Όταν η Σοφία Ίσου ήταν μικρή, θυμάται να κλείνει τις πόρτες των μπαλκονιών τις ημέρες που είχαν γιορτή στο σπίτι. «Δεν ήθελα να ακουστεί έξω το πολυφωνικό τραγούδι που έπιαναν συγγενείς και φίλοι. Δεν ήθελα να ενοχλούν, είχα μια αντιδραστικότητα, έλεγα “μα γιατί το κάνουν πάντα αυτό;”».
Μεγαλώνοντας σταμάτησε να νιώθει έτσι· άλλαξε «κάπως μαγικά», λέει, όταν ένιωσε την ανάγκη επαφής με τους προγόνους της αλλά και μετά από ένα δυσάρεστο προσωπικό γεγονός: τον χαμό ενός πολύ αγαπημένου θείου, που είχε ιδιαίτερη σχέση με το πολυφωνικό τραγούδι. Αυτό την ώθησε να ανακαλύψει περισσότερα πράγματα για τη ζωή του θείου της και την έφερε πιο κοντά σε αυτήν την παραδοσιακή μορφή έκφρασης. Το ίδιο και την αδελφή της, Άρτεμις, με την οποία σήμερα πια είναι μέλη του ίδιου πολυφωνικού συγκροτήματος.
Το όνομά τους, οι «Ισοκράτισσες», έχει να κάνει με τους ρόλους στο πολυφωνικό τραγούδι. «Ο πρώτος είναι ο παρτής. Αυτός ξεκινάει το τραγούδι, είναι η κύρια μελωδία, που λέμε “πάρε ένα τραγούδι”. Μετά μπαίνει η δεύτερη: ο γυριστής ή κλώστης ή τσακιστής, που “γυρνάει το τραγούδι”. Οι υπόλοιπες καταλαβαίνουν ποια είναι η τονικότητα και προσπαθούν να κρατήσουν έναν αχό. Είμαστε Ισοκράτισσες, δηλαδή