Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
Χρόνος ανάγνωσης:
7'
Κείμενο:
nostalgia2.jpg
[Photo by Bruno Luz on Unsplash]

The nostalgia factory

Το διήγημα του συνεργάτη μας, Γιάννη Κωνσταντακόπουλου, ξυπνάει μνήμες από τα καλοκαίρια της πρώτης νιότης μας.
[Photo by Bruno Luz on Unsplash]

Ξεφύλλιζε το τελευταίο τεύχος του Μπλεκ. Ήξερε από ποια ιστορία θ’ αρχίσει στο τέλος, όμως κάθε φορά του άρεσε να βλέπει στα γρήγορα όλο το περιοδικό. Η μάνα του του φώναξε από την κουζίνα: «Το φαΐ είναι έτοιμο. Ακόμα αυτά διαβάζεις; Μεγάλωσες πια».

Δεν ήξερε αν η μάνα του είχε δίκιο. Μάλλον είχε. Στα 16 σου έχεις μεγαλώσει. Αλλά ακόμα σε παίρνει να φέρεσαι και σε κάποια πράγματα σαν μικρός.

Έβαλε το Μπλεκ στην κωλότσεπη και βγήκε έξω. «Δεν πεινάω», φώναξε περνώντας από το διάδρομο, «πάω έξω». Πέρασε μέσα από την κουρτίνα με τις λωρίδες που είχαν ζωγραφισμένες πάνω τους διάφορα σχέδια των Ίνκας. Ή των Αζτέκων. Ποτέ δε θυμόταν. Θυμόταν μόνο ότι τις είχε φέρει ο Τάκης από το Μεξικό σε ένα από τα ταξίδια του εκεί.

Ο Τάκης, ο θείος Τάκης κανονικά, αδερφός της μάνας του και μάλλον το μόνο προσωπο στην οικογένεια που γούσταρε σιωπηλά: ψηλός, αδύνατος, με σταθερή, ωραία φωνή, συνήθιζε να φοράει λευκά πουκάμισα χωρίς να κλείνει τα κουμπιά τους το καλοκαίρι. Όταν δεν ταξίδευε βέβαια σε όλο τον κόσμο. Αλλά τώρα έλειπε ως συνήθως.

Βγήκε έξω. Στο βάθος του δρόμου είδε τον Ανδρέα στο ποδήλατο. Ο ήλιος άστραφτε στον κόκκινο σκελετό. «Πάμε στη Σαχάρα;» του πέταξε. «Κάτσε να πάω την εφημερίδα

Ή κάνε εγγραφή εντελώς δωρεάν

Κάνε εγγραφή για να έχεις πρόσβαση σε έως και 5 δωρεάν άρθρα τον μήνα!

Εγγραφή χρήστη