
Η Αμάντα Γκόρμαν είναι η 22χρονη ποιήτρια που συγκίνησε τον πλανήτη με το ποίημα της «The Hill We Climb» στην ορκωμοσία του Μπάιντεν. Δεν ήταν μόνο τα λόγια ή οι έντονες κινήσεις της που καθήλωσαν, αλλά το συναίσθημα που κατάφερε να μεταδώσει χρησιμοποιώντας το σώμα και τη φωνή της.
Η ερμηνεία της συγκαταλέγεται στο ρεύμα του «spoken word», δηλαδή μιας προφορικής ποιητικής καλλιτεχνικής εκτέλεσης, κάτω από την οποία υπάρχουν μάλιστα πολλά «υποείδη». Εδώ και τρία χρόνια η κουλτούρα του «spoken word» έχει φτάσει και στην Ελλάδα μέσω του Poetry Slam GR, του μοναδικού σχετικού διαγωνιστικού event στη χώρα. Μιλήσαμε με διοργανωτές και συμμετέχοντες για να μάθουμε περισσότερα.
Το κόνσεπτ του poetry slam είναι απλό. Ένας συμμετέχων ανεβαίνει στη σκηνή για τρία λεπτά και ερμηνεύει ένα ποίημα του. Πρέπει να το θυμάται απέξω (αποκλειστικά στο διαγωνιστικό τμήμα) και με τη φωνή και το σώμα του να μεταδώσει όλα τα συναισθήματα που του δημιουργούνται. Οι πέντε κριτές, που έχουν επιλεγεί τυχαία από το κοινό, βαθμολογούν την ερμηνεία.
Η ιδέα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 στο Σικάγο από τον Μάρκ Κέλυ Σμιθ, ο οποίος θέλησε να επιστρέψει η ποίηση στον λαό και να αποκτήσει ξανά το χαμένο της πάθος. Στο εξωτερικό τα events αυτά υπάρχουν εδώ και χρόνια, ενώ διοργανώνονται πανευρωπαϊκοί και παγκόσμιοι διαγωνισμοί.
«Ήθελα να φέρω το slam στην Ελλάδα διότι ήταν ένα άλλο είδος ποίησης, είναι η προφορική ποίηση, το οποίο σε απελευθερώνει υπερβολικά και είναι κάτι που πραγματικά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο» λέει ο Μάκης Μούλος, ιδρυτής του Poetry Slam GR. «Ένα βιβλίο ποίησης μπορεί να το αγοράσεις και τελικά να μην το διαβάσεις ή μπορεί να πει κάποιος σε έναν φίλο, “θα σου διαβάσω κάτι που με έχει επηρεάσει”, και ο άλλος θα σκεφτεί, “ωχ, τώρα τι κάθεται και μου διαβάζει”. Ενώ αν πει κάποιος “έλα πάμε σε ένα event, να ακούσουμε τα παιδιά και θα πιούμε και μια μπύρα”, πιο εύκολα θα παρασύρει τον φίλο του. Ήθελα να πηγαίνει κάποιος σε ένα slam και φεύγοντας από εκεί να σκεφτεί “κοίτα τώρα τι είπε αυτός”, να το συζητήσει με δυο φίλους του, με τα παιδιά του. Η slam την έχει τη δύναμη αυτή. Μπορεί να αλλάξει το πώς σκέφτεται ο άλλος. Επηρεάζει πολύ τον κόσμο, διότι είναι κάτι που ακούει live. Θα έρθει εκείνη την στιγμή και θα φύγει και θα σε έχει ακούσει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Οπότε είναι ο μόνος τρόπος να ακουστεί η ποίηση».
Ο κ. Μούλος ξεκίνησε τη διοργάνωση των poetry slams το 2018 και έκτοτε προσπαθεί να δημιουργήσει και να εγκαθιδρύσει μαζί με όλους τους συμμετέχοντες την κουλτούρα του slam στη χώρα. Μας λέει ότι από την αρχή η ανταπόκριση του κόσμου ήταν θετική, όμως η δυσκολία βρισκόταν στο να εξηγήσεις ακριβώς τι είναι το slam, καθώς δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν ακούσει τον όρο. «Όταν προσπαθώ να το εξηγήσω, λέω ότι slam είναι ό,τι γράφουμε και δεν ξέρουμε τι είναι. Δεν μπορούμε να πούμε ούτε ότι είναι διηγήματα, ούτε ότι είναι ποιήματα, ούτε μονόλογος. Είναι όλα αυτά σε ένα και έχει πάρα πολύ συναίσθημα. Στη slam είσαι εσύ και το σώμα σου».
Το βασικό συστατικό στοιχείο της slam, όπως μου τονίζουν όλοι, είναι το συναίσθημα. Η αμεσότητα που τη χαρακτηρίζει κερδίζει κοινό και συμμετέχοντες. «Η γνησιότητα του κειμένου που βγαίνει στη σκηνή το ξεχωρίζει από ένα θεατρικό κείμενο ή έναν μονόλογο, δεν είναι αψεγάδιαστο, είναι κάτι πραγματικό, κάτι που βγαίνει εκείνη την ώρα. Άσχημο, κακό, όμορφο, θα βγει στη σκηνή. Ένας θεατρικός μονόλογος είναι καλοδουλεμένος μετά από πάρα πολλές πρόβες – και οι slammers θα κάνουν πρόβες, αλλά το πρωτογενές υλικό είναι πολύ πιο αυθεντικό σε σχέση με μια παράσταση» εξηγεί η Μαρία Μπάκα, συνδιοργανώτρια του ελληνικού poetry slam.
«Όταν είμαι στο slam θα δείξω την αλήθεια μου, το διαφοροποιώ από την ηθοποιία, δεν υποδύομαι», μου λέει ο Ανδρέας Τσιλιβαράκος (το καλλιτεχνικό του είναι Άνλε Τσίλι), ο οποίος συμμετέχει στα slams από το 2019 και ταυτόχρονα σπουδάζει ηθοποιός. «Όλα αυτά τα χρόνια η ποίηση είχε κλειστεί σε βιβλία και είχε κυριευθεί από το “δήθεν”. Το slam δίνει ελευθερία και μια νέα μορφή στην ποίηση. Εγώ νιώθω ότι απελευθερώνομαι και λέω αυτό που σκέφτομαι και αισθάνομαι». Οι slammers καταθέτουν την ψυχή τους στη σκηνή, τα ποιήματα που γράφουν συνήθως ανταποκρίνονται σε κάποιο βίωμα τους ή κάτι που τους απασχολεί, επομένως το συναίσθημα που βγάζουν επί σκηνής δεν είναι προσποιητό, αλλά κάτι αυθόρμητο που τους βγαίνει εκείνη την ώρα. Έτσι πετυχαίνουν και την αλληλεπίδραση με το κοινό.
Την πρώτη φορά που ο κ. Μούλος ήρθε σε επαφή με το slam ήταν πριν από πέντε χρόνια στη Βαρκελώνη, όπου ζει μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια. Ήδη έγραφε ποιήματα και άλλα κείμενα και είχε μάθει από το διαδίκτυο για την ύπαρξη των slams. «Είδα ότι γινόταν ένα στη Βαρκελώνη και πήγα να το δω. Ήταν μέσα σε ένα μουσείο και είχε πάνω από 500 άτομα κοινό. Έτυχε να είναι ο τελικός. Ήταν λοιπόν μια κοπέλα slammer που με έκανε να κλάψω. Αυτό με έκανε να πω, “γουάου, θέλω να το κάνω αυτό”, έπαθα πλάκα». Έκτοτε συμμετέχει συνεχώς σε slams.
«Aπό ένα slam φεύγεις γεμάτος και άδειος ταυτόχρονα» λέει η Μαρία Μπάκα, «καθώς μέσα σε ένα event υπάρχει φόρτιση και αποφόρτιση και από τις δύο μεριές, υπάρχει λύτρωση και για το κοινό και για τον slammer».
Πλέον όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που συμμετέχουν αλλά και αυτοί που παρακολουθούν τα slams. Το κοινό είναι από 50-70 άτομα και έχουν φτάσει ακόμα και τους 100 σε κάποια events, ενώ οι συμμετέχοντες μπορεί να φτάσουν σε μια σεζόν τους 50.
Σε κάθε slam επιλέγονται 10 άτομα για να συμμετέχουν στα μηνιαία τουρνουά. Οι οκτώ προέρχονται από κλήρωση μεταξύ όλων των συμμετοχών και οι άλλοι δύο είναι ο πρώτος και ο δεύτερος νικητής του προηγούμενου τουρνουά. Οι slammers σε όλη την αγωνιστική σεζόν μαζεύουν πόντους και στον τελικό συμμετέχουν τα 10 άτομα που έχουν συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη βαθμολογία. Ο νικητής έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Πέρυσι η Ελλάδα συμμετείχε για πρώτη φορά με τον Παναγιώτη Δρακόπουλο, που κατάφερε να κατακτήσει την 5η θέση ανάμεσα σε 19 χώρες. |
«Στην αρχή δεν το γνώριζε ο κόσμος, τώρα έχουν αρχίσει και το μαθαίνουν. Οι πιο πολλοί ερχόντουσαν από περιέργεια για να δούνε τι είναι ή επειδή το άκουγαν από φίλους τους. Εν τέλει πιστεύω ότι τους κερδίσαμε. O κόσμος το έχει αγκαλιάσει και το αναζητά. Κατάλαβαν την ταυτότητά μας και τι ακριβώς γίνεται. Και είναι πάρα πολύ ωραίο διότι έχει και ένα εύρος ηλικίας. Για παράδειγμα, βλέπαμε στα events μας μια παρέα με μέσο όρο ηλικίας περίπου τα 60 έτη. Όταν μιλήσαμε και τους ρώτησα αν έχουν κάποιον δικό τους –γιατί θεώρησα ότι είναι συγγενείς κάποιου συμμετέχοντα– μου είπαν, “όχι, απλά το είδαμε, ήρθαμε και μας άρεσε”. Είναι πλέον από τους σταθερούς θεατές μας», λέει η κ. Μπάκα.
Οι διοργανωτές μού λένε ότι στην αρχή το κοινό αγκάλιαζε πιο εύκολα αυτό που ήδη γνώριζε. Για παράδειγμα, αν υπήρχε κάποιος που έκανε κάτι πιο κοντά στο χιπ-χοπ, είχε μεγαλύτερη αποδοχή και ήταν πιο εύκολο να ταυτιστεί ο κόσμος. Πιο δύσκολο ήταν να αποδεχτεί τη slam, καθώς δεν την αναγνώριζε ως ποίηση και του φαινόταν ξένη. Σιγά σιγά όμως τόσο το κοινό όσο και οι ίδιοι οι slammers εξοικειώθηκαν και έμαθαν περισσότερα για το ρεύμα αυτό, κατανοώντας ότι το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η αμεσότητα. «Οι ποιητές που ξέρουμε οι Έλληνες έχουν ένα αυστηρό ύφος, οπότε έχεις αυτό στο μυαλό σου όταν ακούς “ποίηση”. Το slam άνοιξε ένα τελείως διαφορετικό κόνσεπτ που δεν ήταν διαδεδομένο στην Ελλάδα, οπότε εμένα τουλάχιστον μου άνοιξε μια νέα πόρτα και μου έδειξε ότι μπορώ να εκφράζω αυτό που θέλω και νιώθω χωρίς κάποια συγκεκριμένη δομή και αυτό ήταν πολύ όμορφο» μου λέει η Μισέλ Μόργκαν Χάουερς, που συμμετέχει στα slams από το 2019. Η κ. Χάουερς άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο για το event, δεν ήξερε τι είναι, όμως επειδή έγραφε για πολλά χρόνια διάφορα κείμενα σε ένα blog, είχε την περιέργεια να μάθει τι ήταν αυτό το καινούργιο πράγμα που ήρθε στην πόλη.
«Έγραφα ποιήματα από μικρή, περίπου από τα οχτώ μου, και όσο μεγάλωνα άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο» μου λέει η 19χρονη Μαρία Κουιμτσίδη που συμμετέχει στα ελληνικά slams από το 2018. «Γενικά έβλεπα στην Αμερική ότι αυτό υπήρχε. Θυμάμαι ότι έβλεπα σε ταινίες σκηνές με ανθρώπους που συμμετείχαν σε slam και είχα διαβάσει και ένα βιβλίο που αναφερόταν σε έναν άνδρα που πήγαινε σε διάφορα μπαράκια και έλεγε ποιήματα. Έλεγα με τη φίλη μου “τι ωραία που θα ήταν να υπήρχε και αυτό στην Ελλάδα” και έτσι όπως καθόμασταν και ψάχναμε πληροφορίες στο διαδίκτυο, ξαφνικά είδαμε ότι έχουμε κι εδώ! Κάπως έτσι ήρθαμε σε επικοινωνία, ξεκίνησε η φίλη μου να πηγαίνει και μετά ξεκίνησα κι εγώ. Όταν ανέβηκα πάνω στη σκηνή είπα “ωραία, εδώ είμαστε”».
Η κ. Κουιμτσίδη είναι από τους λίγους που ήδη είχαν μια ιδέα για το τι είναι το slam. Άλλοι κατέληξαν στη σκηνή του έχοντας παρακολουθήσει φίλους να συμμετέχουν ή χωρίς να γνωρίζουν κανέναν, έτσι από περιέργεια.
Για να συμμετέχει κάποιος ως slammer στα τουρνουά, δεν χρειάζεται να έχει εκδώσει κάποιο βιβλίο ή να είναι ποιητής. Αρκεί να έχει όρεξη να γράψει ένα ποίημα και να ανέβει στη σκηνή να το παρουσιάσει. Όπως μου λένε και οι διοργανωτές, πολλοί από τους slammers δεν είναι άτομα που ασχολούνται με το θέατρο ή τον χώρο του θεάματος, αλλά είναι λογιστές ή οικονομολόγοι που έχουν μια έφεση προς την ποίηση και τους αρέσει να γράφουν. Έτσι κι αλλιώς τονίζουν ότι δεν ψάχνουν ποιητές με την κλασική έννοια, αλλά άτομα που γράφουν και έχουν κάτι να πουν.
Το slam δημιουργεί μια τριβή μεταξύ των συμμετεχόντων. Έχουν την ευκαιρία να γνωριστούν, να αλληλοεπηρεαστούν και να εκτεθούν σε έναν νέο τρόπο έκφρασης και γραφής, ακούγοντας ο ένας τον άλλον. Ο κ. Τσιλιβαράκος, για παράδειγμα, μου λέει ότι χάρη στις ερμηνείες της κ. Χάουερς, που η πλειονότητά τους είναι στα αγγλικά, του δόθηκε το έναυσμα να θέλει να μάθει αγγλικά! Η κ. Κουιμτσίδη συμπληρώνει ότι «με το slam –πέρα από τους ανθρώπους που βλέπεις και ακούς– εγώ αυτό που έχω κερδίσει είναι να εξελιχθώ στη γραφή μου, να ελευθερωθώ, να μην με νοιάζει τι θα πει ο άλλος για εμένα. Επίσης, κατάλαβα ότι δεν θα πρέπει να είμαι και τόσο αυστηρή με τον εαυτό μου γιατί απλώς μεταφέρω κάποιες σκέψεις μου με διαφορετικό τρόπο».
Ο διαγωνισμός δίνει από μόνος του την αφορμή να εξασκηθεί κάποιος στο γράψιμο κειμένων που δεν είναι μικρά σε έκταση, αλλά και στην εκφραστικότητά του στη σκηνή. Επιπλέον, όπως λέει ο κ. Μούλος, «βοηθάει και να πάρουν τα πάνω τους οι ποιητές. Γράφουμε συνέχεια βιβλία και δεν παίρνουμε feedback, ενώ με τα live οι ποιητές έχουν κατευθείαν feedback και τους κάνει καλό γιατί ενεργοποιούνται και γράφουν. Και μόνο επειδή ανεβαίνεις και βγάζεις από μέσα σου κάτι, εκτονώνεσαι. Πολλοί μου έχουν πει ότι έχει αλλάξει τη ζωή τους. Άτομα που έχουν υποστεί εκφοβισμό ή είχαν κατάθλιψη λένε ότι τους έκανε να νιώθουν πολύ καλύτερα διότι έβγαλαν από μέσα τους σκέψεις. Όταν κάποιος ανεβαίνει στη σκηνή βλέπει ότι υπάρχουν άτομα που ταυτίζονται μαζί τους, που νιώθουν και σκέφτονται τα ίδια με εκείνους, ενώ όταν τα γράφει απομονωμένος μπορεί να νομίζει ότι μόνο εκείνος τα ζει».
«Οι πιο πολλοί έχουν βρει κάτι σαν καταφύγιο στο poetry slam. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η αίσθηση ότι έχεις μέσα σου κάτι και μπορείς να το βγάζεις προς τα έξω να το ακούσουν οι άλλοι. Το κοινό δημιουργεί ένα πάρα πολύ ωραίο κλίμα, επειδή όλοι έρχονται κατανοώντας το κόνσεπτ, και όντως νιώθεις ότι υπάρχει ένα ασφαλές περιβάλλον για να εκτεθείς» λέει η κ. Χάουερς. «Ζούμε σε μια εποχή που δεν έχουμε μάθει να ακούμε και γενικά είναι ωραίο να ακούς», προσθέτει ο κ. Τσιλιβαράκος.
Παρόλο που υπάρχει το διαγωνιστικό κομμάτι, έχει δημιουργηθεί μια σφιχτή κοινότητα που βλέπει το slam ως μια δημιουργική διαδικασία, ένα παιχνίδι στο οποίο μπορείς να χάσεις ή να κερδίσεις, αλλά αυτό που έχει τελικά σημασία είναι να περάσουν όλοι καλά. Όλα αυτά τα συναρπαστικά ξεκινούν από την στιγμή που αφήνεις πίσω τον φόβο και κάνεις το πρώτο βήμα να ανεβείς στη σκηνή.
Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, μέρος από τη φετινή σεζόν έγινε διαδικτυακά. Ο τελικός θα γίνει επίσης διαδικτυακά στις 21 Μαρτίου. Μάθετε πώς θα το παρακολουθήσετε εδώ.
Σχόλια