισε να φωνάζει στους περαστικούς ότι οι φρουροί είχαν διαταγή να σκοτώσουν τους κρατούμενους. Καθώς το πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται, ο ντε Σαντ γινόταν όλο και πιο παραστατικός και διηγούνταν τα βασανιστήρια που περίμεναν τους άτυχους